Τηρώντας τις φεστιβαλικές της προδιαγραφές, η Μόστρα της Βενετίας φιλοξένησε ταινίες πειραματική διάθεση και καλλιτεχνικό ρίσκο, οι οποίες υφαίνουν κοινωνικά θέματα σε στιλάτες διαδρομές. Ανάμεσα σ' αυτές, και το ελληνικό Interruption του Γιώργου Ζώη.
Anomalisa
Ο Τσάρλι Κάουφμαν, το τρομερό μυαλό πίσω από τα σενάρια των ταινιών του Σπάϊκ Τζονζ και του Μισέλ Γκοντρί, αποφάσισε να μεταφέρει το conceptual ραδιοφωνικό του έργο Anomalisa στο σινεμά, και βρήκε έναν πιτσιρικά να το αποδώσει με τεχνική stop motion animation! Το αποτέλεσμα με μάγεψε. Βασικά, πρόκειται για τη συνάντηση ενός κουρασμένου, απαισιόδοξου συγγραφέα με μια μπανάλ γυναίκα με χαμηλή αυτοεκτίμηση σε ένα ακόμη πιο μπανάλ ξενοδοχείο. Το twist της υπόθεσης είναι πως ο κύριος αυτός πάσχει από το ψυχωτικό σύνδρομο Fregoli, σύμφωνα με το οποίο βλέπει τους πάντες με το ίδιο πρόσωπο. Fregoli λενε και το ξενοδοχείο, και φαντάζεστε πόσα στοιχεία έχει χωρέσει η αχαλίνωτη, πεσιμιστική φαντασία του Κάουφμαν σε μια απλή ιστορία. Αντίθετα με την εντελώς αδιαπέραστη πρώτη του απόπειρα στη σκηνοθεσία, το Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη, το παζλ που δημιουργεί εδώ λειτουργεί συναισθηματικά, αφήνοντας μας να συμπάσχουμε με έναν συννεφιασμένο ήρωα και μια ανασφαλή παρτενέρ, την οποία βαφτίζει Ανομαλίζα, επειδή έχει νανουριστική, γυναικεία φωνή, αντίθετα από όλες τις υπόλοιπες που ακούγονται σαν άνδρες (!). Τρυφερό και εξωπραγματικό στις εφιαλτικές του διαστάσεις, το φιλμ ήταν η πιό ευπρόσδεκτη "ανωμαλία" του φεστιβάλ, ξεχωρίζοντας μακράν ενός προγράμματος που δεν διέθετε κάτι άλλο τόσο πρωτότυπο.
Heart of a Dog
Δε μπορούσα να φανταστώ πως η καλλιτέχνις που θαύμαζα στα εφηβικά μου χρόνια, η Λόρι Άντερσον του Big Science και του O Superman, ηγερία της ηλεκτρονικής μουσικής, των ψυχρών κατασκευών και των συμπαγών ηχητικών διανοημάτων, θα ήταν ικανή να φτιάξει ένα τόσο τρυφερό, προσωπικό, αυτοβιογραφικό ημι-μυθοπλαστικό, αγαπησιάρικο φιλμ για το σκύλο που έχασε. Το σύντομο και συμπαγές Heart of a Dog είναι πολλά παραπάνω από ένα χαλαρό home movie ημερολόγιο της Άντερσον και του συγκινητικά χαριτωμένου rat terrier της, που έπαιζε ακόμη και πιάνο! Με ένα μοναδικό τρόπο, η πάντα ενδιαφέρουσα και φιλομαθής, όπως δήπωσε στη Βενετία, Άντερσον συνδέει μια χώρα που αλλάζει ανησυχητικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, με την βουδιστική φιλοσοφία, τη γειτονιά και τους ανθρώπους της στη Νέα Υόρκη, τη ζωή και το θάνατο, τα δεδομένα του πολίτη και τα νέα μέτρα ασφαλείας και συγκέντρωσης δεδομένων και πληροφοριών, τη φύση και την πόλη, τη σχέση μας με τις άλλες ψυχές, μιλώντας έτσι έμμεσα αλλά αποκαλυπτικά για την τέχνη, συχνά χρησιμοποιώντας τις ρήσεις των αγαπημένων της σοφών, του Κίρκεγκαρντ και του Βίτγκεσνταϊν. Ακούγεται pretentious όλο αυτό το συμπίλημα ετερόκλητων στοιχείων, αλλά η αφήγηση της, με τη νεανική φωνή, που απαγγέλει σχεδόν με νότες τα λόγια που έγραψε, είναι ένας χαρακτήρας από μόνος του, μια παιχνιδιάρικη και οικεία ηχητική συντροφιά για ένα χειροποίητο, ταπεινό στα υλικά του, και εξομολογητικό έργο που αψηφά την εύκολη κατηγοριοποίηση.
A Bigger Splash
Δεν είμαι μεγάλος φαν του Είμαι ο Έρωτας, και μάλιστα το είπα στον σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο όταν τον συνάντησα στη Villa Laguna, εδώ στο Λίντο της Βενετίας, κι εκείνος αντέδρασε μειδιώντας με έκπληξη- προφανώς όλοι τον έγλυφαν με εγκώμια. Όλο το σκηνικό που είχε στήσει στο Μιλάνο, ήταν θαύμα και το χειρίστηκε με γνώση. Το ερωτικό κομμάτι πάλι, η ψυχή του έργου, δεν με έπεισε καθόλου. Η υφολογική του παρατήρηση υπερτερούσε του ίδιου του amore και της σύνδεσης φαγητού και πάθους. Αυθαίρετο και ακροβατικό, κομψό και υπερμελετημένο. Χαζευτικό, αναντίρρητα. Το Bigger Splash είναι εξίσου στιλάτο, (γυρισμένο εξ ολοκλήρου στην τραχιά και σαγηνευτική Παντελερία, το ηφαιστιακό, ολόμαυρο νησάκι ανάμεσα στη Σικελία και την Τυνησία), υπερβολικό, φιλόδοξο, σχεδόν τρελαμένο, κτά τόπους άτσαλο, αμείωτα ενδιαφέρον, αλλά έχει την καλή δικαιολογία πως καταπιάνεται με μια ροκ ντίβα που έχει χάσει τη φωνή της, τον εραστή της που την γαληνεύει μετά από μια μακρά περίοδο καταχρήσεων, τον υπερκινητικό, ενίοτε σπαστικό και εκνευριστικό πρώην σύντροφο της που ήταν και μάνατζερ της (ο Ρέιφ Φάινς σε μεγάλες στιγμές) και που μαζί της είχε μοιραστεί δόξες και κραιπάλες, και την μάλλον ενήλικη κόρη του, μια σέξι, οκνή Αμερικανίδα την ύπαρξη της οποίας ανακάλυψε ο πατέρας μόλις την προηγούμενη χρονιά! Ο Γκουαντανίνο πήρε το παλιό, και όχι σπουδαίο φιλμ του Ζακ Ντερέ, από τα τέλη της δεκαετίας του 60, με τον Ντελόν και τη Σνάιντερ, την Πισίνα, και το εκτίναξε σε μια εξωτική δίνη εκτροχιασμένου πάθους και απωθημένων σχέσεων. Όταν ο Φάινς με την άφωνη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και εξωφρενικά καλά ντυμένη, ακόμη και στις χαλαρές της διακοπές αποκατάστασης, Τίλντα Σουίντον, επισκέπτονται μια κυριούλα στο νησί για να γευτούν (πάντα οι αισθήσεις δεσπόζουν) την καλύτερη ρικότα την ώρα που βγαίνει από την κατσαρόλα, και στη μικρή τηλεόραση παρελαύνουν οι πρόσφυγες στιβαγμένοι, εν είδη κοινωνικού σχολίου, άρχισα σοβαρά να ανησυχώ. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, ο Γκουαντανίνο, πάντα με συνοδεία εκκωφαντικής ροκ και κυρίως Rolling Stones, κατάφερε να συνδέσει το τρέχον, φλέγον ζήτημα, με την πλοκή και να συνδυάσει τη λύση με μια θριλερική ανατροπή, πάντα στα πλαίσια του οπερετικού στροβίλου που επιδίωξε. Ένοχη διασκέδαση.
Childhood of a Leader
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μπρέιντι Κόρμπετ, που φωτογραφίζει έναν μικρό Μουσολίνι, αλλά δεν δεσμεύεται για το ποιόν του πιτσιρικά που κάνει τη ζωή πατίνι με τις αδικαιολόγητες εκρήξεις του στον διπλωμάτη πατέρα του και την όμορφη (πόσο πλήττει!) μητέρα του, είναι γεμάτη κρυφούς συμβολισμούς, φιλολογικές αναφορές και υπολίνεται βαθιά στη σινεφιλία και τη Λευκή Κορδέλα του Μίκαελ Χάνεκε, με τον οποίο έχει δουλέψει στα νιάτα του. Οι λόγοι που οδηγούν στη γέννηση ενός φασίστα, και στην προκείμενη περίπτωση ενός τυράννου, είναι υποκειμενικοί, αξεδιάλυτοι, και σηκώνουν μεγάλη συζήτηση. Ο Κόρμπετ δεν δίνει φυσικά απαντήσεις αλλά τα δίνει όλα με τις τονικές αυξομειώσεις, τις επιδεικτικές κινήσεις της κάμερας, το κρυπτικό, σκοτεινό του στιλ, και τη μουσική-οδοστρωτήρα του μεγαλόπνοου και πάντα θορυβώδους Σκοτ Γουόκερ. Είμαι σίγουρος πως η θεωρία πίσω από την πράξη του φιλμ είναι πυκνότερη, αλλά η τόλμη του Κόρμπετ να αναμετρηθεί με ένα θεματικό θηρίο, εξίσου μυστηριώδες και ερεβώδες, αξίζουν συγχαρητήρια.
Interruption
Ο Γιώργος Ζώης επέστρεψε στη Βενετία μετά από δύο μικρού μήκους βραβευμένες δημιουργίες, με την πρώτη του μεγάλου μήκους μυθοπλασίας, το Interruption, προσαρμόζοντας στην ελληνική πραγματικότητα και μυθολογία ένα πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα εκπληκτικό γεγονός που συνέβη με οπλισμένους Τσετσένους να καταλαμβάνουν θεατρική σκηνή ξαφνιάζοντας, μπερδεύοντας και τρομοκρατώντας τους θεατές. Η παράσταση που διακόπτεται είναι η Ορέστεια και το αίτημα της ταινίας είναι η δίκη του Ορέστη, με τη συνδρομή εθελοντών ανάμεσα στο αμήχανο κοινό, ακυρώνοντας ταυτόχρονα τους αποσβολωμένους από την τροπή των πραγμάτων, επαγγελματίες ηθοποιούς. Η πρόθεση του Ζώη είναι να μιλήσει αλληγορικά, χωρίς να ξεφύγει από τα σκηνικά και σεναριακά πλαίσια που θέτει εξαρχής. Αναπτύσσει την κατάρα των Ατρειδών υπενθυμίζοντας τις βασικές της γραμμές στο ξεκίνημα της ταινίας και συνθέτει ένα ιδιότυπο huis-clos χρησιμοποιώντας έξυπνα κλειστοφοβικά props, όπως το γυάλινο κλουβί που εγκλωβίζει τους ηθοποιούς, ενώ ανοίγει τα πλάνα του στη μεγάλη αίθουσα για να επιτείνει τη σύγχυση και την παγωμάρα, έχοντας πάντα κλειστές τις πόρτες του "οικοδομήματος"- που, φυσικά, μπορεί να ερμηνευτεί με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμεί ο θεατής, σε πρώτη και δεύτερη ανάγνωση, αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν πως οι περισσότερες ελληνικές ταινίες παραπέμπουν τους ξένους, ειδικευμένους θεατές, στην κρίση που διανύουμε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο Έλληνας σκηνοθέτης δεν περιορίστηκε σε θεατρογενή απόδοση ενός πασίγνωστου μύθου και κατέφυγε σε πολλές λύσεις για να δώσει διάσταση στη σκηνή, την πλατεία και στο δεύτερο μέρος στο μπαλκόνι, και να τοποθετήσει τους "δράστες" σε διαφορετικές θέσεις και ταχύτητες, αλλάζοντας συχνά τους πόλους της αφήγησης του. Το συντακτικό είναι αυθεντικά κινηματογραφικό, και οι εικόνες του εναλάσσονται, καθώς εκμεταλλεύονται το χώρο και τα πρόσωπα. Η ίδια η γλώσσα ωστόσο τον προδίδει, με βαρείς διαλόγους και διεύθυνση ηθοποιών τέτοια, που συμπεριφέρονται σα να γνωρίζουν καλά τη σημασία των λέξεων που εκφέρουν, ακόμη κι αν μερικοί από αυτούς, όπως οι εθελοντές, υποτίθεται πως συλλαμβάνονται εξ απήνης και λογικά θα έπρεπε να συμπεριφέρονται φυσικότερα, να αυτοσχεδιάζουν πειστικότερα. Η έλλειψη αντίθεσης αφαιρεί σημαντικά από το δράμα, την ένταση, την απειλή, τον εφιάλτη και εντέλει την τραγωδία που διατρέχει το έργο μέσα στο έργο. Το στιλ, που ο Ζώης σίγουρα διαθέτει, δεν λειτουργεί πάντα υπέρ του Interruption.
σχόλια