ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μια larger than life προσωπικότητα, επιδραστική για την πολιτική, την κοινωνική, την τηλεοπτική και την αθλητική ζωή της γειτονικής χώρας όσο λίγες, που ξεπέρασε τα σύνορά της, έγινε γνωστή στα πέρατα του δυτικού κόσμου και, παρά τις μεσογειακές ιδιαιτερότητες, ίσως να αποτέλεσε μια διαφωτιστική (μα διόλου πεφωτισμένη) προσωποποιημένη εκδοχή του. Περισσότερα για τον βίο και την πολιτεία του μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο του Νίκου Ευσταθίου που δημοσιεύτηκε χθες στη LiFO.
Στο σινεμά, αν θέλετε να λάβετε μια έμπρακτη (και πληρέστατη) εικόνα των στοιχείων που απαρτίζουν τον «μπερλουσκονισμό», μπορείτε να στραφείτε σε μια ταινία του Πάολο Σορεντίνο που, δυστυχώς, πέρασε και δεν ακούμπησε πριν από μερικά χρόνια, το «Loro» (2018).
Ο Ιταλός δημιουργός έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη στη sui generis κινηματογραφική βιογραφία μιας άλλης διαβόητης φιγούρας της ιταλικής Δεξιάς, του Τζούλιο Αντρεότι. Αν το «Il Divo» ακροβατούσε μεταξύ μαύρης κωμωδίας, γκανγκστερικού δράματος και συνωμοσιολογικού θρίλερ, πάντα φιλτραρισμένο με το γνώριμο σορεντινικό στυλιζάρισμα, ήταν γιατί ο Αντρεότι κινούσε τα νήματα στο παρασκήνιο και η λαβυρινθώδης αφήγηση του σκηνοθέτη ακολουθούσε τον μίτο της διαφθοράς.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν διαφορετικός. Στην περίπτωσή του οι φωτογραφικές διατάξεις, η υπέρμετρη ασυδοσία και η εκτεταμένη διαφθορά βρίσκονταν πάντα στο φως, με τον ιταλικό λαό όχι απλά να συγχωρεί, αλλά να επικροτεί τον μπερλουσκονικό τρόπο.
Στα πρώτα σαράντα λεπτά της ταινίας έχουμε δει τον Μπερλουσκόνι μόνο ως τατουάζ στη μέση μιας επίδοξης ηθοποιού με την οποία κάνει σεξ ο Σέρτζιο, ένας οπορτουνιστής που υποδύεται ο Ρικάρντο Σκαμάρτσιο. Κι όμως, όλοι μιλούν για τον Kαβαλιέρε, είναι πανταχού παρών.
Σε «εκείνους» άλλωστε αναφέρεται ο τίτλος –loro σημαίνει εκείνοι στα ιταλικά– κι αυτό γίνεται σαφές από τη συμβολική, σαρκαστική και ξεκαρδιστική εισαγωγική σκηνή, με το πρόβατο που εισέρχεται όλο περιέργεια στο πολυτελές «μαντρί».
Στα πρώτα σαράντα λεπτά της ταινίας έχουμε δει τον Μπερλουσκόνι μόνο ως τατουάζ στη μέση μιας επίδοξης ηθοποιού με την οποία κάνει σεξ ο Σέρτζιο, ένας οπορτουνιστής που υποδύεται ο Ρικάρντο Σκαμάρτσιο. Κι όμως, όλοι μιλούν για τον Kαβαλιέρε, είναι πανταχού παρών: στο σχέδιο του Σέρτζιο να τον προσεγγίσει και να γίνει μέρος του αφανούς «επιτελείου» του νοικιάζοντας μια βίλα δίπλα στη δική του στη Σαρδηνία και στήνοντας ατελείωτα πάρτι με μοντέλα και συνοδούς πολυτελείας, στην ασυδοσία, στην απενοχοποίηση του σεξισμού, στον ηδονισμό της υπερκατανάλωσης, στους εκβιασμούς, στην παράλληλη (και παράνομη) ανταλλακτική «οικονομία» και, φυσικά, στην παροξυσμική αισθητική του Σορεντίνο – θα επανέλθουμε επί του θέματος.
Στην πραγματικότητα ο Σέρτζιο, όπως και οι περισσότεροι στο φιλμ, θέλουν απλά να πάρουν ένα κομμάτι από τον Μπερλουσκόνι, ιδανικά θέλουν να γίνουν αυτός κι εκεί είναι που η ταινία προτάσσει τις ευρωπαϊκές καταβολές της έναντι αντίστοιχων αμερικανικών (και αμερικανιζουσών) βιογραφιών αρνητικών προσωπικοτήτων. Παρακολουθείς π.χ. το «Vice» και βλέπεις ένα αυστηρά προσωποποιημένο Kακό, τελειώνει η ταινία και πιστεύεις ότι ο Ντικ Τσέινι κάλλιστα μπορεί να έχει υπάρξει υπεύθυνος από τη σταύρωση του Ιησού μέχρι την έξαρση του κορωνοϊού. Για τον Άνταμ Μακέι ο Αμερικανός αντιπρόεδρος είναι η βασική (και μοναδική) πηγή όλων των δεινών που υπέστη ο πλανήτης. Αντίθετα, στον Σορεντίνο θα δεις τη συνυπευθυνότητα στα πρόσωπα των συνεργατών του Iταλού πρωθυπουργού, αλλά και όλων όσων κυνήγησαν το μπερλουσκονικό όνειρο και του επέτρεψαν να τους το πουλήσει.
«Είμαστε πωλητές, αντικείμενό μας είναι να πείσουμε τους άλλους για την ηθική των ονείρων μας και δεν θα σηκωθούμε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέχρι το όνειρό μας να γίνει και δικό τους», ακούγεται να λέει στον Μπερλουσκόνι ο Ένιο Ντόρις, δισεκατομμυριούχος και συνέταιρός του σε έναν ασφαλιστικό κολοσσό – ο Τόνι Σερβίλο τους υποδύεται αμφότερους, σε έναν από τους άπειρους συμβολισμούς του φιλμ.
Στο πρόσωπο αυτού του κοντού τσιρκολάνου που ενίοτε φορούσε παπούτσια με πάτους για να δείχνει ψηλότερος, που μιλούσε τη γλώσσα του «απλού κόσμου» και τα «έλεγε έξω από τα δόντια», ο μέσος Ιταλός ψηφοφόρος έβλεπε όχι τον εκφραστή του, αλλά την ενσάρκωση των φαντασιώσεων του. «Αν αυτό το ανασφαλές ανθρωπάκι μπορεί να γίνει ο ισχυρότερος άνθρωπος στη χώρα, τότε μπορώ κι εγώ», ήταν η σκέψη του.
Και ο Μπερλουσκόνι, ως μέγιστος λαοπλάνος και άριστος πωλητής, πωλούσε το παραμύθι της ευκαιρίας, με έναν ελκυστικό, πειστικό τρόπο που το μεταγενέστερο αμερικανικό κακέκτυπό του –ο Τραμπ– ουδέποτε κατάφερε, διασφαλίζοντας μια στο τόσο παροχές και ελαφρύνσεις προς αδικημένες ομάδες, μα, κατά βάση, εξυπηρετώντας αποκλειστικά τον εαυτό του. «Ο αλτρουισμός είναι ο καλύτερος τρόπος για να είσαι εγωιστής», ακούγεται δις μέσα στην ταινία.
Δεν διαχειρίζεται πάντα με λεπτότητα όσα έχει να καταθέσει για το πολιτικό γίγνεσθαι ο Σορεντίνο, επεξηγεί πολλά από αυτά που (έτσι κι αλλιώς) βλέπουμε στην οθόνη με ατάκες σαν τις παραπάνω, ο αντίλογος λέει ότι χωρίς αυτές δεν θα υπήρχε ταινία, παρά μόνο μια επίδειξη του παραληρηματικού σορεντινικού στιλ.
Κι όμως, η αισθητική του Ιταλού δημιουργού, που κάποιοι βρίσκουν αυτάρεσκη, επιφανειακή, ακόμα και απωθητική, είναι η ιδανική για τον συγκεκριμένο βιογραφούμενο, ο οποίος έφερε επακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά. Και με αρωγό την ισορροπημένη, σύνθετη ερμηνεία του Σερβίλο, που αποφεύγει τον σκόπελο της καρικατούρας –δύσκολο εγχείρημα, όταν υποδύεσαι μια τέτοια προσωπικότητα– το «Loro» παρουσιάζει τον Μπερλουσκόνι όχι ως έναν αυτοδημιούργητο ημίθεο, όπως ήθελε να βλέπει τον εαυτό του ακόμα και στα χρόνια της πτώσης, αλλά ως μια κατασκευή στην οποία, πέρα από τον ναρκισσισμό και την απληστία του ίδιου, συνέβαλε και η «σφετεριστική» διάθεση των υποστηρικτών του, σε μια ανίερη πλην πλήρως αποδεκτή συμφωνία και μια αμφοτεροβαρή πλην, επί της ουσίας, ανισοβαρή σχέση.
Ένα χαμογελαστό αρπακτικό φτιαγμένο από «Εκείνους» που θα ήθελαν να είναι Εκείνος.
Loro - Official Trailer