Όσο κι αν αποδεχόμαστε την βαθμιαία αλλά σταθερή υποχώρηση της μεγάλης, δημόσιας, κινηματογραφικής αίθουσας ως σημείο των καιρών και των σύγχρονων κανόνων της όλο και πιο ιδιωτικής ψυχαγωγίας, είναι λυπηρό και ενοχλητικό να κυκλοφορεί μια νέα ταινία των αδελφών Κοέν (να συμβαίνει δηλαδή ένα σημαντικό κινηματογραφικό γεγονός) και να μην περνάει από τους κινηματογράφους, αλλά να «βγαίνει» κατευθείαν στην τηλεοπτική πλατφόρμα που έβαλε τα λεφτά για την παραγωγή της. Κι ας έφυγε και με το βραβείο καλύτερου σεναρίου από το φεστιβάλ της Βενετίας το καλοκαίρι που μας πέρασε - αν έχουν ακόμα κάποια σημασία τέτοιες τιμητικές διακρίσεις «του περασμένου αιώνα».
Λυρική τραγωδία, σατιρικό δράμα ή μαύρη κωμωδία, γουέστερν ερωτευμένο με τους απέραντους ορίζοντες ή μπεκετική φάρσα συμπαντικών διαστάσεων – δεν έχουν και τόση σημασία τα είδη και τα υπο-είδη που κανιβαλίζουν εν προκειμένω οι αδελφοί Κοέν με την άνεση κάποιου που κλέβει εκκλησία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα, το οποίο είναι εξαιρετικό και απολαυστικό και παιγνιώδες και βαθιά σκοτεινό κατά τόπους, και εντελώς «Κοενικό» στην ανάλαφρη σχεδόν μοιρολατρία που το περιβάλλει.
Λυρική τραγωδία, σατιρικό δράμα ή μαύρη κωμωδία, γουέστερν ερωτευμένο με τους απέραντους ορίζοντες ή μπεκετική φάρσα συμπαντικών διαστάσεων – δεν έχουν και τόση σημασία τα είδη και τα υπο-είδη που κανιβαλίζουν εν προκειμένω οι αδελφοί Κοέν με την άνεση κάποιου που κλέβει εκκλησία.
Η αλήθεια είναι ότι είναι έτσι δομημένη η ταινία – σαν σπονδυλωτή ανθολογία διαφορετικών ιστοριών στο ίδιο περίπου χωροχρονικό πλάσιο – που μπορεί να την παρακολουθήσει κάποιος και τμηματικά, ως σειρά έξι επεισοδίων με διαφορετικούς πρωταγωνιστές το καθένα, συνολικής διάρκειας 130 λεπτών. Κάθε ιστορία είναι κι ένα διαφορετικό κεφάλαιο μιας φανταστικής ανθολογίας κλασσικών εικονογραφημένων της Άγριας Δύσης. Μετά το τέλος της καθεμιάς τους παρακολουθούμε κι εμείς στην οθόνη μέσω του κλασικού παλιομοδίτικου τρυκ, να γυρίζει η σελίδα και να εμφανίζεται η αρχή της επόμενης, με τον τίτλο, την κεντρική εικόνα και μια σημαδιακή φράση της πλοκής.
Στην πρώτη πρωταγωνιστεί ο επώνυμος χαρακτήρας του τίτλου, ο ανέμελος καουμπόι «με την κιθάρα και τη βελούδινη φωνή» Μπάστερ Σκραγκς, τον οποίο υποδύεται ο Τιμ Μπλέικ Νέλσον, θυμίζοντας αρχικά μια άλλη ταινία των αδελφών Κοέν που επίσης πρωταγωνιστούσε (μαζί με τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Τζον Τορτούρο), το «Ω αδελφέ, που είσαι;» του 2000, αυτή την αξέχαστη μουσικοχορευτική οδύσσεια με φόντο την μεγάλη ύφεση του μεσοπολέμου. Στη συνέχεια βέβαια το πεδίο γίνεται πολύ πιο αιματηρό, αλλά θα μπορούσε να κατοχυρωθεί ως μαύρη κωμωδία σε περιτύλιγμα vintage προπολεμικού γουέστερν, όπως και η δεύτερη ιστορία με τον Τζέιμς Φράνκο, που είναι η πιο «λίγη» απ' όλες τόσο σε διάρκεια όσο και σε ουσία.
Από εκεί κι έπειτα, η ατμόσφαιρα και το κλίμα βαραίνουν σημαντικά και με απόκοσμο τρόπο: Ένας γυρολόγος «λαϊκών θεαμάτων» ταξιδεύει εν μέσω βαρυχειμωνιάς από καταυλισμό σε καταυλισμό ανά την μεθόριο της Δύσης με μοναδική ατραξιόν ένα πλάσμα - φαινόμενο χωρίς χέρια και πόδια που βρήκε υποτίθεται στους δρόμους του Λονδίνου και κάθε βράδυ του φορά μακιγιάζ και τον βγάζει σε μια υπαίθρια σκηνή να απαγγέλει με το κύρος κορυφαίου ηθοποιού ένα ποτ-πουρί «κλασικού» ρεπερτορίου στο οποίο περιλαμβάνονται αποσπάσματα από τη Βίβλο, το Σονέτο 29 του Σαίξπηρ και το ποίημα «Οζυμανδίας» του Σέλεϋ (ανατριχίλα). Δεν μπορώ να γράψω τίποτα παραπάνω χωρίς τον κίνδυνο κάποιου spoiler.
Ακολουθεί η ιστορία με τον Τομ Γουέιτς, ιδανικό στο ρόλο του αναχωρητή χρυσοθήρα, ξεχασμένου από τον Θεό σε μια αχανή παραδείσια κοιλάδα, μέχρι που – νομοτελειακά – τον βρίσκει ο διάβολος. Η πέμπτη ιστορία – που αφηγείται την μοίρα μιας νεαρής γυναίκας με εμφάνιση «Έμιλι Ντίκινσον» (την υποδύεται έξοχα η Ζόι Καζάν) που ακολουθεί ένα καραβάνι με κατεύθυνση τη Δύση και την δυσοίωνη για την ίδια προοπτική ενός γάμου στο τέλος της διαδρομής - είναι και η μεγαλύτερη διάρκεια και περιέχει τόσα ισχυρά στοιχεία και μοτίβα που θα μπορούσε να αναπτυχτεί από μόνη της σε ταινία μεγάλου μήκους.
Η τελευταία ιστορία είναι και η πιο μεταφυσική και ερμητική στο κλειστό και συμβολικό της σύμπαν, μια ταχυδρομική άμαξα με πέντε επιβάτες και πρώτη (και τελευταία;) στάση ένα πανδοχείο που παίζει να είναι και «πύλη» σε κάτι άλλο πέρα από τη μεθόριο της Δύσης και ενδεχομένως πέρα από τα εγκόσμια. Μεσολαβούν οι σπαρταριστοί διάλογοι ανάμεσα στους επιβάτες κι εμείς γελάμε μαζί τους, με κάποια επιφύλαξη όμως γιατί αφενός δεν είμαστε σίγουροι πού το πάνε οι αδελφοί Κοέν και αφετέρου από μια ανησυχία μήπως μας πάρει κι εμάς η μπάλα με τις υπαρξιακές φάρσες που στήνουν.
The Ballad of Buster Scruggs
σχόλια