Όταν ακόμα και ταινίες των ‘90s θεωρούνται παλιές, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συστήσεις στη νεότερη γενιά σινεφίλ το βωβό σινεμά. Μια λύση έχει δοθεί με προβολές συνοδεία live μουσικής, συνήθως πρωτότυπης και ηλεκτρονικής. Φυσικά, δεν πρόκειται για κάποιον νεωτερισμό∙ και τότε, στη βωβή περίοδο του σινεμά, οι προβολές διεξάγονταν με ζωντανή μουσική που συνόδευε την εικόνα – πότε με λίγα όργανα και πότε με ολόκληρη ορχήστρα. Ο σύγχρονος ήχος είναι το δόλωμα ώστε ο θεατής να αποδεχτεί ευκολότερα μια φιλμική γλώσσα που στα μάτια του φαίνεται απαρχαιωμένη, ταινίες που στο σημερινό μάτι φαντάζουν (ακόμα πιο) στατικές. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για το σινεμά του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου.
Οι ταινίες του Γερμανού σκηνοθέτη, εκτός από την πρωτοπορία τους, που έχει περισσότερο ιστορικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, διακρίνονται από μεστή, ολοκληρωμένη δραματουργία και από αλάνθαστο αφηγηματικό ένστικτο, γι’ αυτό και παρακολουθούνται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον. Ο «Nosferatu» παραμένει υπόδειγμα εξπρεσιονιστικής αισθητικής και έχει εμπνεύσει άπειρους κινηματογραφιστές, το «Sunrise» είναι η καλύτερη βωβή ταινία που γυρίστηκε ποτέ, ενώ τo αντιαποικιοκρατικού πνεύματος «Tabu» είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό υβρίδιο μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης που έμελλε, δυστυχώς, να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη. Στο βάθρο με αυτές τις ταινίες θα χωρούσε άνετα και το «Der Letzte Mann», που φέτος γιορτάζει την επέτειο των 100 χρόνων του.
Το σινεμά ικανοποιεί το δικαίωμα στο όνειρο, έστω και για λίγες ώρες, οι οποίες πολλαπλασιάζονται, επειδή στις δύσκολες στιγμές μπορούμε πάντα να επιστρέψουμε σ’ αυτό για να αντλήσουμε παρηγοριά.
Λέμε συχνά ότι το βωβό σινεμά είναι η αγνότερη και γνησιότερη μορφή κινηματογράφου, επειδή ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία του ως επί το πλείστον με εικόνες, αν και έχει στα χέρια του το εργαλείο των μεσότιτλων, που υποκαθιστούν τον διάλογο και βάζουν τον θεατή στο νόημα όσων λέγονται. Με αυτά ως δεδομένα, ο «Τελευταίος των ανθρώπων», όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας, είναι μια ακόμα πιο αγνή και γνήσια κινηματογραφική ταινία, επειδή ο Μουρνάου δεν χρησιμοποιεί μεσότιτλους.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας ηλικιωμένος θυρωρός σε πολυτελές ξενοδοχείο – τον υποδύεται ο Εμίλ Γιάνινγκς, ο πρώτος ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ Ερμηνείας. Περήφανος για τη θέση του, κομπάζει γι’ αυτή στους γύρω του. Δυστυχώς, ο υπεύθυνος προσωπικού θεωρεί ότι έχει μεγαλώσει πολύ και ότι βλάπτει την εικόνα του ξενοδοχείου και έτσι τον υποβιβάζει, μετακινώντας τον στις τουαλέτες. Είναι σαφές το αντικαπιταλιστικό πνεύμα της ταινίας. Ακόμα και το (πλαστό) αίσθημα ανωτερότητας εκπροσώπων της εργατικής τάξης όταν αποκτήσουν «μια θέση στον ήλιο» δεν χρεώνεται στην ατομική ματαιοδοξία, αλλά καταδεικνύεται ως ακόμα μία παράμετρος ενός απάνθρωπου συστήματος, που καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της ευκαιρίας και διευρύνει τις ανισότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο στενάχωρο μπορεί να είναι το φινάλε και εκεί που φαίνεται ότι θα είναι όντως τέτοιο, συμβαίνει κάτι απρόσμενο. Έρχεται ο ένας και μοναδικός μεσότιτλος που μας ανακοινώνει τα εξής: «Στην αληθινή ζωή το μόνο που θα είχε να περιμένει πια ο ήρωας θα ήταν ο θάνατός του. Επειδή ο σεναριογράφος τον λυπήθηκε, του χάρισε ένα άλλο, απίθανο φινάλε». Ο επίλογος αυτός δέχθηκε τα πυρά της κριτικής, ως μια ουρανοκατέβατη δημιουργική επιλογή, ως happy end με το στανιό, που μόνο στόχο είχε να διασφαλίσει την εμπορική επιτυχία της ταινίας.
Και εν μέρει μπορεί να ήταν έτσι. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση αυτού του τεχνάσματος, που όχι μόνο δεν βλάπτει την ταινία, αλλά την αναβαθμίζει, την πηγαίνει κάπου αλλού. Ό,τι παρακολουθήσαμε ως εκείνο το σημείο ήταν μια εργασιακή πραγματικότητα, εντυπωσιακά κινηματογραφημένη χάρη (και) στις επινοήσεις του σπουδαίου Καρλ Φρόιντ, με ζοφερή κατάληξη για τον ήρωα. Σε εκείνο το σημείο, λοιπόν, ο Μουρνάου σπάει τον τέταρτο τοίχο, υπενθυμίζει στο κοινό ότι βλέπει σινεμά και τονίζει μια βασική ιδιότητα αυτού του μέσου: να παίρνει την αλήθεια μας και να τη μετατρέπει σε «αληθινό ψέμα». Να ξαναγράφει την ιστορία μας, να υπερβαίνει τους περιορισμούς της πραγματικότητας και να πλάθει ένα παραμύθι δίχως θλιμμένο τέλος. Το σινεμά ικανοποιεί το δικαίωμα στο όνειρο, έστω και για λίγες ώρες, οι οποίες πολλαπλασιάζονται, επειδή στις δύσκολες στιγμές μπορούμε πάντα να επιστρέψουμε σ’ αυτό για να αντλήσουμε παρηγοριά.
Όχι, στα μάτια μας δεν πρόκειται για δημιουργική συνθηκολόγηση στο όνομα της επιτυχίας, αλλά για μια τολμηρή αποθέωση της ακαταμάχητης συνθήκης της κινηματογραφικής εξιδανίκευσης, για μια ωδή στις ιαματικές ιδιότητες του σινεμά. Μπορεί να λέμε ότι η ζωή δεν είναι σινεμά, αλλά χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε κανείς για να μας «λυπηθεί», για να πραγματώσει ενδεχόμενα απίθανα, αλλά επιθυμητά. Ευτυχώς, έναν αιώνα μετά την κυκλοφορία της ταινίας του Μουρνάου, το σινεμά είναι ακόμα εδώ.
Ο «Τελευταίος των ανθρώπων» προβάλλεται σε επανέκδοση από την Πέμπτη 13 Ιουνίου.