Γεννημένη στην κρατούμενη από τους Ναζί Βιέννη το 1938, η Romy Schneider καθιερώνεται από νωρίς στο κινηματογραφικό στερέωμα, όταν σε ηλικία κάτω από τα 20 χρόνια της ερμηνεύει την Σίσσυ, δηλαδή την πριγκίπισσα / αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, στην τριλογία του Ernst Marischka “Sissi” (1955), “Sissi / Die Junge Kaiserin” (1956) (Σίσσυ, η νεαρή αυτοκράτειρα) και “Sissi / Schicksalsjahre Einer Kaiserin” (Τα μοιραία χρόνια της Σίσσυ) (1957).
Από εκεί και πέρα η διαδρομή τής νεαρής ηθοποιού αρχίζει να αποκτά άλλα χαρακτηριστικά, καθώς ταλέντο και φυσική ομορφιά την οδηγούν να πρωταγωνιστεί σε μία ευρύτατη γκάμα ταινιών, που ξεκινούν από δράματα και καταλήγουν σε κωμωδίες, χωρίς να παραλείπονται και οι «ταινίες δημιουργών» (εμφανίζεται στην «Δίκη» του Orson Welles για παράδειγμα), αποκτώντας έτσι ακόμη πιο μεγάλο καλλιτεχνικό στάτους.
Ο κόσμος αγάπησε την Romy Schneider στο επεισόδιο του Λουκίνο Βισκόντι από το “Boccaccio ’70” (1962), στο “What’s New Pussycat?” (1965) του Κλάιβ Ντόνερ (δίπλα στους Peter Sellers και Peter O'Toole), στο “10:30 P.M. Summer” (1966) του Ζυλ Ντασέν (δίπλα στην Μελίνα Μερκούρη και τον Peter Finch), στο “Triple Cross” (1966) του Τέρενς Γιάνγκ και βεβαίως στην «Πισίνα» (1969) του Ζακ Ντερέ, εκεί όπου εντυπωσιάζει τους πάντες, με το παίξιμο και το παρουσιαστικό της, έχοντας ως συμπρωταγωνιστές τους αντίζηλους Alain Delon και Maurice Ronet. Με τον Delon, εξάλλου, υπήρξαν κι ένα από τα πιο δημοφιλή ζευγάρια (έξω από τα πλατώ) στις αρχές των σίξτις.
Η δεκαετία του ’70 θα δώσει την ευκαιρία στην Romy Schneider να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλους ρόλους, και βασικά ως Ελισάβετ της Αυστρίας ξανά, στο «Λυκόφως των Θεών» (1973) του Λουκίνο Βισκόντι, μα ακόμη και στο “Les Choses de la Vie” (1970) του Κλοντ Σοτέ (δίπλα στον Michel Piccoli), στην «Δολοφονία του Τρότσκι» (1972) του Τζόζεφ Λόουζι (με Richard Burton και Alain Delon), στο έξοχο «Σημασία Έχει ν’ Αγαπάς» (1975) του Αντρέι Ζουλάφσκι, στο «Αθώοι με Βρώμικα Χέρια» (1975) του Κλοντ Σαμπρόλ ή και στο «Η Λάμψη μιας Γυναίκας» (1979) του Κώστα Γαβρά.
H ταινία «Μια Γυναίκα στο Παράθυρο» είχε γυριστεί σ’ ένα μεγάλο μέρος της στην Ελλάδα. Στην Αθήνα και στα περίχωρα (Μεσόγεια), και ακόμη στους Δελφούς και την Άμφισσα, το καλοκαίρι του 1976. Σε μικρούς πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονταν, μάλιστα, και έλληνες ηθοποιοί, όπως η Νέλλη Ρήγα και ο Βασίλης Κολοβός
Μεταξύ αυτών των ταινιών τοποθετείται και το δράμα “Une Femme à Sa Fenêtre” (1976) (Μια Γυναίκα στο Παράθυρο) του Pierre Granier-Deferre, που έχει ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον. Και γιατί γυρίστηκε στην Ελλάδα, σε Αθήνα (Πλάκα, γυμναστήριο Εθνικού, Παναθηναϊκό Στάδιο), Αττική (Μεσόγεια), Δελφούς και Άμφισσα, το καλοκαίρι του 1976, μα και γιατί το σενάριο της ταινίας σχετιζόταν με κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας – βασικά με την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, το 1936 και ακροθιγώς με εκείνη των συνταγματαρχών, το 1967.
Το “Une Femme à Sa Fenêtre” αποτελούσε κινηματογραφική διασκευή, από τους Pierre Granier-Deferre και Jorge Semprún, ενός βιβλίου, μιας νουβέλας του Pierre Drieu La Rochelle (1893-1945) με τον ίδιο τίτλο, που είχε τυπωθεί στην Γαλλία το 1929.
Ο συγγραφέας την εποχή που έγραφε το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν φίλα διακείμενος προς την κομμουνιστική ιδεολογία, και γι’ αυτό το λόγο πρωταγωνιστής της ιστορίας του είναι ένας κομμουνιστής, που διώκεται στην Αθήνα του Μεσοπολέμου.
Παρά ταύτα, στο βιβλίο, αυτό που περισσεύει είναι ο κοσμοπολιτισμός, καθώς το στοιχείο της ερωτικής περιπέτειας υπερβαίνει κατά πολύ εκείνου της… πάλης των τάξεων.
Τώρα, το γιατί ο Pierre Drieu La Rochelle στην δεκαετία του ’30 φλέρταρε ανοιχτά με τον φασισμό, φθάνοντας να υποστηρίξει έως και επιλογές των Ναζί, αυτοκτονώντας τελικά, λίγο μετά την απελευθέρωση, ηττημένος από ένα σύμπλεγμα ενοχών και απελπισμένων προσπαθειών για την εύρεση ενός δικού του πνευματικού κέντρου, είναι, όλα τούτα, μία άλλη ιστορία.
Ας πούμε, ακόμη, πως το βιβλίο του Drieu La Rochelle θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά, το 2000, ως «Μια Γυναίκα στο Παράθυρό της» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Διαβάζουμε τα λόγια του συγγραφέα:
«Φαντάστηκα μια νέα γυναίκα, όμορφη, πλούσια, τη μαρκησία Σαντορίνι. Ένα τυχαίο γεγονός της επιτρέπει να γλιτώσει από τα νύχια της αστυνομίας των Αθηνών –όπου ο σύζυγός της είναι διπλωμάτης– έναν νεαρό κομμουνιστή, τον Μισέλ Μπούτρος. Η Μαργκό Σαντορίνι ερωτεύεται τον Μπούτρος. Ποιο άραγε προτέρημα την ελκύει σ’ αυτό τον άντρα, που θίγει όλες τις προκαταλήψεις της; Επειδή είναι ωραίο παλικάρι; Ή μήπως επειδή διαβλέπει, σ’ αυτόν, έναν άντρα του μέλλοντος, που θα γίνει μεγάλος αρχηγός και με τον οποίο θα ζήσει μια μεγάλη περιπέτεια;».
Φυσικά, για τις ανάγκες της ταινίας το βιβλίο διασκευάστηκε, όπως είπαμε, κρατώντας όμως αρκετά από τα βασικά σημεία του.
Κατά το σενάριο, λοιπόν (σ.σ. στο κείμενο υπάρχει spoiler), στο κέντρο βρίσκονται οι αισθηματικές σχέσεις των ανθρώπων και βασικά ο έρωτας. Και οι σχέσεις, για τις οποίες δεν διαφαίνεται καμία προοπτική, και ένας σφοδρός και μεγάλος έρως, γύρω από τον οποίον εξυφαίνεται η υπόθεση.
Η γυναίκα στο παράθυρο είναι η Margot Santorini (Romy Schneider), η οποία βρίσκεται σ’ έναν τυπικό γάμο με τον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, τον Rico Santorini (Umberto Orsini), ενώ περιτριγυρίζεται και από έναν μεσήλικα βιομήχανο, τον Raoul Malfosse (Philippe Noiret), που ενδιαφέρεται έντονα για ’κείνη.
Μια νύχτα, στο ξεκίνημα της δικτατορίας του Μεταξά, τον Αύγουστο του 1936, ένας κομμουνιστής, ο Michel Boutros (υποδύεται ο Victor Lanoux), που τον καταδιώκει η αστυνομία, φθάνει στον κήπο του σπιτιού τής Margot, η οποία, αφού τον βλέπει από το παράθυρό της, στη συνέχεια του παρέχει κάλυψη, αφήνοντάς τον να περάσει στα ενδότερα.
Ανάμεσα στους δύο θα δημιουργηθεί μία κεραυνοβόλα έλξη, καθώς το θάρρος και ο ιδεαλισμός του κομμουνιστή θα συγκινήσουν σφόδρα την Margot, που ξαφνικά ανακαλύπτει κάτι πέρα από τη συμβατική ζωή της – έτσι όπως σύρεται, από σαλόνι σε σαλόνι, στα σουαρέ και τις δεξιώσεις.
Η απόφαση της Margot είναι ειλημμένη. Αποφασίζει να βάλει τέλος σε μια ζωή κενή και ασήμαντη, εγκαταλείποντας σύζυγο και εραστή, φεύγοντας μαζί με τον Michel, μέσω Πάτρας και Κέρκυρας, με προορισμό την Ιταλία.
Στην προσπάθειά της αυτή θα την βοηθήσει ο Raoul (που αποτυγχάνει να την μεταπείσει, αλλά ταυτοχρόνως είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για ’κείνη), όμως, στην πορεία, τα ίχνη του ζευγαριού θα χαθούν, κάπου στην Ευρώπη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θα επιχειρήσουν να το αναζητήσουν (το ζευγάρι) ο Raoul με τον Rico.
Τριάντα ένα χρόνια αργότερα, από ’κείνη την αναπάντεχη γνωριμία της Margot και του Michel στην Αθήνα του ’36, μία μέρα πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, στις 20 Απριλίου 1967, ένα κορίτσι (υποδύεται ξανά η Romy Schneider) φθάνει στην Ελλάδα, για να αναζητήσει πληροφορίες για τους χαμένους γονείς του...
H Romy Schneider στην Ελλάδα και απόψεις για την ταινία
Όπως προαναφέραμε η ταινία «Μια Γυναίκα στο Παράθυρο» είχε γυριστεί σ’ ένα μεγάλο μέρος της στην Ελλάδα. Στην Αθήνα και στα περίχωρα (Μεσόγεια), και ακόμη στους Δελφούς και την Άμφισσα, το καλοκαίρι του 1976.
Σε μικρούς πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονταν, μάλιστα, και έλληνες ηθοποιοί, όπως η Νέλλη Ρήγα και ο Βασίλης Κολοβός (είναι οι μόνοι δύο, που αναφέρονται στους τίτλους αρχής), ενώ ένας προσεκτικός θεατής θα διακρίνει, σε διάφορες σκηνές, και σε ρόλους μικρότερους, τους Ανδρέα Παπαδόπουλο, Χρήστο Τσάγκα, Φραγκούλη Φραγκούλη, Γιάννη Χειμωνίδη, Γιώργο Ζαϊφίδη, Τέλη Ζώτο, Μαρία Νίκα κ.ά. Περιττό να πω πως κανένα απ’ αυτά τα ονόματα δεν αναφέρεται, ούτε στους τίτλους της ταινίας, ούτε στη βάση IMDb.com.
Επίσης, να προσθέσουμε πως στην ταινία εμφανίζονταν ουκ ολίγοι έλληνες κομπάρσοι, πως ένας από τους βοηθούς σκηνοθέτες ήταν Έλληνας (Αντώνης Μιχαλέας), ενώ σίγουρα θα δούλεψαν δικοί μας τεχνικοί και στις υπόλοιπες ομάδες της παραγωγής.
Το σημειώνουμε αυτό, γιατί το 1976 ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, με τις ξένες ταινίες που γυρίζονταν στη χώρα (όπως αυτή η γαλλο-ιταλο-γερμανική), και που είχαν κάποιο budget πληρώνοντας καλά, να αποτελούν μια κάποια λύση, για τους επαγγελματίες του χώρου.
Επίσης να σημειώσουμε πως μουσική στο “Une Femme à Sa Fenêtre” είχε γράψει μια μεγάλη μορφή της ιταλικής, και όχι μόνο, κινηματογραφικής μουσικής, ο μαέστρος Carlo Rustichelli (1916-2004).
Πρόκειται για ένα από τα 276(!) δικά του σάουντρακ, το οποίο είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο στην Ιταλία, ως “Una Donna Alla Finestra” [Cidias, 1976]. Οι μελωδίες και τα ρομαντικά θέματα κυριαρχούν φυσικά, χωρίς να είναι τα μόνα.
Η ταινία “Une Femme à Sa Fenêtre” βγήκε στις γαλλικές αίθουσες στις 10 Νοεμβρίου 1976, αλλά στις ελληνικές αρκετά αργότερα, τον Μάρτιο του 1978, παίρνοντας αρνητικές κριτικές (τουλάχιστον από τους κριτικούς της τότε Αριστεράς). Ο Δημήτρης Δανίκας είχε γράψει στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (21 Μαρτίου 1978):
«“Μια Γυναίκα στο Παράθυρό της” λέγεται η τελευταία ταινία του Πιέρ Γκρανιέ Ντεφέρ, που γυρίστηκε στην Ελλάδα, με την Ρόμυ Σνάιντερ, τον Φιλίπ Νουαρέ και τον Ουμπέρτο Ορσίνι. Η ταινία αναφέρεται στα πάντα – από το κομμουνιστικό κόμμα μέχρι τον Ευριπίδη. Όλα αυτά μέσα στα σαλόνια των διπλωματών, στο 1936, μεταξύ Μεταξά, ιταλικής πρεσβείας και μιας κυρίας (γυναίκα του γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας), που ερωτεύεται ένα “σκληρό” κομμουνιστή, σπουδαγμένο στη Μόσχα. Έρωτας ρομαντικός, με μια αμήχανη Σνάιντερ, όπου όλα ανακατεύονται και κανείς δεν βγάζει άκρη – εκτός από τον ανεγκέφαλο Ντεφέρ, που έπρεπε, πριν γυρίσει την ταινία του, να μάθει να ξεχωρίζει στοιχειωδώς βασικές πολιτικές έννοιες».
Η ταινία δεν πολιτικολογεί ιδιαιτέρως, σχεδόν καθόλου, αλλά σε κάποιες στιγμές, σε κάποια δευτερόλεπτα, εκφράζονται... ευρωκομμουνιστικές και αναθεωρητικές απόψεις (για να χρησιμοποιήσουμε όρους της εποχής), σε σχέση με ορισμένα ιστορικά γεγονότα, και όχι κατ’ ανάγκην φιλοσοβιετικές, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο τμήμα της παραδοσιακής Αριστεράς, στην Ελλάδα, να δει την ταινία διαφορετικά. Συνέβαιναν αυτά... και συμβαίνουν.
Η δική μας γνώμη είναι πως η ταινία δεν είναι κακή, σαν αισθηματική, ρομαντική περιπέτεια βεβαίως, με το συγκεκριμένο ιστορικό background πάντα, απλώς είναι μεγάλη σε διάρκεια (110 λεπτά) και βασικά φλύαρη. Αν διαρκούσε 80 λεπτά σίγουρα θα ήταν μεστότερη και άρα ωραιότερη.
Περαιτέρω η ταινία εμφανίζει έναν ψευτο-μοντερνισμό στην αφήγηση, με τα συνεχή μπρος-πίσω, τα flashbacks κ.λπ., αλλά αυτό δεν γίνεται με την μαεστρία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στο “Il Conformista” για παράδειγμα –o Granier-Deferre δεν είναι Μπερτολούτσι–, με αποτέλεσμα η “Une Femme à Sa Fenêtre” να βλέπεται κάπως σαν τηλεοπτικό σίριαλ, που τα επεισόδιά του έχουν ανακατευτεί, και που προσπαθεί να τα βάλει σε μια λογική σειρά ο μοντέρ.
Σίγουρα θα μπορούσε να είχαν μπει και σε μιαν άλλη σειρά, ή και σε μια τρίτη, χωρίς να επηρεαστεί η ροή της ταινίας. Δεν διαχέεται, δηλαδή, το ένα επεισόδιο μέσα στο άλλο – και αυτό διαλύει, τελικά, τη συνοχή της.
Romy Schneider: το κυνήγι των ελληνικών μίντια
Το καλοκαίρι του ’76 τα ελληνικά μίντια δεν αγνόησαν την παρουσία της Romy Schneider και της κουστωδίας της στη χώρα μας. Πώς θα μπορούσαν;
Φυσικά, δεν ήταν η πρώτη επίσκεψη της γερμανογαλλίδας ηθοποιού στην Ελλάδα, αφού είχε προηγηθεί η παρουσία της στην Αθήνα και την Επίδαυρο, το καλοκαίρι του 1960, όταν είχε παρακολουθήσει, μαζί με τους Alain Delon και Λουκίνο Βισκόντι, την Κατίνα Παξινού στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου (Κυριακή 3 Ιουλίου 1960). Όμως, τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Η Romy Schneider ήταν πλέον μεγάλο όνομα, ενώ και οι μέρες παραμονής της στην χώρα μας ήταν πολύ περισσότερες. Έτσι δεν είναι παράξενο το «κυνήγι» από κάμερες, φωτογράφους και δημοσιογράφους.
Δύο από τα πιο δημοφιλή περιοδικά της εποχής, τα «Επίκαιρα» και «Ο Ταχυδρόμος», είχαν εκτενή ρεπορτάζ –και πιο σοβαρά, και κάπως γκλαμουράτα και πικάντικα–, αφού η άστατη ερωτική ζωή τής σταρ προσφερόταν για το σχετικό καλλιτεχνικό κουτσομπολιό.
Η Λιάνα Κανέλλη, για λογαριασμό των «Επικαίρων», είναι εκείνη που ακολουθεί την Romy Schneider στην περιπλάνησή της στην Στερεά Ελλάδα, καταγράφοντας εντυπώσεις στο κείμενό της «Κρασί και έρωτας για την Σίσσυ στους Δελφούς» («Επίκαιρα», τεύχος #409, 3-9 Ιουν. 1976). Διαβάζουμε:
«Η Ρόμυ Σνάιντερ γυρίζει στην Ελλάδα μια ταινία εποχής. Στη σκιά της κάθε στιγμή ο νέος της σύζυγος Daniel Biasini. Μια αυστριακή φιγούρα στους Δελφούς, κομψή, νοσταλγική, με μια απέραντη μελαγχολία στα γκρίζα της μάτια. Πάντα όμορφη, ντελικάτη(...), αλλά πάντα απρόσιτη. Δεν μισεί τους δημοσιογράφους. Τους φοβάται. Όσο φοβάται και τις φωτογραφίες, όταν δεν είναι τραβηγμένες από έναν ηλικιωμένο κύριο, Παριζιάνο με βυσσινί παντελόνι, φύλακα άγγελο της ομορφιάς της, όταν αυτή κινδυνεύει από δημοσίευση στον Τύπο. Η Ρόμυ, η Σίσσυ, η γυναίκα της “Πισίνας”, η σταρ, δεν είναι παρά μια θηλυκή ύπαρξη, που κυνηγάει ακόμα, μ’ αδιόρατα, χαμένα στη φήμη, βήματα, την ευτυχία του μεγάλου έρωτα και την ολοκλήρωση της γαλήνης των άσημων ανθρώπων».
Τελικά, και με τα χίλια ζόρια, η Λ. Κανέλλη θα κατορθώσει να πάρει μερικές κουβέντες από την Romy Schneider:
«Μ’ αρέσει πολύ ο ρόλος μου και είναι γραμμένος ακριβώς για μένα. Είναι η πρώτη μου εμφάνιση μετά από ένα χρόνο. Είχα σταματήσει για προσωπικούς λόγους. Είχα ζητήσει πριν από τρία χρόνια στον Πιέρ Γκρανιέ-Ντεφέρ, τον σκηνοθέτη, να παίξω τον ρόλο – γιατί αυτός ετοίμαζε το έργο τέσσερα ολόκληρα χρόνια και δεν το έκανε παρά μόνο τώρα. Αισθάνομαι πάρα πολύ όμορφα. Πιστεύω ότι είναι ένας από τους καλύτερους ρόλους που έχω παίξει μέχρι σήμερα ή τουλάχιστον παίζω ακόμα. Το σενάριο είναι καταπληκτικά γραμμένο και έχει εμπνευσμένο τέλος. Η κόρη της πρωταγωνίστριας γυρίζει στα ίχνη της μητέρας της. Και το να παίζω την ίδια μου την κόρη είναι θαυμάσιο, αν και δύσκολο. Πάντως τα κατάφερα.(...). Δεν μπορώ να πω τίποτ’ άλλο για τον ρόλο μου, παρά μόνο ότι είναι απ’ αυτούς που οι γυναίκες ηθοποιοί επιθυμούν να παίξουν σ’ όλη τους τη ζωή, και η ευκαιρία έρχεται μια ή δυο φορές. Τουλάχιστον τώρα, που στο σινεμά το σενάριο βασίζεται κυρίως πάνω σε άντρες ηθοποιούς, και δεν υπάρχουν ρόλοι αξιώσεων για τις γυναίκες».
Στον «Ταχυδρόμο» της ίδιας περιόδου (τεύχος #1153, 3 Ιουν. 1976) υπάρχει ανάλογο άρθρο με τίτλο «Η δελφική άνοιξη της Ρόμυ Σνάιντερ», διανθισμένο με φωτογραφίες της σταρ, που την εικονίζουν με τον σύζυγό της Daniel Biasini.
Όμως, στο επόμενο τεύχος του περιοδικού (#1154, 10 Ιουν. 1976) το σκηνικό αλλάζει, καθώς οι δημοσιευμένες φωτογραφίες δείχνουν την Romy Schneider σε πολύ «κοντινά» χορευτικά στιγμιότυπα με τον μακιγιέρ της Didier Lavergne.
Οι δημοσιογράφοι με τους φωτορεπόρτερ κυνηγούν παντού την γερμανογαλλίδα σταρ, αποτυπώνοντας κάθε βραδινή της έξοδο. Άρα δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να την συναντήσουν και στο Χάραμα, δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη!
Μπορεί η Romy Schneider να έμοιαζε αποτραβηγμένη και σκεπτική, ή και να ήταν στη συγκεκριμένη φάση της ζωής της, όμως αυτό δεν την εμπόδισε να χαρεί την αθηναϊκή νύχτα – όπως συνέβαινε εξάλλου με όλα τα «αστέρια», που επισκέπτονταν τη χώρα μας (είτε για δουλειές είτε για δημόσιες σχέσεις και διακοπές).
Η φωτογραφία από το Χάραμα, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, που είναι τραβηγμένη την εποχή των γυρισμάτων του “Une Femme à Sa Fenêtre” στην Αθήνα, δείχνει την Romy Schneider, με το ριγέ φόρεμα, να κάθεται ανάμεσα στον Βασίλη Τσιτσάνη και την τραγουδίστρια Αλεξάνδρα, ενώ πίσω φαίνονται και δύο μουσικοί της ορχήστρας, η πιανίστρια Ευαγγελία Μαργαρώνη και ο κιθαρίστας Γιάννης Δέδες (αυτός πρέπει να είναι). Τις άλλες δύο γυναίκες, δεξιά του Β. Τσιτσάνη και την καθιστή μπροστά, δεν τις αναγνωρίζουμε.
Δεν μπορεί να ήταν αυτές οι τελευταίες ανέμελες και γιατί όχι ευτυχισμένες στιγμές της Romy Schneider, όμως, και σε κάθε περίπτωση, το επόμενο διάστημα της σύντομης ζωής της, σκιάζεται και βαρύνεται από μαζεμένα αρνητικά και θλιβερά γεγονότα, τα οποία επισκίασαν ακόμη και την καλλιτεχνική δραστηριότητά της.
Το 1979, στις 15 Απριλίου, αυτοκτονεί ο πρώην σύζυγός της, o γερμανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Harry Meyen, με τον οποίον η Romy Schneider είχε ζήσει από το 1966 έως το 1975, ενώ τον Ιούνιο του 1981 χωρίζει και από τον Daniel Biasini (τον δεύτερο σύζυγό της).
Ένα μήνα αργότερα, τον Ιούλιο του 1981, η μοίρα θα της δείξει το πιο σκληρό της πρόσωπο έως τότε, καθώς θα τραυματιστεί θανάσιμα ο γιος της (με τον Meyen), o δεκατετράχρονος David Christopher, με την ίδια ουσιαστικά να καταρρέει, μετά και από μια σοβαρή εγχείρηση στα νεφρά.
Η εξάρτησή της από το αλκοόλ (την οποία υπαινίσσεται κι εκείνο το ελληνικό ρεπορτάζ από τα Επίκαιρα του ’76 - «Κρασί και έρωτας για την Σίσσυ στους Δελφούς») υπήρξε μεγάλη, και η καρδιακή προσβολή, μόλις στα 43 της, στις 29 Μαΐου 1982, ακριβώς πριν από 42 χρόνια, έρχεται να βάλει την τελευταία τελεία, στην καλλιτεχνική διαδρομή και στη ζωή τής Romy Schneider – ίσως της πιο προικισμένης και σίγουρα της πιο αγαπημένης γερμανόφωνης ηθοποιού όλων των εποχών.