Ένα ψάρι που ψυχορραγεί ανάμεσα στα δέντρα, μια σκοτεινή ανδρική φιγούρα πίσω από ένα θολό παραπέτασμα, η πρωινή πάχνη σε ένα δάσος με πυκνή βλάστηση, η θέα του ανταριασμένου Αιγαίου από το μπαλκόνι μιας μονής, ο ξύλινος ήχος του τάλαντου που καλεί για προσευχή, ένα ελάφι, πρόσωπα ενός άλλου αιώνα, ασκητές σε χειρωνακτικές εργασίες, μια κοπιαστική ανάβαση σε μια χιονισμένη πλαγιά. Δεκατρία λεπτά ασπρόμαυρου λυρισμού χωρίς λόγια, μια καταβύθιση σε έναν κόσμο αρχέγονο, μυστηριακό, αποκομμένο και αναλλοίωτο από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Η ταινία «Φῶς ἐκ Φωτός» του Νεριτάν Ζιντζιρία, που έντεκα χρόνια πριν εξέπληξε με τη μικρού μήκους ταινία του «Χαμομήλι», κέρδισε όχι μόνο το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Δράμας αλλά και μια θέση στην καρδιά όλων.
— Θέλεις να μου πεις πώς ξεκίνησε η ιδέα να κάνεις μια ταινία για το Άγιο Όρος;
Ήρθα σε επαφή με την αγιορείτικη φωτογραφία το 2017, κατά τη διάρκεια ενός διερευνητικού ταξιδιού. Είχα πάρει μια ανάθεση από τον γνωστό αρχιτέκτονα Στέλιο Κόη, που είναι γεννημένος στην Ουρανούπολη, του οποίου όλη η εργασία έχει επηρεαστεί από τη μοναστηριακή αρχιτεκτονική. Όταν ετοιμάζαμε ένα βίντεο για να παρουσιάσουμε στο γραφείο του, του είπα ότι ήθελα να επισκεφθώ το Άγιο Όρος για να έχω πλήρη εικόνα του αντικειμένου.
Ήθελα να αποδώσω μια συγκεκριμένη αίσθηση, πέρα από την ωδή στο φιλμ, να μιλήσω για το τι σημαίνει η συνύπαρξη και να γίνεσαι κομμάτι ενός κόσμου. Ότι φτάνεις σε ένα σημείο απόλυτης ταύτισης με τον περιβάλλοντα χώρο.
Μπήκα μαζί με τον συνεργάτη μου στον ήχο, Λέανδρο Ντούνη, για να πάρουμε κάποια ηχοτοπία, με σεβασμό, γιατί δεν επιτρέπεται να φωτογραφίζεις χωρίς άδεια, αλλά είχα στο μυαλό μου τη χερτζοκική αντίληψη, ότι, αν σε πιάσουν, ζητάς συγγνώμη. Μέχρι που την τελευταία μέρα όντως με έπιασαν, αλλά με πολύ ευγενικό τρόπο, και με ρώτησαν τι τραβούσα. Είχα μαζί μου μια αναλογική και μια ψηφιακή κάμερα και τους έδειξα τι είχα τραβήξει. Oι φωτογραφίες άρεσαν και με ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε να δω αυτές που έχει τραβήξει ένας αδελφός μοναχός. Έτσι πρωτοήρθα σε επαφή με αυτές τις φωτογραφίες.
Ο μοναχός που με ρώτησε, ο πατέρας Νήφωνας, ήταν εκείνος που είχε βρει τις φωτογραφικές γυάλινες πλάκες που ο ίδιος φρόντισε να αποκαταστήσει και να τις σαρώσει – σήμερα φυλάσσονται στη Μονή της Σίμωνος Πέτρας. Χάρη σε αυτόν έμαθα τα πάντα για την αγιορείτικη φωτογραφία. Επειδή εν τέλει επικεντρώθηκα στο έργο ενός συγκεκριμένου μοναχού, του ιεροδιάκονου Προκόπιου, είδα την ομορφιά του να είσαι αυτοδίδακτος, του να μαθαίνεις την τέχνη με αυτόν τον τρόπο. Όχι απαραίτητα για να εκφραστείς και να αναγνωριστείς καλλιτεχνικά αλλά για να διαφυλάξεις στο πέρασμα του χρόνου το όνομα και το πρόσωπο των συνασκητών σου, των αδελφών μοναχών.
— Μια στάση ζωής που απέχει πάρα πολύ από τη σύγχρονη εποχή. Αυτό ήταν που σε έκανε να αποφασίσεις να το μεταφέρεις σε φιλμ;
Εκείνο που με κράτησε τα πέντε χρόνια που διήρκεσε το όλο εγχείρημα και με έκανε να ξεκινήσω ήταν ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Προκόπιος δεν είχε δει πολλές φωτογραφίες στη ζωή του, αλλά είχε στην κατοχή του κάμερα. Η φωτογραφία φτάνει στο Άγιο Όρος από Ρώσους εξερευνητές το 1845, οι οποίοι, φεύγοντας, άφησαν πίσω τους εξοπλισμό, ο οποίος όμως είχε πάθει ζημιά. Οι ντόπιοι μοναχοί βρήκαν αυτόν τον εξοπλισμό, τον αποκατέστησαν και ξεκίνησαν αλληλογραφία με την Κωνσταντινούπολη ώστε να μάθουν όλα τα σχετικά με τα χημικά και τη χρήση του.
— Τι γνωρίζεις για τον Προκόπιο;
Ο ιεροδιάκονος Προκόπιος Καρυώτης, κατά κόσμον Παραδείσης Γαγάς, γεννήθηκε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής και μπήκε στις Καρυές περίπου το 1863, σε ηλικία 20 ετών. Το ερώτημα που με απασχολούσε στην περίπτωσή του ήταν τι φωτογραφίζεις αν δεν έχεις δει φωτογραφίες, αλλά έχεις στην κατοχή σου κάμερα.
— Σε ποια εποχή ανήκουν οι φωτογραφίες που παρουσιάζεις;
Η έντονη σειριακή φωτογραφική δράση ξεκινάει γύρω στο 1910. Η φωτογραφία αποτελούσε για εκείνον ένα κομμάτι της διακονίας του, ήταν όπως η ψαλτική και η αγιογραφία.
— Αποκλείεται να είδε φωτογραφίες σε κάποιο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη;
Μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν εύκολες οι μετακινήσεις, όπως σήμερα. Πιθανολογώ ότι δεν είχε έρθει σε επαφή με φωτογραφίες παρά μόνο μέσω αλληλογραφίας. Προσωπικά, για να ξεκινήσω ένα εγχείρημα, πρέπει να με διεγείρει και να ερεθίσει ορισμένα νευραλγικά σημεία. Αυτή ήταν, λοιπόν, η αφετηρία μου, μια αναζήτηση ενός πρώτου βλέμματος.
— Βλέπουμε και κινηματογραφημένα στιγμιότυπα. Από πού προέρχονται;
Αυτά είναι δικά μου, γυρισμένα ειδικά για την ταινία, αλλά και αρχειακό υλικό από το 1933 που μου εμπιστεύτηκε η Γερμανική Ταινιοθήκη. Αυτό προέκυψε από έρευνά μου για την κινούμενη εικόνα του ιεροδιακόνου Προκόπιου. Πέθανε το 1932 και έψαχνα οτιδήποτε μπορούσε να βρεθεί, έτσι εντόπισα κάποια σημεία στα αρχεία τους τα οποία λειτούργησαν σαν μαγιά για το υπόλοιπο υλικό.
— Μας αποκαλύπτεται ένας κόσμος παράλληλος με τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές διαστάσεις της περιόδου πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρατηρούμε πρόσωπα μιας άλλης εποχής.
Με τον μοντέρ μου, Γιώργο Αλεξίου, είχαμε τη διάθεση οι φωτογραφίες να κινούνται ακόμα πιο γρήγορα ώστε να φτάσουμε στο σημείο να υπάρχει η αίσθηση της ανωνυμίας, ότι όλοι είμαστε ένα, δηλαδή ότι δεν έχει σημασία ποιος αλλά το εκτόπισμά του. Ξεκίνησα εντελώς διαισθητικά, καθώς, έχοντας προέλθει από τη μυθοπλασία, δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ αυτόν τον κόσμο. Ήθελα να αποδώσω μια συγκεκριμένη αίσθηση, πέρα από την ωδή στο φιλμ, να μιλήσω για το τι σημαίνει η συνύπαρξη και να γίνεσαι κομμάτι ενός κόσμου. Ότι φτάνεις σε ένα σημείο απόλυτης ταύτισης με τον περιβάλλοντα χώρο.
— Το θεωρείς ντοκιμαντέρ ή μια πιο προσωπική κατάθεση;
Ουσιαστικά, είναι ένα κινηματογραφικό δοκίμιο, υβρίδιο μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Εμπεριέχει σεκάνς που γυρίστηκαν εκτός Άγιου Όρους, την ανάβαση των μοναχών, που γυρίστηκαν εν μέσω πανδημίας και ήταν μια δύσκολη εμπειρία. Ήταν μια πλήρης παραγωγή με ηθοποιούς και κοστούμια.
— Τι κοινό στοιχείο θα έλεγες ότι έχει με τις προηγούμενες ταινίες σου;
Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους που βρίσκονται σε καταστάσεις οι οποίες ορίζουν απόλυτα τη ζωή τους. Μου αρέσει να ρίχνω το βλέμμα μου σε αυτό που κάποιοι χαρακτηρίζουν περιθώριο, στα όρια της κοινωνικής πραγματικότητας. Η συγκεκριμένη ταινία μπορεί να μην έχει απόλυτη σχέση, αλλά ουσιαστικά έχει να κάνει με τον χρόνο και τις φιγούρες. Στο Άγιο Όρος έχει τρομερό ενδιαφέρον το ότι ο χρόνος σε εμποτίζει τελικά και έτσι γίνεσαι ο χρονικογράφος της ανθρώπινης εξέλιξης, το όργανο που καταγράφει ό,τι συμβαίνει. Εμένα με συγκίνησε το ότι με βοήθησε να πάψω να είμαι ο δημιουργός που ήμουν μέχρι τότε. Είχα στη διάθεσή μου επτά ώρες φιλμ. Μου πήρε πέντε χρόνια να το ολοκληρώσω, δεν είναι δυνατό να ασχοληθείς με κάτι που διέπεται από τον χρόνο και να μην αφήσεις τον χρόνο να σε διαπεράσει.
— Από πόσες φωτογραφίες είχες να επιλέξεις;
Το αρχείο περιέχει 3.000 φωτογραφίες και κράτησα εν τέλει 73. Η τελική επιλογή έγινε με τη βοήθεια του πατρός Νήφωνα. Πρέπει να πω ότι έχουν βγάλει βιβλία, έχουν γίνει εκθέσεις, όπως αυτή πρόσφατα στον Έβρο και λίγο παλιότερα στη Φινλανδία. Είναι γνωστή και η αγιορείτικη φωτογραφία, όπως και ο ιεροδιάκονος Προκόπιος.
— Οπότε δεν ήταν κρυφό υλικό.
Δεν έχει να κάνει με το αν κάτι είναι κρυφό αλλά με το πώς εγώ συναντήθηκα με αυτό. Είναι η σύζευξη με έναν άνθρωπο και ένα βλέμμα. Σχετίζεται με τη συνύπαρξη, είναι μια υπόθεση ουμανιστική. Στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, όπου έκανε πρεμιέρα, με πλησίαζαν Ασιάτες, που έχουν εντελώς άλλες θρησκευτικές καταβολές, αλλά τους μίλησε η ταινία, το οντολογικό ζήτημα της ύπαρξης. Οπότε, από ένα σημείο και μετά, σημασία έχει πώς βλέπει εσένα η ταινία και πώς ανταποκρίνεσαι εσύ οργανικά σε κάτι τέτοιο. Εμένα μου συνέβη, ενώ δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση «αρχείο». Ένας φίλος χαρακτήρισε την ταινία ως «αρχαιολογία του βλέμματος», κάτι που βρήκα πολύ κολακευτικό. Το αρχείο, όταν αναμετρηθεί με τον χρόνο, αποκτάει μια άλλη ταυτότητα, γίνεται αφήγημα.
Τρέιλερ του ντοκιμαντέρ