Ιδιοφυής, αυτοδίδακτος, εργασιομανής, εμμονικός, αειθαλής, στοχαστικός κι ερωτικός, ο Γούντι Άλεν, λίγο πριν κλείσει τα 80 του, παραμένει ο πλέον αναγνωρίσιμος δημιουργός του αμερικανικού κινηματογράφου, αν και το κοινό του παραμένει πιστό πλην ελάχιστο, κατ' αυτόν, σε σχέση με τα εκατομμύρια των θεατών που παρακολουθούν τα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ. Εκείνος κατάφερε να κρατήσει κατά το δυνατόν την ακεραιότητά του απέναντι στο σύστημα των μεγάλων παραγωγών και να γυρίσει όλες του σχεδόν τις ταινίες στη λατρεμένη του Νέα Υόρκη, την οποία και ανέδειξε μοναδικά, πείθοντας μάλιστα αρκετούς ακριβοπληρωμένους σούπερ-σταρ να πρωταγωνιστήσουν σε αυτές με χαμηλή αμοιβή, όσες φορές δεν ήταν ο ίδιος πρωταγωνιστής βέβαια − αν και πάντα καταφέρνει τους ηθοποιούς που αναλαμβάνουν τους κεντρικούς ρόλους των έργων του να υποδύονται καταρχήν... τον ίδιο!
Γεννημένος στο Μπρονξ τα χρόνια της τρομερής κρίσης, μέσα της δεκαετίας του '30, την 1η Δεκεμβρίου του 1935, από Εβραίους γονείς δεύτερης γενιάς, οι οικογένειες των οποίων είχαν μεταναστεύσει από την Ευρώπη, ο Άλαν Στιούαρτ Κένιγκσμπεργκ, όπως ήταν αρχικά το όνομά του, μεγάλωσε με όλα τα αρχετυπικά στοιχεία της παράδοσης των Εσκενάζυ. Στο Μπρούκλιν όπου μετακόμισαν σχεδόν αμέσως, τυπική γειτονιά μεταναστών της εποχής, το καλοκαίρι τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους μπέιζμπολ, παιχνίδι στο οποίο διέπρεπε κι εκείνος, όπως και στο μπάσκετ, παρόλο το μικρό του ανάστημα − ήταν ένας τρόπος να εντυπωσιάζει τα κορίτσια στα οποία είχε αδυναμία από πολύ νωρίς. Αδυναμία είχε από παιδί και στο σινεμά –στα τρία του χρόνια τον πήγαν να δει τη «Χιονάτη και τους επτά νάνους»−, τη μόνη διαφυγή της γενιάς του από την πραγματικότητα. Έτσι, ο υπερκινηματογράφος «Kingway» του Μίλγουντ στο Μπρούκλιν αποτέλεσε εκείνα τα πρώτα χρόνια το δεύτερο σπίτι του. Άλλες ασχολίες; Τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα, τα χαρτιά και το κλαρινέτο! Εξού και το ψευδώνυμο-φόρος τιμής στον Γούντι Χέρμαν, θρυλικό κλαρινετίστα και συνθέτη της τζαζ. Ήδη από τα 15 του είχε ανακαλύψει βέβαια το ταλέντο του να γράφει αστεία τα οποία πουλούσε σε ατζέντη που τα προωθούσε σε εφημερίδες και κέρδιζε 200 δολάρια την εβδομάδα, πολύ περισσότερα δηλαδή απ' ό,τι κέρδιζαν ο πατέρας και η μητέρα του μαζί. Αυτό του έδωσε αυτοπεποίθηση και σύντομα άρχισε να πουλάει αστείες ατάκες σε συγγραφείς του Μπρόντγουεϊ και σε γνωστούς κωμικούς που έκαναν stand-up comedy (πρόγραμμα σε κλαμπάκια με αυθόρμητα, υποτίθεται, αστεία). Σε αυτό το είδος της κωμωδίας εν τέλει διέπρεψε και ο ίδιος, αφού εκεί βασίζεται η τεχνική που τον έκανε διάσημο, μέσω του κινηματογράφου, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τη δεκαετία του '70 η περσόνα ενός νευρωτικού, υποχόνδριου, δειλού, αλλά συχνά ερωτομανή, έκπληκτου και διανοούμενου Νεοϋορκέζου Εβραίου −στοιχεία που δεν ήταν απαραίτητα αληθή για τον Γούντι Άλεν− τον έκανε τρομερά δημοφιλή παντού, και κυρίως στη σοφιστικέ Ευρώπη.
Ξεκίνησε να σπουδάζει επικοινωνία και κινηματογράφο στο New York University απ' όπου τον απέβαλαν, όπως και από το City College. Ο μόνος τρόπος να αρέσει στις παρέες των σπουδαγμένων ήταν να διδαχτεί τα πάντα μόνος του. Ξεκοκάλιζε ολόκληρα βιβλία λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, καθώς από νωρίς τον απασχολούσαν τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα της θρησκευτικής πίστης και του θανάτου, στοιχεία που τον έκαναν να ξεχωρίζει στον τρόπο που αντιλαμβανόταν και την κωμωδία. Όταν τον έπεισαν οι ατζέντηδές του να αρχίσει να ερμηνεύει ο ίδιος τα αστεία που έγραφε για άλλους αρχικά δείλιασε, αλλά τελικά ενέδωσε, φέρνοντας έναν εντελώς νέο αέρα στο είδος: αφοπλιστικά τολμηρούς μονολόγους, ειλικρινά αυτοσαρκαστικούς, αποκαθηλωτικούς για μια σειρά από κοινωνικές και ψυχολογικές συμβάσεις. Κι όλα αυτά, απευθυνόμενος σε ένα ακαλλιέργητο και εν πολλοίς συντηρητικό τότε ακόμα κοινό που αδυνατούσε να εκτιμήσει το χιούμορ του. Αν και ανήκε στη γενιά των κωμωδιογράφων που άλλαξαν την αμερικανική σάτιρα, χρειάστηκε να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τον Οκτώβριο του 1960, οπότε έκανε το ντεμπούτο του στο nightclub «Blue Angel», μέχρι να κατακτήσει τα πλήθη που τελικά «άλωσε» με τις ταινίες του, τις αρχές της δεκαετίας του '70.
Αν και ούτε οι σατιρικοί δίσκοι του πουλούσαν τα αναμενόμενα, η πετυχημένη του συμβολή στις εκπομπές του Μπομπ Χόουπ και στο «Candid Camera» έκανε τους τηλεοπτικούς σταθμούς να του εμπιστευτούν εκπομπές όπως το «Tonight Show» αλλά και την καταδική του «The Woody Allen Show». Η Νέα Υόρκη σταδιακά και σταθερά άρχισε να αναγνωρίζει το όνομά του και να τον εκτιμάει όλο και πιο πολύ ως κωμικό. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, εφόσον για κάθε του εμφάνιση δούλευε σκληρά επί μήνες και από μόνος του ξεσκαρτάριζε τα καλύτερα κείμενα και τις ατάκες του. Παράλληλα, ξεκίνησε να γράφει για το θέατρο και το 1969 έκανε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με το «Play it again, Sam», όπου πρωταγωνιστούσε με την Νταϊάν Κίτον, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά για έναν χρόνο – μέχρι σήμερα υποστηρίζει ότι σ' εκείνη οφείλει τη μεγάλη του εξέλιξη στο χτίσιμο γυναικείων ρόλων.
Θεωρούσε ότι μέχρι να γνωριστούν ήξερε να γράφει καλά μόνο αντρικούς ρόλους και ότι εκείνη του άλλαξε ολόκληρη την οπτική σε σχέση με τις γυναίκες. Επόμενο ήταν να πρωταγωνιστήσει σε οκτώ ταινίες του, ακόμα και αφού η σχέση τους έληξε, ενώ παραμένουν μέχρι σήμερα στενοί φίλοι.
Οι τζαζ μελωδίες από την προσωπική του συλλογή που κατακλύζουν τις ταινίες του αποδεικνύουν τις προτεραιότητές του. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι το Χόλιγουντ τού ήταν πάντα αδιάφορο και αφόρητα βαρετό.
Η πρώτη ταινία που γυρίστηκε σε σενάριό του δεν είναι άλλη από το «What's new pussycat?» («Χαρέμι για δύο») το 1965, στην οποία κράτησε έναν μικρό ρόλο δίπλα στον Γουόρεν Μπίτι, που εγκατέλειψε την ταινία όταν συνειδητοποίησε ότι ο Άλεν άλλαζε τις καλύτερες ατάκες του, προσθέτοντας άλλες, καλύτερες, στον δικό του ρόλο. Ο Μπίτι αντικαταστάθηκε από τον Πίτερ Σέλερς κι έκτοτε ο Άλεν αποφάσισε ότι ήθελε να έχει πλήρη έλεγχο των ταινιών του, επιβάλλοντας τον εαυτό του και ως σκηνοθέτη. Στο Χόλιγουντ ήταν ανεπίτρεπτο ένας σκηνοθέτης να έχει τον πλήρη έλεγχο μιας ταινίας − ευτυχώς! Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τον κράτησε η Νέα Υόρκη, όπου και έχτισε ολόκληρη τη γνωστή φιλμογραφία του, όπως την ξέρουμε σήμερα. Με τον Σέλερς αλλά και άλλους σταρ συμμετείχε στο «Casino Royale» ως Jimmy Bond το 1967, αλλά ήταν με δικά του έργα, τα «Πάρε τα λεφτά και τρέχα», «Μπανάνες» και «Τα πάντα γύρω από το σεξ», που έμελλε να γίνει διάσημος διεθνώς και να τον αναγνωρίσει η βιομηχανία του κινηματογράφου ως σημαντική νέα δύναμη στη σάτιρα και το slapstick (επιρροές από τον Μπάστερ Κίτον και τους αδελφούς Μαρξ).
Τη δεκαετία του '70 η περσόνα ενός νευρωτικού, υποχόνδριου, δειλού, αλλά συχνά ερωτομανή, έκπληκτου και διανοούμενου Νεοϋορκέζου Εβραίου −στοιχεία που δεν ήταν απαραίτητα αληθή για τον Γούντι Άλεν− τον έκανε τρομερά δημοφιλή παντού, και κυρίως στη σοφιστικέ Ευρώπη. Το 1977, με το περίφημο «Annie Hall» («Νευρικός Εραστής») σάρωσε τα Όσκαρ στις κατηγορίες σεναρίου, σκηνοθεσίας, καλύτερης ταινίας και α' γυναικείου ρόλου για την Κίτον (αλλά όχι για τη δική του ερμηνεία που ήταν επίσης υποψήφια, καθώς, όπως ομολογεί και ο ίδιος, παίζει πάντα τον εαυτό του), χωρίς καν να μπει στον κόπο να ταξιδέψει μέχρι το Λος Άντζελες για να τα παραλάβει. Η δικαιολογία του ήταν ότι κάθε Δευτέρα παίζει κλαρινέτο με μια μικρή τζαζ μπάντα στο Cafe Carlyle του Μανχάταν, κάτι που όντως ίσχυε για δεκαετίες. Οι τζαζ μελωδίες από την προσωπική του συλλογή που κατακλύζουν τις ταινίες του αποδεικνύουν τις προτεραιότητές του. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι το Χόλιγουντ τού ήταν πάντα αδιάφορο και αφόρητα βαρετό. Η επόμενη μεγάλη επιτυχία του, προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν το «Μανχάταν», το 1979, μια ασπρόμαυρη ταινία που υμνεί τη Νέα Υόρκη και σατιρίζει τους αστούς διανοούμενούς της, τις συνήθειές τους και τις πολύπλοκες καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται, τα ήθη και τις σεξουαλικές τους περιπέτειες. Τόσο πολύ τον απογοήτευσε το αποτέλεσμα, που πρότεινε στην εταιρεία παραγωγής να μην τη διανείμει και να κάνει μια άλλη, χωρίς να πληρωθεί. Ευτυχώς δεν τον άκουσαν και ακόμα και σήμερα το «Μανχάταν» αποτελεί μία από τις εμβληματικότερες ταινίες για την πόλη που δεν κοιμάται ποτέ.
Η ταινία «Interiors» («Εσωτερικές Σχέσεις») του 1978 ήταν μια απόπειρα μπεργκμανικού δράματος από τις πολλές που έκανε τα χρόνια της ακμής του. Οπαδός του κινηματογράφου του auteur, η προσωπική του λίστα περιλαμβάνει την «Έβδομη Σφραγίδα» και τις «Άγριες Φράουλες» του Μπέργκμαν, το «8½» του Φελίνι, το «Ρασομόν» του Κουροσάβα, τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Ρενουάρ και τα «400 χτυπήματα» του Τριφό, ξέροντας ότι μια κωμωδία δεν μπορεί να φτάσει σε ανάλογο βάθος. Μόνο σε αυτά τα έργα (και στον «Πολίτη Κέιν» από Αμερικανούς) έβρισκε το φιλοσοφικό θάμβος και την υψηλή αισθητική που ήθελε και ο ίδιος να κατακτήσει ως κινηματογραφιστής. Ως εκ τούτου, πολλές ταινίες του παραπέμπουν εμφανώς σε αριστουργήματα, όπως η «Σεξοκωμωδία θερινής νύχτας» που υιοθετεί στοιχεία από τα «Χαμόγελα θερινής νύχτας», ο «Σεπτέμβρης» από τη «Φθινοπωρινή Σονάτα», η «Χάνα και οι αδελφές της» από το «Φάνι και Αλέξανδρος» −όλα του Μπέργκμαν−, το νοσταλγικό «Μέρες Ραδιοφώνου» από το «Αμαρκόρντ» του Φελίνι. Αλλά και οι υπόλοιπες ταινίες του, ακόμα και όταν πρόκειται για κωμωδίες, εμπεριέχουν τη νοσταλγία, την πίκρα και το μαύρο χιούμορ που αντλούσε από τις αναζητήσεις του, τόσο τις καλλιτεχνικές όσο και τις φιλοσοφικές.
Με τη Μία Φάροου άρχισε να συνεργάζεται όταν αναγκάστηκε να αντικαταστήσει την Νταϊάν Κίτον στη «Σεξοκωμωδία θερινής νύχτας». Πρωταγωνίστησε σε 13 ταινίες του μεταξύ 1982 και 1992, συνδεθήκαν για ολόκληρη αυτήν τη δεκαετία χωρίς να παντρευτούν, έκαναν ένα παιδί μαζί και υιοθέτησαν άλλα δύο. Μέχρι που ερωτεύτηκε τη θετή κόρη της Φάροου από προηγούμενο γάμο, την κινεζικής καταγωγής Σουν-Γι Πρέβιν. Η κατά 35 χρόνια νεότερή του γυναίκα ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, προκαλώντας τη μήνι της Φάροου και ολόκληρου του αμερικανικού Τύπου, μετατρέποντας την κατάσταση σε πρώτου μεγέθους σκάνδαλο. Ο Άλεν και η Σουν-Γι παραμένουν παντρεμένοι κι ερωτευμένοι έκτοτε, έχουν υιοθετήσει δύο παιδιά, κι εκείνος, αφού σταμάτησε οριστικά την ψυχανάλυση, θεωρεί ότι επιτέλους μπορεί να ζει μια νοικοκυρεμένη οικογενειακή ζωή, όπως την ονειρευόταν, επιστρέφοντας στο σπίτι μετά τη δουλειά, στις 6 κάθε απόγευμα − η χαρά κάθε συνεργάτη του που δεν χρειάζεται να ξενυχτάει σε ατέλειωτα γυρίσματα.
Τα τελευταία χρόνια που οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής τού έχουν γυρίσει την πλάτη κάνει τις ταινίες του στην Ευρώπη, όπου τυγχάνει μεγάλου θαυμασμού και αποδοχής. Στο Λονδίνο γύρισε το 2005 το «Match Point», το οποίο θεωρεί την πιο ολοκληρωμένη ταινία του, στο Παρίσι το «Midnight in Paris», που έκανε τα περισσότερα εισιτήρια στην πατρίδα του μετά τη «Χάνα και τις αδελφές της», και στη Βαρκελώνη, το 2008, το «Vicky Cristina Barcelona», με το οποίο ο ίδιος πήρε ακόμα ένα 'Οσκαρ σεναρίου και η Πενέλοπε Κρουζ το Όσκαρ β' γυναικείου ρόλου. Πίσω στην Αμερική, έκανε το 2013 ένα άλμα στη Δυτική Ακτή, και συγκεκριμένα στο Σαν Φρανσίσκο, όπου γύρισε μια παραλλαγή του «Λεωφορείον ο Πόθος», το «Θλιμμένη Τζάσμιν», με την Κέιτ Μπλάνσετ, για το οποίο η σπουδαία ηθοποιός κέρδισε το Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου.
Αμέτρητα διεθνή βραβεία, ένας τιμητικός Χρυσός Λέοντας στη Βενετία το 1995 και ένα Palme des Palmes στις Κάννες το 2002 για τη συνεισφορά του στην Έβδομη Τέχνη, μια προτομή στην Ισπανία, οι ταινίες του συγκαταλέγονται στις καλύτερες από καταβολής κινηματογράφου, ο ίδιος θεωρείται από τους κορυφαίους κωμικούς όλων των εποχών, ντοκιμαντέρ και βιογραφίες, φιλμ του Ζαν-Λικ Γκοντάρ αφιερωμένο σ' εκείνον, ο Γούντι Άλεν, παρ' όλα τα σκάνδαλα –πρόσφατα ακόμα κατηγορήθηκε από θετή κόρη της Φάροου ότι την παρενόχλησε σεξουαλικά ως παιδί−, παραμένει απίστευτα παραγωγικός, εμπνευσμένος, πολυγραφότατος, χρησιμοποιεί την ίδια γραφομηχανή Olympia, όπως ισχυρίζεται, και είναι ένας ζωντανός θρύλος της Νέας Υόρκης και του παγκόσμιου σινεμά. Κι ας τον κατηγορούν συχνά ότι έχει στερέψει. Το διεθνές κοινό του παραμένει πιστό ακόμα και στις αποτυχίες του. Ανάμεσα στις 50 προσωπικές ταινίες αναπόφευκτα θα υπήρχαν κάποιες. Μάλιστα, μόλις ενέδωσε στο μέσο που απεχθάνεται περισσότερο, την τηλεόραση. Ο ίδιος σχολίασε: «Δεν ξέρω πώς το έκανα αυτό, δεν νομίζω ότι ξέρω τι κάνω πια»!
σχόλια