Για να πω την αλήθεια, περίμενα, ή μάλλον ευχόμουν, να τριτώσει το μεξικάνικο καλό με τις πρεμιέρες στο φεστιβάλ Βενετίας. Πρόπερσι, ο Αλφόνσο Κουαρόν είχε ξεκινήσει το επετειακό 70ο φεστιβάλ κινηματογράφου στη Γαληνοτάτη με το Gravity, και τα αποτελέσματα είναι πλέον γνωστά. Την προγούμενη χρονιά, ο Ινιάριτου ξεκίνησε την αναπάντεχη Οσκαρική του πορεία με το Birdman από εδώ. Φέτος, ιδανικό γούρι θα ήταν ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, αλλά ο Πορφυρός Λόφος δεν θα διανύσει φεστιβαλική τροχιά όπως φαίνεται-δεν θα δώσει το παρόν ούτε στο Τορόντο, αλλά θα το δώ μέσα στο μήνα στη Νέα Υόρκη και θα αναφέρω αμέσως εντυπώσεις.
Αντ' αυτού, μια υπερπεριπέτεια ξεκινάει την 72η Μόστρα, με φιλοδοξίες εμπορικές και καλλιτεχνικές. Το Έβερεστ μπορεί και να μην είχε συμπεριληφθεί, αν δεν το σκηνοθετούσε ένας Ισλανδός, ο Μπαλτάσαρ Κορμακούρ, γνωστός και συμπαθής στο φεστιβαλικό κύκλωμα. Διότι, καλό το Χόλιγουντ, αλλά ακόμη καλύτερο, όταν εμπιστεύεται τα χρήματα του στη ματιά ενός εξωσυστημικού, σύμφωνα με την άτυπη θεωρία των εκλεκτόρων.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο Κορμακούρ, σκηνοθέτης ταινιών αγγλόφωνων, αλλά σαφώς μικρότερης κλίμακας, όπως το Two Guns και το Contraband, ισορροπεί με αργό και αγωνιώδες τέμπο το θέαμα και τους χαρακτήρες, διστάζοντας να πάρει θέση μεταξύ των δύο. Είνια σχεδόν σίγουρο πως η ομάδα των τεχνικών της ταινίας, από τον σχεδιασμό των απειλητικών ήχων, μέχρι το μοντάζ και την ρεγουλαρισμένη φωτογραφία (που δεν παρασύρεται από την μαγεία του φυσικού κολοσσού) θα φιγουράρει στις αντίστοιχες πεντάδες των Όσκαρ. Ωστόσο, η ταινία, που βασίζεται στην τραγωδία της αποστολής του 1996 στα Ιμαλάϊα, αν και δεν χρησιμοποιεί ευθέως τα βιβλία που έχουν γραφεί γύρω από αυτήν από τους εμπλεκόμενους που επέζησαν, δεν απογειώνεται, κυριολεκτικά, στο ύψος της περίστασης, ίσως διότι δεν εμπνέεται από τίποτε παραπάνω πλην των ίδιων των γεγονότων.
Αντίθετα με τις συμφορές βρίσκουν απίστευτα υπέροχους ή εντελώς πεζούς ανθρώπους, από τον Τιτανικό ως την οποιαδήποτε ταινία καταστροφής με μηχανικά λάθη και φυσικές καταστροφές, η αναρρίχηση σχεδόν ανειδίκευτων μόνο και μόνο για την δόξα και το σουβενίρ, αποτελεί μια πρόκληση στην τύχη, μασκαρεμένη ως δοκιμασία των ορίων του ανθρώπου. Για τους πιονιέρους, η γοητεία της ανακάλυψης και η περιέργεια της ανθρώπινης φύσης, παραμένει άριστη δικαιολογία. Για τους επόμενους και τους υπόλοιπους, πρόκειται για σκέτη αποστολή αυτοκτονίας-μια απερίσκεπτη, προσβλητική για τους οικείους τους, παραποίηση της έννοιας της ξεχωριστής εμπειρίας.
Στο Έβερεστ, ο δημοσιογράφος Τζον Κρακάουερ, που κάλυπτε την αποστολή των πρωταγωνιστών, τους ρώτησε γιατί το κάνουν, κι εκείνοι δεν ήξεραν τι να πουν. Αποστολή της ταινίας είναι να δώσει κίνητρο ακόμη και σ' εκείνους που δεν έχουν απολύτως κανένα. Προσπαθεί, και ως ένα βαθμό, τα καταφέρνει, αντισταθμίζοντας την διαδικασία της δυσχερούς ανάβασης και της καταστροφικής κατάβασης, με τη γυναικεία ματιά της αναμονής και της αγωνίας, από τη σκοπιά της Έμιλι Γουότσον και της Κίρα Νάϊτλι, της υπεύθυνης του σταθμού συγκέντρωσης και της συζύγου του αρχηγού της αποστολής αντίστοιχα. Διακριτικά, Ο Κορμακούρ παίρνει θέση υπέρ των πραγματικών θυμάτων, αυτών που μένουν πίσω, έχοντας απρόθυμα αποδεχθεί μιά μπίζνα που στήθηκε στην παράτολμη κληρονομιά του Έντμοντ Χίλαρι και των συνοδοιπόρων του. Το Έβερεστ είναι ένα ακριβό δράμα καλής εκτέλεσης και προσεκτικού χειρισμού, χωρίς την έξαρση και την ανάταση που αναμενόταν από το θέμα και την πρόσφατη επικαιρότητα (δεκάδες άνθρωποι θάφτηκαν στα χιόνια του υψηλότερου όρους κατά την πρόσφατη διετία). Και το τρισδιάστατο δουλεύει θαυμάσια, καθώς πείθει με πραγματικά σκηνικά κι όχι εικονικά, με γυρίσματα στο Νεπάλ και τις Άλπεις, που ντουμπλάρουν τις αληθινές τοποθεσίες.
Όταν ο διευθυντής του φεστιβάλ Αλμπέρτο Μπαρμπέρα ρωτήθηκε, όπως συνηθίζεται, για το πνεύμα των επιλογών του φέτος, δεν έδωσε σαφή κατεύθυνση, ίσως γιατί δεν υπάρχει κάποιος εμφανής συνδετικός κρίκος πίσω από την ανομοιογενή "κολεξιόν" του, όπως ας πούμε η έντονη γυναικεία παρουσία στις πρόσφατες Κάννες. "Diversity", απάντησε, καθώς η ποικιλία καλύπτει τα πάντα, από το Έβερεστ της αρχής, τον Γιέρζι Σκολιμόφσκι και τον Αντρέϊ Σοκούροφ, τον Τομ Χούπερ με τον πρώτο διεμφυλικό στην ιστορία (οι αφίσες του Έντι Ρεντμέϊν μακιγιαρισμένο στην εντέλεια στο Danish Girl κατακλύζουν το Λίντο), ως τον Τσάρλι Κάουφμαν με την κινουμένων σχεδίων Anomalisa του.
Μετά το μεγαλεπήβολο Έβερεστ, η πρώτη ταινία που είδα στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα ήταν το Beasts of No Nation του Αμερικανού Γκάρι Φουκουγιάμα, ένα πολεμικό δράμα που φωτογραφίζει τον εμφύλιο στη Γκάνα, με ήρωα έναν πιτσιρίκο (εκπληκτικός ο Άμπραχαμ Άτα) που χάνει την οικογένεια του και εκπαιδεύεται στο αντάρτικο από έναν οπορτουνιστή πολέμαρχο (Ίντρις Έλμπα). Πέρα από το υπολογισμένο σοκ που προκαλεί το θέαμα ενός μικρού παιδιού μπροστά σε μια σειρά από φρικαλεότητες, η ταινία έχει ήδη προκαλέσει το ενδιαφέρον για λόγους που σχετίζονται με την κινηματογραφική αγορά. Πρόκειται για την πρώτη παραγωγή της τεράστιας ψηφιακής πλατφόρμας Netflix. Το αφεντικό της, ο κύριος Σαράντος, Αμερικανός με ελληνική καταγωγή, βρήκε αρνητική ανταπόκριση στο διεθνές βάπτισμα του στις Κάννες από τους Γάλλους δημοσιογράφους, οι οποίοι τον κατηγόρησαν πως μολύνει τα κινηματογραφικά ήθη με πρακτικές οικιακής κατανάλωσης των οπτικοακουστικών προϊόντων.
Ο Μπαρμπέρα διαφοροποιείται, θεωρώντας πως οι άνθρωποι του σινεμά, και των ταινιών που φτιάχνονται για να προβληθούν σε αίθουσες εν προκειμένω, οφείλουν να είναι ανοιχτόμυαλοι και να αποδεχθούν μια συμβιωτική πραγματικότητα, κι όχι να επιμένουν σε ρετρό ιδεοληψίες. Πάντως, η απόφαση του Netflix, που ακόμη παραμένει μια αμερικανική υπόθεση αλλά υπόσχεται να ανοιχτεί παγκοσμίως, να μπει στη μάχη, κάνοντας την αρχή στο αρχαιότερο φεστιβάλ του κόσμου, λογίζεται ως ειρωνικά ενδιαφέρουσα, και σίγουρα θα κριθεί από την επιτυχία της ταινίας με θέμα τα αδέσποτα παιδιά μιας απάτριδος κοινωνίας- επιτυχία που παίζεται προς το παρόν, καθώς πολλοί αμερικανοί αιθουσάρχες έκλεισαν την πόρτα της διανομής, αν ο Σαράντος θελήσει να κυκλοφορήσει το Beasts of No Nation ταυτόχρονα σε video on demand.
Το φεστιβάλ θα έχει και σημαντική ελληνική συμμετοχή στο διαγωνιστικό παράλληλο τμήμα Orizzonti , με το Interruption, με τον μέχρι πρότινος τίτλο Stage Fright, του βραβευμένου εδώ στη Βενετία με τη μικρού μήκους Casus Belli, σκηνοθέτη Γιώργου Ζώη.
σχόλια