Σε εποχές που πασχίζεις να θυμηθείς ποια στο καλό ταινία είδες το προηγούμενο βράδυ –και, όχι, δεν φταίει η ηλικία, φταίει που συνωστίζονται σε αίθουσες και πλατφόρμες χιλιάδες ταινίες, διεγείροντας σινεφιλικές βουλιμίες και φέρνοντας βαρυστομαχιές–, ξαφνικά, μια ταινία του 1987 εισέβαλε στα θερινά σινεμά σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από πάνω της. Κλισέ είναι, αλλά θα το γράψω. Χωρίς να έχει ούτε μια ρυτίδα, από αυτές που δεν σέβονται και δεν υπολογίζουν oύτε τα αριστουργήματα μεγάλων δημιουργών.
Η «Γιορτή της Μπαμπέτ» του Δανού Γκάμπριελ Άξελ (Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας του 1988) δεν μπαίνει ποτέ σε λίστες με τις καλύτερες ταινίες. Βρείτε μου, όμως, έναν, έναν μόνο άνθρωπο που να την έχει δει και να μη λιώνει από συγκίνηση όταν την αναλογίζεται.
Αχ αυτή η σεκάνς του τέλους, σκέφτεται, με το μυθικό γαλλικό γεύμα, όλο περίτεχνα φαγητά και γλυκίσματα, πανάκριβα κρασιά και σπάνια φρούτα, που γεύονται, τρομοκρατημένοι, σταυροκοπούμενοι και ενοχικοί οι θρησκόληπτοι, πουριτανοί, φτωχοί κάτοικοι ενός απομονωμένου χωριού στις όχθες της Γιουτλάνδης.
Μέχρι εκείνο το κρύο βράδυ τρέφονταν αποκλειστικά με ξεραμένα ψάρια και κάτι σούπες με ψωμί και μπίρα. Α, ναι, και με προσευχές, ατέλειωτες προσευχές και αγαθοεργίες, άνθρωποι αφιερωμένοι στον Θεό, όπως τους τον έμαθε και τους τον επέβαλε ένας προτεστάντης λατρεμένος πάστορας.
«Ήταν μια τόσο ωραία ιστορία. Τα είχε όλα: πίστη, γενναιοδωρία, αγάπη. Η Μπλίξεν τα είχε γράψει όλα, τα είχε δείξει όλα, εικόνα την εικόνα, σαν τη μεγάλη ζωγράφο που ήταν».
Κι όμως, το ιερόσυλο γαλλικό γεύμα στο δικό του σπίτι δίνεται σε μια επέτειο του θανάτου του, που οι δυο ηλικιωμένες, πια, ανύπαντρες κόρες του συνηθίζουν να γιορτάζουν με πανδαισία ύμνων και λιτές μπουκιές φαγητού. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια όμως έχει μπει στις άμεμπτες ζωές τους ένα μυστήριο και έχει έρθει ο καιρός κι αυτές, αλλά και οι θεατές της ταινίας, να το διαλευκάνουν.
Το 1871, νύχτα με καταιγίδα, τους χτύπησε την πόρτα μια ταλαιπωρημένη περίεργη Παριζιάνα. Είχε χάσει άνδρα και μικρό παιδί στη διάρκεια της εξέγερσης της Κομμούνας, είχε φύγει κυνηγημένη από τη Γαλλία και, εφοδιασμένη με συστατική επιστολή παλιού, μεγάλου σταρ της όπερας του Παρισιού, ζητούσε καταφύγιο στις πονόψυχες αδελφές της μακρινής Γιουτλάνδης.
Έχουν κι αυτές το παρελθόν τους, φρόντισε ήδη ο σκηνοθέτης να μας το διηγηθεί: πανέμορφες, χαρισματικές κοπέλες, αρνήθηκαν και οι δυο κοσμική ευτυχία και έρωτα, για έναν αξιωματικό η μία, για τον λυρικό καλλιτέχνη η άλλη, για να μείνουν πιστές στην κοσμοθεωρία του άγιου πατέρα τους. Χωρίς βαρυγκόμια, όμως, απλά και γενναιόδωρα. Ακριβώς όπως δέχτηκαν και την Μπαμπέτ στο σπίτι και στις ζωές τους, να τις φροντίζει, να τις «υπηρετεί», πάντα απόμακρη μέσα στη γλυκύτητά της.
Και να το μεγαλείο της ταινίας και, προφανώς, του διηγήματος της Κάρεν Μπλίξεν που ενέπνευσε τον Γκάμπριελ Άξελ. Η παπίστρια Μπαμπέτ θα κάνει ένα ανέλπιστο, μεγάλο δώρο σ’ αυτόν τον ασκητικό, προτεσταντικό κόσμο που κοιτάζει μόνο προς τον ουρανό και προετοιμάζεται μόνο για τον Παράδεισο.
Όταν κερδίζει 10.000 φράγκα σε παριζιάνικη λοταρία –τεράστιο ποσό–, αποφασίζει να το δαπανήσει ολόκληρο για να προσφέρει σ’ αυτές και την κοινότητα ένα γνήσιο παριζιάνικο γεύμα. Γιατί η Μπαμπέτ δεν είναι καμιά τυχαία, υπήρξε η διάσημη σεφ πολυτελούς εστιατορίου, έχει γράψει ιστορία.
Τι νόημα έχει, λοιπόν, το δείπνο της; Είναι ανταπόδοση όσων της πρόσφερε το μικρό χωριό με τον μόνο τρόπο που αυτή ξέρει, μαγειρεύοντας. Είναι η έκρηξή της μετά από δεκαπέντε χρόνια που πέρασε χωρίς ομορφιά και γεύση, μια αντίδραση καλλιτέχνη που έχει επιτέλους τα μέσα να δημιουργήσει; Είναι το γεμάτο αγάπη μάθημά της προς αυτούς τους στερημένους, καλούς ανθρώπους, ότι, εκτός από τον ουρανό, υπάρχει και η απόλαυση στη γη.
Ο σκηνοθέτης δεν χάνει υπερβολικά την ώρα του στην κινηματογράφηση της προετοιμασίας και του σερβιρίσματος ενός γεύματος-πραγματική υπερπαραγωγή. Εστιάζει στα πρόσωπα των ηλικιωμένων συνδαιτυμόνων.
Τίποτα το εντυπωσιακό, το θεαματικό δεν συμβαίνει. Ο φόβος της αμαρτίας, που αποτελεί για όλους τους αυτό το αδιανόητο γεύμα με τις χελώνες και τα αποκεφαλισμένα πιτσούνια, εξαφανίζεται σιγά-σιγά, ανεπαίσθητα. Ένα κοκκίνισμα στα μάγουλα, ολοένα και περισσότερες γουλιές κρασί, μπουκιές μεγάλες και απολαυστικές, μια τρυφερή κουβέντα και χειρονομία προς τον διπλανό τους, μια εξομολόγηση στο αυτί, χαμόγελα, αστάθεια στο βάδισμα και τραγούδι, πάντα θρησκευτικό βέβαια, αλλά με τι χαρά και κέφι! Ένα πανηγύρι των αισθήσεων, μια μέθη από τη ζωή, τη δική τους, όχι τη μέλλουσα.
Φυσικά, η Στεφάν Οντράν παίζει την Μπαμπέτ. Να κάτι άλλο που δεν ξεχνιέται, ενώ όλες τις ταινίες της με τον Σαμπρόλ ποιος μπορεί να μου τις πει τώρα, αμέσως χωρίς να μπει στο IMDb;
Και κάτι τελευταίο, για την ιστορία. Ο Γκάμπριελ Άξελ πάλευε να γυρίσει τη «Γιορτή της Μπαμπέτ» δεκατέσσερα χρόνια. Και το Δανέζικο Κέντρο Κινηματογράφου συνεχώς του απέρριπτε το σενάριο. «Δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό κινηματογράφου σ’ αυτή την μπούρδα», του έλεγαν.
Ο ίδιος, όμως, όπως διηγιόταν στη «Μοντ» τo 2012, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, έγραψε το σενάριο μέσα σε έντεκα μέρες, αμέσως αφού διάβασε το διήγημα της Κάρεν Μπλίξεν. «Ήταν μια τόσο ωραία ιστορία. Τα είχε όλα: πίστη, γενναιοδωρία, αγάπη. Η Μπλίξεν τα είχε γράψει όλα, τα είχε δείξει όλα, εικόνα την εικόνα, σαν τη μεγάλη ζωγράφο που ήταν».
Η «Γιορτή της Μπαμπέτ» παιζεται στα θερινά σινεμά «Ζέφυρος» και «Athenee».