Στην τελευταία διετία της ζωής της η Μέριλιν Μονρόε δεν ήταν ακριβώς η ολόφωτη σειρήνα που διέπρεψε στο μεγαλύτερο μέρος των '50s, αυτό το «beautiful child» που ο Τρούμαν Καπότε περιέγραψε σε βάθος στην ιμπρεσιονιστική διατύπωση των φιλικών συναντήσεων και ανέμελων συνομιλιών τους.
Τα προβλήματα με τον εθισμό της στον συνδυασμό αλκοόλ και χαπιών διαφαίνονταν στο πλατό του Misfits. Ανέκαθεν αργούσε στα γυρίσματα. Είχε πλέον θαμπώσει, ήταν ασταθής, όχι τόσο χαριτωμένη όσο παλιά – από μια ηλικία κι έπειτα ο θαυμασμός στην ενζενί δεν χαρίζεται απλόχερα και τα νάζια δεν συγχωρούνται εύκολα.
Προερχόταν από μια εμπορική αποτυχία, μια αποβολή που της στοίχισε και το διαζύγιο από τον Πυγμαλίωνά της, τον Άρθουρ Μίλερ, και βρέθηκε μπλεγμένη με τους Κένεντι, τον Πρόεδρο Τζακ και τον υπουργό αδελφό του, Μπόμπι.
Το ντοκιμαντέρ της Έμα Κούπερ Το Μυστήριο της Μέριλιν Μονρόε: Οι Άγνωστες Κασέτες επιχειρεί, για λογαριασμό του Netflix, μια παρατεταμένη εισαγωγή στα παιδικά χρόνια και το χτίσιμο του μύθου της, για να ασχοληθεί σε σοβαρό τόνο, με τη σπάθη της σημαντικής αποκάλυψης να βαραίνει συνεχώς την αφήγηση, με την ομιχλώδη αυλαία του μοναχικού sex symbol του 20ού αιώνα, εξάγοντας, ευτυχώς, ένα καθαρό πόρισμα: η Μέριλιν δεν δολοφονήθηκε.
Ο ανακυκλωμένος συνδυασμός της ερευνητικής δημοσιογραφίας με το κουτσομπολιό, που ανέκαθεν έβριθε στο Χόλιγουντ, όπως διαπιστώνει σε ένα από τα πολλά κλισέ του ο Σάντερς, δεν δημιουργεί το ποθούμενο σασπένς. Το οτι το παρανοϊκό FBI έβλεπε την Μέριλιν ως εθνική απειλή δεν είναι είδηση.
Ακόμη κι αν δίνει τέλος στα συνωμοσιολογικά σενάρια που σέρνονται επί δεκαετίες, δεν προσφέρει κάτι σημαντικό στο μυστήριο που περιβάλλει την άδοξη τελευταία νύχτα της ζωής της, όταν βρέθηκε νεκρή, μπρούμυτα στο κρεβάτι της οικίας της στο Μπρέντγουντ της Καλιφόρνια, από την οικιακή της βοηθό, τα ξημερώματα της 4ης προς 5η Αυγούστου.
Η ταινία βασίζεται στις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Βρετανού δημοσιογράφου Άντονι Σάντερς, αρχεία μιας έρευνας που ξεκίνησε για μερικούς μήνες το 1982, εν τέλει διήρκεσαν μερικά χρόνια και αποτέλεσαν το υλικό του βιβλίου που εξέδωσε το 1985, με τίτλο Goddess. Όπως βασικά μαρτυρούν ο γιος του ψυχαναλυτή της, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ και ένας δημοσιογράφος που βρέθηκε επί τόπου και ψυλλιάστηκε πως τα στοιχεία δεν είναι ακριβή, η ώρα του θανάτου της τοποθετείται νωρίτερα το βράδυ, πάντως πριν από τα μεσάνυχτα, και η θέση της, στο υποτίθεται κλειδωμένο υπνοδωμάτιο, ήταν πλάγια. Έτσι έγινε ή κάποιος «καθάρισε» το τοπίο από ενοχοποιητικά στοιχεία, τακτοποιώντας το σκηνικό;
Το αγκάθι στην προδιαγεγραμμένη αυτοκτονία ήταν ο Μπόμπι Κένεντι, που εκείνο το Σαββατοκύριακο είχε επισκεφθεί τον κουμπάρο του, και μέλος του Rat Pack, ηθοποιό Πίτερ Λόφορντ, τον άνθρωπο που διοργάνωνε πολύ κεφάτα πάρτι στη βίλα του στο Μάλιμπου, φιλοξενούσε τους Ιρλανδούς αριστοκράτες της πολιτικής και τους πάσαρε, εκτός από τα πρόθυμα για υψηλές γνωριμίες κορίτσια που στοιβάζονταν στην πισίνα, και την αποπροσανατολισμένη εκείνη την περίοδο Μέριλιν.
Οι φωνές που ακούγονται στις κασέτες έχουν δραματοποιηθεί οπτικά, με ηθοποιούς που υποδύονται τους ομιλούντες στο τηλέφωνο αληθινούς χαρακτήρες, και τα δεδομένα, όπως τα μαρτυρούν στον Σάντερς, λένε πως ο Κένεντι είχε καυγαδίσει άσχημα με την ηθοποιό, οι σωματοφύλακές του μπήκαν ανάμεσά τους για να τον προστατέψουν από την οργή της, εκείνη του διαμήνυσε πως δεν προτίθεται να συνεχίσει μια σχέση που της κάνει κακό, κι ένα τηλεφώνημα πρόδιδε τον θάνατό της πολύ νωρίτερα από αυτό που τα επίσημα πρακτικά έχουν καταγράψει. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν κανείς δεν όπλισε τη μοιραία δόση, ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι ήταν ο αυτουργός.
Το FBI και όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου συγκάλυψαν την υπόθεση και με τρόπο παρακάλεσαν να μη δημοσιευθεί τίποτε σχετικό. Το θέμα έληξε οριστικά 40 χρόνια πριν, με μια μικρή υποσημείωση που τώρα έρχεται στο φως. Λόγω του γάμου της με τον Μίλερ, παλιού μέλους του αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος, η Μονρόε είχε χαρακτηρισθεί αριστερή εξ αγχιστείας, ωστόσο σοσιαλιστικών φρονημάτων σύμφωνα με το φοβικό FBI, ειδικά μετά από μια κουβέντα για την ηθική της χρήσης πυρηνικών στο αποκορύφωμα της διαμάχης των ΗΠΑ με την Κούβα.
Φοβήθηκαν οι Κένεντι την απόλυτη ξανθιά της Αμερικής, επειδή έτσι τους συμβούλευσαν οι μυστικοί πράκτορες, και έκτοτε ο πιο προσεκτικός Τζον, για πολιτικούς λόγους, απέφυγε, σχεδόν απαγορεύοντας κάθε μελλοντική επαφή, τη γυναίκα που του ευχήθηκε ηδυπαθώς να ζήσει και να τα εκατοστήσει, στο φιλανθρωπικό δείπνο για τα γενέθλιά του στο κατάμεστο Madison Square Garden; Και το πνεύμα του Μπόμπι ήθελε μεν το ίδιο, η δε σαρξ του ασθενής; Όλες οι καταθέσεις στο ακουστικό του Σάντερς είναι προφορικές, εκτός νομικής σφαίρας, συνεπώς στο έλεος της υποκειμενικής κρίσης και του ποσοστού πίστης του καθενός.
Ο ανακυκλωμένος συνδυασμός της ερευνητικής δημοσιογραφίας με το κουτσομπολιό, που ανέκαθεν έβριθε στο Χόλιγουντ, όπως διαπιστώνει σε ένα από τα πολλά κλισέ του ο Σάντερς, δεν δημιουργεί το ποθούμενο σασπένς.
Το ότι το παρανοϊκό FBI έβλεπε την Μέριλιν ως εθνική απειλή δεν είναι είδηση. Η μισή Αμερική είχε γεμίσει με κόκκινες μάγισσες, αν πιστεύουμε τους παχουλούς φακέλους του Χούβερ. Και το πιθανότερο είναι πως ο νεότερος Κένεντι έκανε άλλη μια επίσκεψη στο μοναδικό σπίτι που αγόρασε ποτέ η ηθοποιός, αργά το απόγευμα, πριν από τη μοιραία βραδιά.
Το σκηνικό παραμένει το ίδιο, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, η υπόθεση έκλεισε εδώ και δεκαετίες, το foul play αναμοχλεύεται ως υποψία, αλλά δεν βγάζει πουθενά. Χρόνια αϋπνία, υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, η καριέρα τερματίστηκε, το φαινόμενο στερεώθηκε, ένας μύθος γεννήθηκε.
Το ενδιαφέρον κομμάτι στο ντοκιμαντέρ είναι το πλούσιο οπτικό υλικό, μια θεαματική συρραφή γνωστών και πρωτότυπων πλάνων που γεμίζει τα αποσπάσματα των πιο ζουμερών από τις περίπου χίλιες συνεντεύξεις από 650 άτομα του αειθαλούς λαγωνικού από την Ιρλανδία.
Ίσως οι πιο κατατοπιστικές παρατηρήσεις έρχονται, δια στόματος των συγγενών του, από τον ψυχίατρό της, Ραλφ Γκρίνσον, ο οποίος την κούραρε κυρίως τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, την εκτιμούσε ως ειδική περίπτωση που δεν ταίριαζε, για πολλούς λόγους, σε κλινική (αν και για ένα μικρό διάστημα νοσηλεύτηκε στο Μανχάταν), και δεν θέλησε να μοιραστεί τα μυστικά του με τη γυναίκα του και τον γιο τους, για να μην τους επιβαρύνει με αλήθειες που δεν θα έπρεπε να γνωρίζουν.
Τα συμπεράσματά του για την Μονρόε περιστρέφονται γύρω από το σύνδρομο της εγκαταλελειμμένης από τον πατέρα – η Μέριλιν επέμενε πως δεν ήταν ορφανή και, σύμφωνα με έναν γνωστό της, πολύ θα ήθελε να γνωρίσει τον βιολογικό της πατέρα και να κάνει σεξ μαζί του!
Το ιστορικό της νεαρής Νόρμα Τζιν (σχιζοφρενής μητέρα που αυτοκτόνησε, έλλειψη σταθερής εστίας) εξηγεί ψυχολογικά την περπατησιά και τις κινήσεις της, το πρώιμο στρατηγικό πλασάρισμα από τον sugar daddy manager που την αγάπησε στην πασαρέλα του Χόλιγουντ, που αντιμετώπιζε τις στάρλετ σαν κρέας premium κοπής, χωρίς να κάνει καμία εξαίρεση στην περίπτωσή της, μέχρι την απέλπιδα, άτυχη αναζήτηση επιφανών ανδρών, από τον αθλητικό, ζηλιάρη Τζο Ντι Μάτζιο ως τον «Στρατηγό» που θαύμασε και αγάπησε, τον Ρόμπερτ Κένεντι που γνώρισε όταν ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας που ενοχλούσε τον Τζίμι Χόφα και τους μυστικούς επιθεωρητές της τάξης και της ασφάλειας της χώρας.
Η σύντομη ζωή της Μονρόε, ωστόσο, στροβιλίστηκε εντυπωσιακά στην αταξία και την ανασφάλεια, από τη στιγμή που εκτοξεύτηκε με τη Ζούγκλα της Ασφάλτου στην εκτυφλωτική μαρκίζα της δημοφιλίας ως το ημιτελές κρόουλ της στην πισίνα, στα πλάνα από το Something’s Gotta Give, χαμογελώντας διάπλατα για τελευταία φορά.
Η δεκαετία της κυριαρχίας της αποτυπώνεται με σκηνές από τις ταινίες της, υπενθυμίσεις για το τραχύ, αν και απτό ταλέντο της από τους σκηνοθέτες Τζον Χιούστον, Μπίλι Γουάιλντερ και Τζορτζ Κιούκορ (ο οποίος μάλιστα προέβλεψε σωστά, αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ταινία του μαζί της, πως θα γινόταν η σταρ του αιώνα) και κλεφτές ματιές της συμπεριφοράς της μπροστά στην κάμερα.
Χαιρόταν για την προσοχή, έκλαιγε όταν χώρισε από τον Ντι Μάτζιο, μελαγχολούσε όταν τη ρωτούσαν αργότερα γι’ αυτόν, σκόρπιζε τη σέξι νωχελικότητά της στις βόλτες στους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, πόζαρε μοναδικά στις πρεμιέρες των ταινιών της. Και φυσικά, είχε καταπιεί προβολέα όταν άκουγε το action, αυτό το παραδέχονταν όλοι.
Ωστόσο, πάντα πάλευε με την ιδέα πως ποτέ δεν είναι αρκετή, ούτε η υποκριτική της ικανότητά της, ούτε η ευτυχία που έψαχνε. Ανέκαθεν αλίευε μύχια βιώματα για να αποδώσει τους συνήθως μονοδιάστατους χαρακτήρες που αναλάμβανε (η επιρροή του Actors’ Studio) και μιλούσε με γλυκιά υπεκφυγή για την άπιαστη ηρεμία της ψυχής, σα να ζητούσε βοήθεια από αυτόν που τη ρωτούσε.
Το Μυστήριο της Μέριλιν Μονρόε ποντάρει στις Άγνωστες Κασέτες, αλλά περισσότερο αναδίδει την αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας, της δεύτερης πράξης μιας γυναίκας, όταν και αν συνειδητοποιούσε πως ακόμη δεν είχε δείξει τον πιο ουσιαστικό και καλύτερο εαυτό της.
«Το Μυστήριο της Μέριλιν Μονρόε: Οι Άγνωστες Κασέτες» προβάλλεται στην πλατφόρμα του Netflix