Αμφιβάλλω αν υπάρχουν πολλοί που πήγαιναν συχνά στον κινηματογράφο τη δεκαετία του 70 ή στις αρχές του 80 (τότε που πήγαιναν πολύ περισσότεροι σε σχέση με σήμερα) και δεν βρέθηκαν ποτέ σε μια προβολή ταινίας των Μπαντ Σπένσερ και Τέρενς Χιλ. Το δίδυμο που έδερνε ασταμάτητα, έσπαγε πλάκα και είχε μια ξεχωριστή ηθική και καλοσύνη, επηρεάστηκε από το slapstick κάνοντας τη βία των ταινιών του να ρέπει τόσο πολύ προς το κωμικό ώστε καταντούσε πραγματικά απενοχοποιημένη, μια λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην εποχή μας σε πολύ μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές με αποκαρδιωτικά λιγότερο χιούμορ πάνω στη δράση τους.
Παρότι πρόγονοι ενός τόσο δημοφιλούς είδους σήμερα, αλλά και περήφανοι συνεχιστές της κωμωδίας που έχει τις ρίζες της στο βωβό σινεμά, οι Σπένσερ και Χιλ και οι ταινίες τους αντιμετωπίζονται ως μια κακή συνήθεια του παρελθόντος, ως κάτι για το οποίο το σημερινό κοινό πιθανά θα αποκαλούσε «ταινίες για κατέβασμα» χωρίς να μπορεί να διανοηθεί ότι θα πλήρωνε κιόλας για να τις δει. Κι όμως πλήρωσαν πολλοί, και το καταχάρηκαν, και όσοι δεν είχαν προλάβει ηλικιακά να πληρώσουν τα σινεμά το έκαναν αργότερα στις βιντεοκασέτες όπου κι εκεί το δίδυμο (αλλά και μεμονωμένες ταινίες του Σπένσερ) είχε την τιμητική του, ενώ υπήρξε και μια τρίτη, χρονικά, καριέρα, καθώς αρκετές ταινίες παίχτηκαν στην ιδιωτική τηλεόραση τη δεκαετία του 90.
Ο Μπαντ Σπένσερ, πριν γίνει ο άρχοντας αυτών των αναρχικών κωμικών buddy movies, είχε καταρχήν άλλο όνομα. Γεννήθηκε στη Νάπολη το 1929 ως Κάρλο Πεντερσόλι και έκανε πολλά σημαντικά πράγματα πριν καταλήξει στον κινηματογράφο. Ήταν πρωταθλητής στα 100 μέτρα ελεύθερο στην κολύμβηση και συμμετείχε με τα χρώματα της Ιταλίας σε 2 Ολυμπιακούς Αγώνες (1952, 1956), πέρασε για λίγο με επιτυχία από το πόλο ενώ τελείωσε τη νομική, κάνοντας επιπλέον σπουδές και στις ΗΠΑ. Ήθελε όμως να παίξει στο σινεμά, οι αμερικανοί γυρνούσαν ήδη κάποιες μεγάλες παραγωγές στην Ιταλία, στην αυγή της καταξίωσης της ταινίας-χλαμύδας, ο ίδιος πήρε έναν από τους πρώτους μικρούς ρόλους του στο Κβο Βάντις του 1951. Παράλληλα έγραψε τραγούδια για τραγουδιστές της χώρας του, εργάστηκε για λίγο και στη RAI και συνέχισε να παίρνει μικρούς ρόλους, ένας από αυτούς και στον Αννίβα του 1959, όπου επίσης μικρό ρόλο παίρνει ένας νεαρός με το όνομα Μάριο Γκιρότα. Οι δυο τους ξαναβρίσκονται, πρωταγωνιστές αυτή τη φορά, στο γουέστερν του 1967, Ο Θεός συγχωρεί, εγώ όχι, μάλλον από τύχη, κάτι που συνήθως συνέβαινε σε όλα τα σπουδαία κωμικά δίδυμα του σινεμά, και η χημεία ήταν σωστή και άμεση. Για να ξεπεράσουν τα ιταλικά όρια, οι 2 ηθοποιοί αλλάζουν τα ονόματά τους, και ο Σπένσερ θυμάται τον αγαπημένο του ηθοποιό, Σπένσερ Τρέισι, όταν έρχεται η στιγμή να αποφασίσει.
Οι περίπου 20 ταινίες που έκαναν μαζί μέχρι τη δεκαετία του 80, είναι μια γλυκιά ανάμνηση τουλάχιστον μιας γενιάς. Το επίκεντρό τους ήταν αυτό που γενικευμένα θα αποκαλείτο «ξύλο», που υπήρχε όμως σε αφθονία γιατί πάνω απ' όλα επανέφερε την ηθική τάξη. Πάνω σε αυτή την έννοια, η εγχώρια διανομή οργίασε. Δυο Τρινιτά, Δέρνουμε Ξανά (1971), Έλα να Φας το Ξύλο της Χρονιάς (1972), Θα σας Αλλάξω τα Φώτα στο Ξύλο (1973), Ελάτε να σας Δείρουμε (1977), Με τη Γροθιά μου Βλέπεις Άστρα (1978), Θα Σας Κάνω Σκόνη στο Ξύλο (1982), είναι μερικοί από τους τίτλους των ταινιών τους όπως προβλήθηκαν αλλά και έγιναν διάσημες εδώ, συνήθως εντελώς άσχετοι και με τον αυθεντικό ιταλικό και με τον μετριασμένο διεθνή, για ένα διψασμένο κοινό που διασκέδαζε με τη ψυχή του. Ο Σπένσερ ανακατεύτηκε και στο σενάριο αρκετών ταινιών του, έφτιαξε μια πολύ δυνατή, επαγγελματική και προσωπική σχέση με τον Τέρενς Χιλ (όπως μετονομάστηκε ο Γκαρότι), έπαιζαν ανελλιπώς μαζί ως το 1985 και ξανάπαιξαν για μια και τελευταία φορά στους Σαματατζήδες το 1994, όταν πλέον είχε περάσει η μπογιά τους.
Ο Σπένσερ άρχισε να εμφανίζεται όλο και λιγότερο συχνά σε φιλμ ενώ δε τον είδαμε ποτέ και σε κάποιο μεταμοντέρνο ρόλο, να παίζει ουσιαστικά τον εαυτό του σε αταίριαστο φιλμ αταίριαστου σκηνοθέτη, κάτι που ουκ ολίγοι action ηθοποιοί δοκίμασαν στη δύση της καριέρας τους. Μπλέχτηκε λίγο με την πολιτική και έζησε αθόρυβα μέχρι που πέθανε εξίσου αθόρυβα χθες στα 87 του, είδηση που υπενθύμισε το ευγενές και διόλου βίαιο προσωπείο του σε ένα κοινό - κυρίως 40something - που πέρασε πολύ περισσότερες ώρες σε κινηματογραφική αίθουσα εξαιτίας του και οφείλει (και) σε αυτόν ένα κομμάτι από την όποια σινεφιλία του.