ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ της εγκράτειας και το ταλέντο της οξυδέρκειας, η Κλόι Ζάο ζωγραφίζει μοναδικά και ταυτόχρονα τρία πορτρέτα: μιας γυναίκας, των νομάδων που ζουν σε τροχόσπιτα και της Αμερικής. Το Nomadland είναι μια αφοπλιστικής ευγένειας σπουδή για την ψυχή της χώρας που υποτίθεται δεν συγχωρεί τη φτώχεια γιατί δεν την κατανοεί, με το βλέμμα στον ανοιχτό ορίζοντά της και την καρδιά στην αξιοπρέπεια ανθρώπων που ζουν στις παρυφές του περίφημου ονείρου, μετατρέποντας την εσπευσμένη ανάγκη, την ανέχειά τους, σε αθόρυβη επιλογή.
Η Φερν πρωταγωνιστεί. Δούλευε σε εργοστάσιο γυψοσανίδων, που έκλεισε. Είχε έναν σύζυγο που πέθανε. Στο ασήμαντο, φθίνον Εμπάιρ της πολιτείας Νεβάδα. Μια ανάσα από το πάμφωτο τσίρκο του Λας Βέγκας. Το υλικό της βιός το στοίβαξε στην αποθηκούλα ενός φίλου και τα λίγα πράγματα που αγαπούσε τα φόρτωσε σε ένα μεταχειρισμένο τροχόσπιτο. Και πήρε τους δρόμους – ή τον δρόμο, ανάλογα με την ερμηνεία της βασικά αχαρτογράφητης διαδρομής της.
Η διαφορά, ελάχιστη ίσως, παραπέμπει στην αποφασιστικότητα και την αφοσίωσή της. Οι περιστάσεις την οδήγησαν στη νομαδική ζωή, αλλά δεν πρόκειται για επιλογή που μοιάζει με λάθος που θα μετανιώσει σύντομα, ακόμη κι όταν οι δυσκολίες αναπόφευκτα θα την πιέσουν. 60άρα, απέριττη, φύση ευχάριστη και με τον τρόπο της κοινωνική, παρά τη μοναχικότητα του (anti)lifestyle της, η Φερν ας πούμε πως τα φέρνει βόλτα με εποχικές δουλίτσες που ενισχύουν τις πενιχρότατες οικονομίες της.
Η Κινεζοαμερικανίδα Ζάο τελειοποιεί μια συναφή προβληματική, με τέτοια ευφυΐα και ευαισθησία που τίθεται ήδη από το ξεκίνημα μιας απρόβλεπτης σεζόν φαβορί για όλα τα βραβεία που θα απονεμηθούν κάποια στιγμή την επόμενη χρονιά.
Πρώην αναπληρώτρια δασκάλα, βρίσκει συχνά δουλειά στο γιγαντιαίο κατάστημα της Amazon στη Νεβάδα, πακετάροντας δέματα – κανονική εργάτρια στη γραμμή παραγωγής, που διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με τους συναδέλφους της, θυμάται πρόσωπα και ονόματα και δεν έχει πρόβλημα να ξαναπιάσει το πόστο της όποτε παραστεί ανάγκη.
Γενικά η Φερν δεν έχει πρόβλημα, εκτός από πόνους στα γόνατα. Αγόγγυστα δουλεύει, στωικά «παύει». Στα δικά μας μάτια, μπορεί και να μην έχει ζωή. Αλλά όσο αναπνέει, απολαμβάνει και ανησυχεί, και παίρνει μια απόσταση ασφαλείας από τις εντάσεις, το κοινώς εννοούμενο δράμα της καθημερινότητας και των μεγαλεπήβολων στόχων. Αυτή η απόσταση σταδιακά, απαλά καταρρίπτεται.
Είναι εξαίσια η αποκατάσταση της επαφής, κυρίως με τα μάτια. Στην αρχή της ταινίας, σχεδόν κανένα βλέμμα δεν ακουμπά το απέναντι. Σιγά σιγά, διασταυρώνονται και συνομιλούν, κατόρθωμα όχι και τόσο δύσκολο για τη μεγαλειώδη δύναμη λακωνικής εκφραστικότητας της Φράνσις Μακντόρμαντ. Η έντασή της δεν γίνεται ποτέ επιθετική: ακούει με προσοχή, αφουγκράζεται το τοπίο και τις ανεπαίσθητες αλλαγές, και μας χαρίζει την καταγωγή της μέσα από μικρές αποκαλύψεις που φανερώνουν τη νοοτροπία και την ηθική της.
Διότι η «Χώρα των Νομάδων» έχει πλοκή, μέσω της Φερν, ενώ την ίδια στιγμή ενσωματώνει αισθητικά και σε επίπεδο περιεχομένου αυθεντικούς ήρωες των ερημότοπων, άνδρες και γυναίκες που ταξιδεύουν και κατασκηνώνουν με τα οχήματά τους, σε μια κατοικία που για τους αστούς φαντάζει λυόμενη και προσωρινή, αλλά για εκείνους είναι κανονική.
Η ταινία πραγματεύεται τους άσπιτους, αλλά όχι άστεγους, και, ευτυχώς, η αντίδραση των υπόλοιπων, δηλαδή περιστασιακών χαρακτήρων, δεν γίνεται χριστιανικά ελεήμων, ούτε φιλεύσπλαχνα συγκαταβατική, αλλά περιέχει αλήθεια και πραγματικό νοιάξιμο. Η γηραιά, ευπαθής Σουάνκι, ο ήρεμος Ντέρεκ, η Λίντα Μέι ή ο ριζοσπάστης γκουρού των van dwelling ηρώων Μπομπ Γουέλς (ο οποίος επιφυλάσσει στους θεατές μια συγκλονιστικά προσωπική εξομολόγηση στο φινάλε) αφομοιώνονται με αυτήν τη σινεμασκόπ, ντοκιμενταρίστικη αισθητική με την οποία η Κινεζοαμερικανίδα Ζάο κέρδισε θαυμασμό και σεβασμό στο προηγούμενο της φιλμ, The Rider.
Εδώ τελειοποιεί μια συναφή προβληματική, με τέτοια ευφυΐα και ευαισθησία που τίθεται ήδη από το ξεκίνημα μιας απρόβλεπτης σεζόν φαβορί για όλα τα βραβεία που θα απονεμηθούν κάποια στιγμή την επόμενη χρονιά – ήδη τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και το βραβείο κοινού στο Τορόντο. Μπορεί το Nomadland να κινείται ακόμη κοντύτερα στα '70s αριστουργήματα του Τέρενς Μάλικ, Badlands και Days of Heaven, αλλά το κινηματογραφικό ταξίδι έχει την κατάδική της υπογραφή.
Μια ακόμη ταινία, πιο πρόσφατη, το Into the Wild του Σον Πεν, βρίσκεται σε συγγενή τροχιά, αλλά μόνο στην επιφάνεια και σε μικρό βαθμό. Ο Κρίστοφερ Μακάντελς ξεκινά το Ταξίδι στην Άγρια Φύση, χωρίς άγκυρες, βαρίδια, πυξίδα και παρελθόν ή πιθανότητα επιστροφής, σε μια εφαρμογή του libertarianism χωρίς τις οικονομικές επιπλοκές. Στην Αλάσκα ο νεαρός Μακάντελς αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, τον πολιτισμό και ασκεί το δικαίωμα στην ατομική ελευθερία, χωρίς να έχει δοκιμαστεί στην κοινωνία. Η φύση λειτουργεί ως αντίδοτο στο ρίσκο μιας προγραμματισμένης ζωής, και τελικά τον καταπίνει αμάσητο – μια μπουκίτσα μπροστά στο άπιαστο όραμα της αυτοδιαχείρισης.
Τα μεγάλα παιδιά του Nomadland είναι περιπλανώμενοι, όχι αδέσποτοι. Στην ηλικία τους δεν μπορούν να βρουν εύκολα δουλειά και δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη τα ένσημα για τη σύνταξη. Ακόμη και να εργαστούν λίγο, μετά την κρίση του 2008, τα χρήματα δεν φτάνουν για μόνιμη στέγη, κι έτσι το κινούμενο τσαντίρι τους είναι μοναδική λύση.
Ωστόσο, παρελθόν όχι μόνο έχουν αλλά ακόμη κι αν το έχουν αφήσει πίσω τους, εκείνο τους επισκέπτεται. Σε κάποιες περιπτώσεις, απαιτεί ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια κάθαρση, έστω και μονομερή. Η Φερν έχει οικογένεια, κι όταν το τροχόσπιτο παθαίνει βλάβη, αναγκάζεται να επιστρέψει για λίγο και να ζητήσει δανεικά, γνωρίζοντας πώς θα αποκρούσει τυχόν νουθεσίες και την πικρία της εγκατάλειψης. Με καλή πίστη και πονεμένη σιγουριά για την κατεύθυνση που έχει καθορίσει, επιβεβαιώνει τους λόγους που από μικρή δεν υπήρχε περίπτωση να εξελιχθεί με άξονα τα κομφόρ και τους εύκολους αυτοματισμούς μιας προδιαγεγραμμένης ζωής.
Η επιλογή αυτή δεν αποκλείει τη συντροφικότητα. Η Φερν έζησε σε μια έδρα για αρκετό διάστημα, προσπάθησε να κρατηθεί εκεί ακόμη και μετά τον θάνατο του αγαπημένου της, αλλά δεν επέμεινε πεισματικά σε μια υποσημείωση που έληξε. Μάλιστα, ένας μνηστήρας, επίσης νομάς, τη φλερτάρει, χωρίς βιασύνες. Στην υφή της περπατησιάς τους, ο χρόνος είναι παρατεταμένος, και εκείνος διαισθάνεται πως η επιπόλαιη δέσμευση δεν ταιριάζει στη Φερν.
Υπάρχει ένα μικρό δραματικό σασπένς στην ταινία: η γυναίκα που δεν τολμά ή απλά δεν θέλει να περιθάλψει ένα αδέσποτο σκυλάκι που της προσφέρεται, θα μπει στον πειρασμό να αναζητήσει και πάλι έναν συνοδοιπόρο; Ή θα προτιμήσει τη σιωπηλή ελευθερία, που κρύβει τις απροσδόκητες χαρές της τυχαίας γνωριμίας, μια ανταλλαγή τσιγάρου με αναπτήρα με έναν ενδιαφέροντα άγνωστο ή την απόλυτη απόλαυση ενός δειλινού, χωρίς παρεμβολές και εξηγήσεις;
Η Κλόι Ζάο τιμά αυτήν τη μικρή κοινωνία των καταφρονεμένων με τις οικονομικές ελλείψεις και τα πολύτιμα προνόμια. Η συμπάθειά της προς τους νομάδες δεν ισούται με τη συμπόνοια που θα περίμενε κάποιος από την κατάστασή στην οποία έχουν περιέλθει. Οι σκηνές όπου, σαν μια μεγάλη παρέα, επισκέπτονται πάρκα διασκέδασης δείχνουν πως, σαν μετα-τουρίστες στον τόπο τους, φέρονται στα μνημεία της σύγχρονης μαζικής ψυχαγωγίας με ταπεινότητα, διακριτικότητα, αλλά και εύλογη αμηχανία. Ποζάρουν και χαζεύουν το μέγεθος του ανώδυνου κιτς, αλλά χαίρονται περισσότερο με ένα μπάνιο στο ποτάμι ή σε μια νυχτερινή κουβέντα για τους αστερισμούς, γύρω από μια αυτοσχέδια φωτιά.
Προλεταριακό φολκλόρ; Καθόλου. Η Ζάο διαλύει τις μιζέριες ανοίγοντας την κάμερά της σε πανέμορφα vista, τη θέα του ανοιχτού τοπίου σαν γιορτή ενός χαμένου Shangri-La. Μάλιστα όταν η Φερν επαναλαμβάνει τη λέξη Badlands σε μια φίλη και συνάδελφό της, χαμογελάει σαν μικρό κορίτσι, γνωρίζοντας πως αυτό ισχύει για τους άλλους, όσους δεν ξέρουν να εκτιμήσουν τη γη που κάποτε ερωτεύτηκαν οι σκαπανείς και οι πιονιέροι, πριν από τα δολάρια και το κυνηγητό.
Η αγριάδα του τοπίου ημερώνει από τη λυρική υπερχείλιση του Ιταλού Λουντοβίκο Εινάουντι, που θυμίζει τις χειμερινές σουίτες του Τζορτζ Γουίνστον, το Winter into Spring και το December. Και η Φερν της Μακντόρμαντ κρατά διπλό ρόλο. Κάνει συνέντευξη στους νομάδες της, συνδιαλέγεται, προσχωρεί και τους καθρεφτίζει με απέραντη ανθρωπιά, σαν αφομοιωμένη μαρτυρία που χάνεται οργανικά μέσα στον μύθο και τις προεκτάσεις του, και καλπάζει, όχι με το όνειρο, όπως ήταν η ελληνική μετάφραση του The Rider, αλλά στο περιθώριό του. Μόνη, και μαζί. Θα συναντήσει τους φίλους της στην άκρη του μεγάλου δρόμου.