Είναι δύσκολο να εξηγηθεί σε νεότερους θεατές η προσμονή για το «Phantom Menace», την επιστροφή του «Πολέμου των Άστρων», στα τέλη του περασμένου αιώνα, με θεατές να κατασκηνώνουν κυριολεκτικά έξω από τα σινεμά νύχτες πριν από την πρεμιέρα. Οι ανάμεικτες εντυπώσεις που άφησε η ταινία, σε συνδυασμό με μια κατά γενική ομολογία κακόφωνη δεύτερη αλλά και με την επέλαση αντίστοιχων origin stories και αναβιώσεων μετέτρεψαν το κλείσιμο της νέας τριλογίας από ανεπανάληπτο event σε αναγκαίο κακό για αρκετούς θεατές εκεί έξω.
Αν μας ρωτάτε, το πρόβλημα ήταν ότι ο Λούκας είχε αφήσει επί δεκαετίες την εξάσκηση της σκηνοθετικής του τέχνης για τον μακρινό γαλαξία της «παραγωγικής» σταδιοδρομίας –όχι τυχαία, άλλος άνθρωπος υπογράφει τα «H Αυτοκρατορία Α ντεπιτίθεται» και «Επιστροφή των Τζεντάι»– με αποτέλεσμα οι νέες αυτές ταινίες να εστιάζουν περισσότερο στην ανάδειξη της έκτασης της παραγωγής και σε μια επίδειξη των εξελίξεων της ιδιόκτητης Industrial Lights & Magic στον τομέα των οπτικών εφέ και λιγότερο στην πλανοθεσία, στην εξ αυτής εννοούμενη (και ανακύπτουσα) εικονογραφία και στην περάτωση ενός συγκροτημένου (σαπουν)οπερατικού οράματος που κατέστησε την πρωτότυπη τριλογία σημείο αναφοράς για το σινεμά του φανταστικού και για την κουλτούρα των φαν.
Στο μεταξύ, μεσολάβησαν χρόνια, οι φαν μεγάλωσαν, η αλλαγή ιδιοκτησίας και η εκ νέου αναβίωση του «Πολέμου των Άστρων» έπεσαν πάνω στην ακμή των culture wars και, ξαφνικά, υπήρξε μια επανεκτίμηση του εγχειρήματος του Λούκας, έστω κι αν πήγαζε κυρίως από την ανάγκη των τριαντάρηδων να επιστρέψουν σε καλύτερες μέρες, έχοντας στο μεταξύ να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό μεγαλύτερο από τον «καταστροφέα των ονείρων Τζορτζ Λούκας»: την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία σε μια περίοδο γενικευμένης οικονομικής κρίσης.
Στην πραγματικότητα, ούτε η νεότερη ντισνεϊκή τριλογία είναι ακριβώς σκουπίδι ούτε η προγενέστερη του Λούκας είναι παρεξηγημένο αριστούργημα. Απλώς, η δεύτερη επιχειρούσε να χαράξει μια δική της πορεία αντί να πατήσει σε γνώριμα αφηγηματικά beats, αποτελώντας άτυπο ριμέικ της πρώτης θρυλικής ταινίας, όπως το «Force Awakens», κι αυτό δεν μπορεί παρά να εκτιμηθεί.
Η «Εκδίκηση των Σιθ» ξεχωρίζει από τα τρία κεφάλαια καθώς φέρει κάτι από τον συνδυασμό ειδικού και γενικού δράματος του η «Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», λίγη από τη «σκοτεινιά» των φωτεινών εξαιρέσεων της άοσμης και άγευστης εκμετάλλευσης του franchise στις μέρες μας και μερικές από τις ωραιότερες παρτιτούρες του Τζον Γουίλιαμς εντός του 21ου αιώνα. Όταν το σύγχρονο αντίπαλο «δέος» στις αίθουσες είναι το «Minecraft» και η live-action «Χιονάτη», θα το πάρουμε και θα πούμε κι ευχαριστώ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0