ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΤΟΥ 1971. Η Πολίν Καέλ είναι έξαλλη –ή παριστάνει την απαυδισμένη ποιητική αδεία– με τις νέες κυκλοφορίες εκείνης της εβδομάδας. Δεν βρίσκει ούτε μία της προκοπής για να ασχοληθεί. Αισθάνεται πως τίτλοι όπως Ένα κορίτσι στη σούπα μου ή Λατρεύω τη γυναίκα μου σχεδιάστηκαν για να τη ληστέψουν χωρίς άλλοθι. Αντί της συνηθισμένης της κριτικής, στην πολυαναμενόμενη στήλη της στο «New Yorker», η βρυχώμενη μικροσκοπική κυρία με τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιστορία της αμερικανικής κινηματογραφικής θεωρίας δεν καταδέχεται να χύσει σταγόνα μελάνι για κανένα από τα προσφερόμενα φιλμ. Αν και στην ανάπτυξη του άρθρου παραδέχεται πως εύλογα υπήρχαν εξίσου άνυδρες εβδομάδες και στο παρελθόν, σε περασμένα χρόνια και προηγούμενες δεκαετίες, βαφτίζει την εκτενή ανάλυσή της «Notes on Heart and Mind» και σνομπάρει την παιδαριώδη τηλεοπτική και ραδιοφωνική κριτική, απορρίπτοντας τους ατακαδόρους νεόφυτους ως αστοιχείωτους και ουσιαστικά αμόρφωτα παπαγαλάκια προσωπικής, αβάσιμης άποψης, τύπου «μου αρέσει, δεν μου αρέσει», που συχνά πέφτουν (θανάσιμο αμάρτημα) στο επίπεδο των κακών ταινιών με αντίστοιχα χαμηλής ποιότητας σχολιασμό. Προφητικό, αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτό το point της.
Τα Όσκαρ δεν τον υπολόγισαν ποτέ, και το ανώτερο βραβείο που έλαβε ποτέ ήταν από τους κριτικούς του Σικάγο. Σε κάποια φάση, πιστεύαμε πως ο Κίλμερ θα κατάφερνε το break, αλλά το συγκεχυμένο Willow δεν του έδωσε εμπορική πίστωση, και κυρίως ούτε ο «Άγιος» τον ξεκόλλησε από την ολισθηρότητα της φωτογενούς υπόσχεσης.
Στο στόχαστρό της βρίσκονταν οι εταιρείες διανομής και πιο συγκεκριμένα τα μεγάλα στούντιο, που έντεχνα δημιουργούσαν φερέφωνα για την άκριτη διαφήμιση της πραμάτειας τους, ενώ η δουλειά των συναδέλφων της όφειλε να είναι η τεκμηριωμένη ενθάρρυνση των δημιουργών που χρειάζονταν ένα σπρώξιμο, των ανεξάρτητων ταινιών που είχαν αληθινή ανάγκη τη λογοτεχνική πνοή, το νοιάξιμο του ειδικευμένου θεατή για το word of mouth. Στο δαιδαλώδες, εξαιρετικό άρθρο της, που επανέφερε στην επικαιρότητα ο πιστός επίγονός της, Ρίτσαρντ Μπρόουντι, διέκρινε μια επικίνδυνη στροφή προς τον συναισθηματισμό, την ενοχή που φύτευαν οι παραγωγοί σε όσους υποτίθεται πως αντιμετώπιζαν με κυνισμό και επιχειρηματολογική ψυχρότητα τις ταινίες για τον λαό, το Airport, ας πούμε, που ήταν το ακριβό θέαμα της περιόδου, και δεν είχαν τη γενναιότητα να λυγίσουν μπροστά στο μελό, αντί να ψάχνουν ψόγους στα άχυρα της all star υπερπαραγωγής – το κλισέ των ανηδονικών γραφιάδων κόντρα στα πλήθη που απορούν και θίγονται με τις αντίθετες γνώμες. Σε μια περίοδο που ρέουν ασταμάτητα reels με παιδάκια, ζωάκια, φαγάκια και ποτάκια στο σιντριβάνι των social, και τα βλέμματα στρέφονται προς τα τηλεοπτικά events-φαινόμενα που προκαλούν συζητήσεις κοινωνικές («Adolescence») ή πιπεράτες («Dying for Sex»), μια μακροσκελής ανάλυση ή η προτροπή προς μια απαιτητική ταινία φαντάζει ενοχλητική παρεμβολή.

Στις κινηματογραφικά δύστροπες εβδομάδες που διανύουμε (και τις έχουμε προφανώς ξαναπεράσει, τα εισιτήρια δεν είναι θεαματικά χειρότερα από άλλες ισχνές σεζόν), με τις πάρα πολλές κυκλοφορίες, τις ελάχιστες ως καθόλου καλές ταινίες και τη γενική αδιαφορία του κοινού, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η έκκληση της καρδιάς έναντι της κριτικής σκέψης επανέρχεται. Εμείς εξακολουθούμε να καλύπτουμε τις νέες προβολές, συχνά σαν αδύναμοι ψιθυριστές του box office, αλλά την τελευταία εβδομάδα περιρρέει ένας άλλου τύπου συναισθηματισμός, με τη μορφή της νοσταλγίας και της εξιδανίκευσης. Τα κριτήρια της άρνησης των γυρισμάτων του Bugonia στην Ακρόπολη δεν θα μπορούσαν να είναι πραγματικά αντικειμενικά, αφού η τοποθεσία δεν έχει αποκλειστεί οριστικά και αμετάκλητα διά νόμου, και τα παράθυρα της εκάστοτε έγκρισης είναι, εκτός της πολιτιστικής πολιτικής, θέμα γούστου και βασικά θυμικού: δεν είναι σωστό, δεν φαίνεται ωραίο, δεν κάνει να μολυνθεί ο Παρθενώνας με θέματα και εικόνες που δεν συνάδουν με τον ειδικό συμβολισμό του, σύμφωνα με το σκεπτικό. Ένα αρχαίο μνημείο κινδυνεύει να παλιώσει αν δεν κυκλοφορήσει με νέες ιδέες και δεν ζυμωθεί με καλλιτεχνικό όραμα. Η ουσιαστική απειλή για τον Παρθενώνα δεν είναι μια μαύρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας, αλλά η ακινησία του σε ένα διακοσμητικό, αποκλειστικά τουριστικό κάδρο. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, συνεπώς κερδισμένοι βγαίνουν οι νοσταλγοί και οι αισθηματίες – μια αδρανής selfie με φόντο τους κίονες.

Η πρόσφατη απώλεια του Βαλ Κίλμερ κατέκλυσε τα social και τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης σαν λυπητερό, ζεστό κύμα επαναφοράς των ’80s και των ’90s. Ο σμιλεμένων χαρακτηριστικών jeune premier διέθετε αναμφισβήτητο star potential όταν ξεκίνησε με το Άκρως Τρελό κι Απόρρητο, κατάλαβε ακριβώς πώς και με πόση μαγνητική αντιπάθεια έπρεπε να ορθώσει το αυθάδες ανάστημα του Iceman απέναντι στον σαρωτικό Πιτ Μίτσελ στο Top Gun, και χάθηκε στο μυστήριο του Τζιμ Μόρισον στους Doors του Όλιβερ Στόουν, δεκαετίες πριν εξαφανιστεί με παρόμοια μεθοδολογία ο Τιμοτέ Σαλαμέ στον γρίφο του Μπομπ Ντίλαν. Ωστόσο, τα Όσκαρ δεν τον υπολόγισαν ποτέ, και το ανώτερο βραβείο που έλαβε ποτέ ήταν από τους κριτικούς του Σικάγο. Σε κάποια φάση, πιστεύαμε πως ο Κίλμερ θα κατάφερνε το break, αλλά το συγκεχυμένο Willow δεν του έδωσε εμπορική πίστωση, και κυρίως ούτε ο «Άγιος» τον ξεκόλλησε από την ολισθηρότητα της φωτογενούς υπόσχεσης: η εκκωφαντική αποτυχία της μεταφοράς της διάσημης σειράς, άστοχη και άκομψη, ήταν η ρωγμή από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Το Batman Forever επιβεβαίωσε την ασταθή, επιθετική επαγγελματική συμπεριφορά που είχαν ήδη επισημάνει ο Τζον Φρανκενχάιμερ, ο Μάρλον Μπράντο, ο Τομ Σάιζμορ και ο Μάικλ Μπιν από πρότερες έριδες στα πλατό.
Ο Τζόελ Σουμάχερ μου είχε πει σε μεταγενέστερη συνέντευξη πως τον είχε πιάσει από τον λαιμό και τον απείλησε γιατί νόμιζε πως ο σκηνοθέτης τον σαμποτάριζε: «Ο άνθρωπος δεν ήταν καλά, φοβήθηκα για τη ζωή μου. Μας χώρισαν, αλλά ειλικρινά τον λυπάμαι, χρειάζεται βοήθεια», μου είχε πει τότε ο Σουμάχερ, που τον αντικατέστησε στο επόμενο επεισόδιο με τον Τζορτζ Κλούνι, και το franchise παύθηκε άτακτα, πριν το διασώσει ο Κρίστοφερ Νόλαν. Πριν αρρωστήσει, κάτι που ως πιστός Christian Scientist αρνήθηκε να παραδεχθεί, ο Κίλμερ προσπάθησε να επανέλθει, αλλά στην κρισιμότερη απόπειρα, το Kiss Kiss Bang Bang, ο ευνοούμενος στην παρτίδα των αουτσάιντερ πρωταγωνιστών στάθηκε ο Ρόμπερτ Ντάουνι και όχι ο Κίλμερ – τον είχα συναντήσει τότε στις Κάννες, μου φάνηκε «στημένος» και επιφυλακτικός, και στην έξοδο ο ατζέντης του μου έδωσε μια κάρτα, ενημερώνοντάς με πως ο Βαλ κάνει θέατρο αξιώσεων στο Λος Άντζελες και αν χρειάζομαι πληροφορίες «νιώσε ελεύθερος να με ενοχλήσεις anytime»! Άβολο. Από τότε τον χάσαμε, και τον απαντήσαμε ξανά, με περίτεχνη και περισσή νοσταλγία, στη σύντομη, αναδρομική του υποσημείωση στο Top Gun Maverick. Ήταν μια ταιριαστή αυλαία, από συνεργάτες που του φέρθηκαν σωστά κι ωραία.

Ο αποχαιρετισμός από τους συναδέλφους και τους σκηνοθέτες του ήταν συγκινητικός. Η Σερ συνόψισε, αποκαλώντας τον υπέροχο και pain in the ass. Κανείς δεν ανέσυρε τις διαβόητες εκρήξεις του και την ευρέως γνωστή αγένειά του σε πολλά γυρίσματα, όταν επέμενε να «κατοικεί» τον χαρακτήρα που υποδυόταν με μεθόδους σίγουρα λιγότερο χαριτωμένες από τις αντίστοιχες του Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Ο συμπονετικός συναισθηματισμός που λέγαμε πρυτάνευσε της αμφιβολίας. Ο Τομ Κρουζ εξέπληξε με μια εμφάνιση στο CinemaCon, από εκείνες που δεν συνηθίζει, για να δώσει μια πρόγευση από τις Επικίνδυνες Αποστολές που κάνουν την παγκόσμια πρεμιέρα τους στο επερχόμενο Φεστιβάλ Καννών, αλλά κυρίως για να αποτίσει φόρο τιμής στον φίλο του από τα παλιά. Αν το καλοσκεφτούμε, η καριέρα που δεν είχε ο Βαλ Κίλμερ μοιάζει με εφιαλτική αντανάκλαση αυτής του Κρουζ, σαν την επίσκεψη των φαντασμάτων του Σκρουτζ. Ο Κίλμερ είχε, θεωρητικά τουλάχιστον, τα προσόντα να κάνει τις ίδιες και –ποιος ξέρει– ίσως και καλύτερες ταινίες με τον περίπου συνομήλικό του, να παίξει σε εμπορικότατες περιπέτειες και εναλλακτικότερες Μανόλιες, αλλά ένας συνδυασμός χαρακτήρα και χειρισμού, τύχης και επιλογών και, ειλικρινά, λιγότερου ταλέντου, κάτι που ελάχιστοι σχολίασαν, έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Η μοίρα και η προσωπικότητα. Οι δυο προδιαγραφές που χωρίζουν δραματικά δυο κολλητά μονοπάτια. Η καριέρα του Βαλ Κίλμερ είναι ο σπασμένος καθρέφτης του Τομ Κρουζ, ένα «what if» μπεργκμανικών διαστάσεων. Ο επικήδειος του πρωταγωνιστή του Top Gun, σίγουρα εγκάρδιος, ξορκίζει και την κατάρα πίσω από την ευχή. Κάθε κουβέντα από εμάς τους υπόλοιπους, πέραν του αισθήματος, περιττή. Το feeling είναι η νέα pop που η Πολίν Καέλ έτρεμε ότι θα πάρει τη θέση της αναγκαίας κριτικής σκέψης. Και η απώλεια ενός σταρ παραμένει το κορυφαίο, αφροδισιακό clickbait: σχεδόν όλα συγχωρούνται, και το ειδικό βάρος πολύ συχνά ισοπεδώνεται.