Στον Γιώργο Γιαννόπουλο με έστειλε ένα φίλος που μου είπε «αυτό το σπίτι αξίζει να το δεις». Και επειδή ο φίλος μου έχει άριστη αισθητική, του τηλεφώνησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Γιώργος είναι φιλικός και άμεσος, μου είπε «έλα όποτε θες, αλλά το σπίτι δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, είναι ένα σπίτι σπιτένιο». Του απάντησα ότι ακριβώς αυτά τα «σπιτένια» είναι που αναζητώ, και πήγα να τον επισκεφτώ μια βροχερή Παρασκευή.
Το σπίτι είναι στην Αγία Παρασκευή και για να το βρεις κάπως λοξοδρομείς και μπαίνεις από έναν κήπο‧ όλο αυτό μου έκανε Ρaradiso perduto, έτσι η ματιά μου έγινε κινηματογραφική πριν ακόμα μπω το διαμέρισμά του.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνω στο ζεστό σπίτι ενός χαμογελαστού ανθρώπου – ακόμα και το ίδιο το σπίτι μοιάζει σαν να μου χαμογελά. Πεντακάθαρο, με ένα δέντρο όμορφα στολισμένο, με μουσικές, τζάκι, ωραίους πίνακες και όμορφο allure. «Αυτά τα σπίτια μού αρέσουν», αναφωνώ, αυτά που τα χαζεύεις με τις ώρες. Το σπίτι του είναι σαν ζεστή αγκαλιά.
«Στο μπάνιο μπαίνεις κάθε μέρα. Και με ενοίκιο να είσαι, αν είναι μίζερο, θα πρέπει να το αλλάξεις, γιατί έτσι αλλάζεις και την αισθητική σου».
«Ό,τι βλέπεις είναι κομμάτια του ψυχισμού μου. Τα σπίτια δεν είναι παρά ο εαυτός μας», λέει πριν ακόμα τον ρωτήσω τι σημαίνει για εκείνον «σπίτι».
Ο Γιώργος είναι φιλόξενος και δοτικός, αμέσως σε κάνει να αισθάνεσαι οικεία. «Έλα μαζί μου στην κουζίνα», λέει, «όσο κάνω τον καφέ». Παρατηρώ ότι στην κουζίνα του έχει δημιουργήσει έναν χώρο όπου έχει βάλει το γραφείο του. Μου λέει ότι περνάει εδώ τον περισσότερο χρόνο του, ότι του αρέσει αυτή η αίσθηση. «Εδώ που γίνονται τα μαγειρέματα, υπάρχει έντονη θαλπωρή και κάτι από επαρχία».
Με κερνάει μελομακάρονα, μπισκότα. Δεν με αφήνει να μη φάω. «Η δίαιτα καταργείται τις εορταστικές μέρες», λέει, «φάε».
Καθόμαστε στο σαλόνι. Τον ρωτάω για τον κεντρικό πίνακα, που έχει χρώματα και παιδικότητα. «Εγώ τον έκανα», λέει με την απλότητα που θα έλεγε ότι μουτζούρωσε ένα χαρτί.
«Ζωγραφίζεις;» τον ρωτάω με έκπληξη.
«Το άρχισα πριν από πέντε χρόνια. Είχα να ζωγραφίσω απ’ το σχολείο, μου έλεγαν ότι είμαι καλός, αλλά το είχα αφήσει». «Και πώς ξεκίνησες πάλι; Βρήκες κάποιον δάσκαλο;» ρωτάω. «Άντε, καλέ, τι δάσκαλο. Αυτοδίδακτος είμαι. Βλέπεις να ’χω καμιά τεχνική; Όποτε έχω τις μαύρες μου ζωγραφίζω, η ζωγραφική είναι σαν να με βγάζει από το λαγούμι. Είναι η ψυχοθεραπεία μου».
«Πάντα ακούς ραδιόφωνο σπίτι;» παρατηρώ. «Ναι, τσεκάρω τη ροή. Είμαι είκοσι χρόνια διευθυντής προγράμματος, έχω μάθει πια να ζω έτσι – επαγγελματική διαστροφή. Αλλά ακούω και μουσική, κυρίως με φίλους», συμπληρώνει κι εγώ χαζεύω τη συλλογή του με τα βινύλια.
Στο σπίτι έχει πολλά έργα του Τσαρούχη. Τον ρωτάω γι’ αυτά τα έργα.
«Τους Τσαρούχηδες», λέει, τους βρήκε στο Μarket Ρlace. «Τους έδινε ένας ηλικιωμένος κύριος που ούτε ήξερε ποιος είναι ο Τσαρούχης ούτε και τι είχε. Τους έδινε πενήντα ευρώ τον έναν. Του έκανα, λοιπόν, μια καλή προσφορά και τους πήρα όλους μαζί. «Είναι αυθεντικοί;» ρωτώ με την αφέλεια ενός μαρουλόφυλλου.
«Όχι, δα, αλλά δεν με νοιάζει. Κάποιος είχε φάει σκάλωμα με τον Τσαρούχη και τους αντέγραφε πιστά. Εμένα μου αρέσει η θεματολογία, το ότι... τσαρουχίζουν», λέει.
Έχει και αυθεντικούς πίνακες που για εκείνον σημαίνουν κάτι. «Αυτόν τον Ακριθάκη, παραδείγματος χάριν, έκανα το σκατό μου παξιμάδι, που λένε, για να τον αγοράσω, αλλά ήθελα να τον έχω. Είχε για μένα σημασία».
Του Γιώργου του αρέσει να ανακαλύπτει πράγματα. Μια ζωή θυμάται τον εαυτό του να ψάχνει και να βρίσκει αυτό που οι άλλοι προσπερνούσαν.
Υπήρχε ένας φίλος, μου λέει, που δεν ήξερε ότι μπορούσε να βρει και αλλού έπιπλα έξω απ’ αυτά τα προκάτ από αλυσίδες επίπλων. «Εντάξει, το σπίτι του είχε μια καθαρή αισθητική, τουλάχιστον διάλεγε τα σωστά. Θυμάμαι του είχα πει: “Μήτσο, δεν μας αρέσει η προκάτ αισθητική”. Χίλιες φορές το Μarket Ρlace που είναι σαν το γιουσουρούμ του Facebook».
Τα παλιά έπιπλα έχουν πάντα να σου διηγηθούν μια ιστορία. Και την ιστορία την αγαπάμε, γιατί έχει συναίσθημα και θα κάνει αμέσως και το σπίτι να δείχνει πιο συναισθηματικό. Μου εξηγεί ότι ανάλογα με την αισθητική σου μπορεί να βρεις στο Μarket Ρlace και παλιά έπιπλά που είναι μοντέρνα, όπως τα δανέζικα, που είναι διαχρονικά.
«Και η ενέργεια των ανθρώπων που τα είχαν;» «Άντε, μωρέ, με τις ενέργειες. Όσο ζουν οι άνθρωποι έχουν την αύρα τους, μετά πάει, έφυγε. Τι είναι η αύρα να μένει πάνω στα έπιπλά ή τα ρούχα; Δεν μπορώ πια με τις ενέργειες, τα λιβανίσματα και τον Μεσαίωνα. Ό,τι πιστεύω, αυτό υπάρχει, αν δεν το πιστεύω, δεν υπάρχει. Εμείς οι ίδιοι κατευθύνουμε το μυαλό μας», μου εξηγεί.
Τον ρωτάω πού βρήκε τα ωραία φωτιστικά του.
«Της τραπεζαρίας από έναν συλλέκτη στον Πειραιά. Είχε μια αποθήκη και το ’δινε όσο όσο». Μου δείχνει ένα υπέροχο ’70s φωτιστικό, είναι ενός Ιταλού σχεδιαστή που δεν θυμάται το όνομά του, και άλλα δύο, επίσης υπέροχα, που είναι σαν να κάνουν διάλογο μεταξύ τους‧ είναι της μαμάς της κολλητής της μαμάς της κολλητής του που πέθανε και δεν τα ήθελαν.
Όταν τα διάλεξε ο Γιώργος του είπε η φίλη του «μα πραγματικά τις θες αυτές τις μαλακίες;». Η τραπεζαρία του είναι από το Ιndia Βazaar γιατί αγαπά τα έθνικ έπιπλα. Άλλαξε ωστόσο χρώμα στο ξύλο. Την έτριψε ο ίδιος, όπως μου εξηγεί, και την άλλαξε, γιατί δεν του αρέσει το μελί ξύλο.
«Και πώς ξέρεις να τρίβεις έπιπλα;» τον ρωτάω με έκπληξη. «Εμένα που με βλέπεις», λέει με στόμφο, «έχω κάνει όλες τις δουλειές που μπορείς να φανταστείς, από οικοδομή μέχρι και βοηθός μαραγκού. Έμαθα να τρίβω έπιπλα με πολλή σφαλιάρα, αλλά, καθώς φαίνεται, έμαθα. Πιάνουν τα χέρια μου. Οπότε πια τα φτιάχνω όλα μόνος μου».
Τα έπιπλά είναι το μεράκι του. «Όταν έχω τις κλειστές μου ή είμαι αγχωμένος, μπορώ να ασχολούμαι με μια καρέκλα δέκα ώρες και να μην κουράζομαι».
Τον ρωτάω για τα χαλιά, που σε ένα σπίτι, μαζί με τις κουρτίνες, είναι το βαρύ πυροβολικό. Τα χαλιά ήρθαν σταδιακά, εξηγεί. Μου δείχνει αυτό που ήρθε πρώτο, μετά το δεύτερο, και τα υπόλοιπα. Σε άλλα σπίτια του είχε ψάθες, που του αρέσουν πολύ, αλλά οι αυθεντικές μυρίζουν χόρτο και κάνουν και το σπίτι να μυρίζει παράξενα. «Δεν κάνω και μπάφο», λέει γελώντας.
Μου εξηγεί ότι τα διαμερίσματα όπου έχει ζήσει δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο, αλλάζουν πάντα μορφή ανάλογα με τη διάθεση κάθε εποχής. Είχε ένα μαξιμαλιστικό σπίτι στη Λαμπρινή, με τους τοίχους γεμάτους έργα τέχνης από πάνω μέχρι κάτω και πολλά αντικείμενα. Ένας φίλος τού είχε πει ότι κανονικά έπρεπε να ’χε βάλει και τιμούλες στα αντικείμενα και να τα πουλάει, τόσα που είχε μαζέψει.
Ένα άλλο σπίτι του ήταν το απόλυτο λευκό, το απόλυτο μίνιμαλ. «Να φανταστείς, είχα φέρει να μου αλλάξουν ακόμα και τα λάστιχα απ’ τα αλουμίνια για να ’ναι κι αυτά λευκά. Είχα ξηλώσει το πάτωμα για να αφήσω την τσιμεντοκονία και να είναι λευκό κι αυτό. «Πώς ήταν εκείνη η λευκή περίοδος;» τον ρωτάω. «Ωραία, αλλά τη βαρέθηκα. Δεν λένε τυχαία “βάλε χρώμα στη ζωή σου”», μου άπαντα.
Αγόρασε ένα σπίτι στο Μαρούσι και επειδή ήταν δικό του τού άλλαξε τα φώτα. Έκανε το πάτωμα μαύρο, μετά από λίγο δεν του άρεσε, μάζεψε όλο το σπίτι στη βεράντα και το ξανάφτιαξε «ξανθό», μετά το έκανε τσιμεντοκονία. Στα δεκαπέντε χρόνια που έμεινε εκεί, του άλλαξε τρεις φορές μορφή‧ όταν λέει μορφή, εννοεί βασικές αλλαγές στην υποδομή. «Δεν άλλαζα απλώς θέση στον καναπέ», λέει γελώντας. Οι δε φίλοι του έλεγαν να σταματήσει να χαλάει τις οικονομίες του για να αλλάζει πατώματα.
Εκείνος όμως αγαπά τις αλλαγές στον χώρο του. Και στο τωρινό σπίτι, όταν του τη βαρέσει, αλλάζει θέση στα έπιπλα.
«Και γιατί έφυγες, αφού ήταν δικό σου;» τον ρωτάω αυθόρμητα. «Το πούλησα γιατί έμενε από πάνω ένας χρυσαυγίτης, ένα κάθαρμα, και η ζωή μου είχε γίνει κόλαση. Είχε περίπου εκατό καναρίνια στη βεράντα και κάποια Χριστούγεννα, για να μου κάνει πόλεμο, άδειασε τα βρόμικα πιατάκια τους στη βεράντα μου, μαζί με τις ακαθαρσίες του σκύλου του. Ξύπνησα, πήρα ένα πωλητήριο και το έβαλα στην πόρτα. Είπα αντίο στον τοξικό, δεν θα μου έτρωγε αυτός τη ζωή. Μου αρέσει να φτιάχνω σπίτια, αν γύριζε η ζωή μου πίσω θα γινόμουν αρχιτέκτονας».
Στο τωρινό διαμέρισμα άλλαξε μπάνιο, κουζίνα, το τζάκι και γενικά τη διαρρύθμιση. «Στο μπάνιο μπαίνεις κάθε μέρα. Και με ενοίκιο να είσαι, αν είναι μίζερο, θα πρέπει να το αλλάξεις, γιατί έτσι αλλάζεις και την αισθητική σου», εξηγεί.
«Τι δεν σου αρέσει καθόλου στα σπίτια;» τον ρωτάω. «Μισώ να φαίνονται τα ερκοντίσιον», λέει με απέχθεια. Γι’ αυτό τα έχει κρύψει τα δικά του, μου εξηγεί, και μου δείχνει πώς το έχει κάνει, μια πανέξυπνη πατέντα που κανονικά πρέπει να την κατοχυρώσει και να την πουλάει.
Ο Γιώργος αγαπά να κάθεται σπίτι. «Είμαι κλασσικός σπιτόγατος, αν με αφήσεις, δεν το κουνάω από εδώ». Στο σπίτι τις πιο πολλές ώρες κάθεται στον καναπέ. Εδώ τρώει, εδώ βλέπεις ταινίες, εδώ λαγοκοιμάται. Του αρέσει πολύ να μαγειρεύει, να έρχονται φίλοι να τρώνε, να παίζουν επιτραπέζια, να φιλοσοφούν μέχρι τα ξημερώματα μπροστά στο τζάκι.
Του αρέσει να ασχολείται όμως και με τα φυτά που έχει στη βεράντα του και την έχει κάνει κι αυτή να μοιάζει με έναν έθνικ παράδεισο.
«Τα φυτά τα αγαπώ ιδιαίτερα. Έβαλα αυτούς τους φίκους τους ροδίτικους, τους λεπτόφυλλους, γιατί ήθελα την ομοιομορφία αλλά και να “κλείσω” τον γείτονα, να δημιουργήσω έναν φράχτη. Τα διαφορετικά φυτά έχουν και διαφορετικές ανάγκες σε ήλιο και φως. Θέλει πολλή μελέτη και φροντίδα, γιατί αν δεν τα βάλεις στη σωστή θέση, κάποια γίνονται “ψωριάρικα”.
Είμαι πολύ της φύσης, τα φυτά για μένα είναι γείωση, που είναι απαραίτητη στη ζωή μου. Να φανταστείς, αφού πούλησα το σπίτι, δεν αγόρασα στην Αθήνα αλλά στην ορεινή Αχαΐα. Όταν το είδα, είπα εκεί θέλω να πάω να ζήσω στα στερνά μου, εκεί και να πεθάνω. Δεν κατάγομαι από αυτόν τον τόπο, αλλά η φύση για μένα είναι η απάντηση σε όλα».
Ο Γιώργος αγαπάει πολύ και να ταξιδεύει, έχει πολλά αντικείμενα από τα ταξίδια που κάνει κατά καιρούς στο Μπαλί, στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη‧ μου τα δείχνει και διηγείται ιστορίες. Η ζωή του είναι κι αυτή μυθιστόρημα. Έφυγε απ’ τη γενέτειρά του, την Καλαμάτα, στα δεκαεφτά και έκοψε δεσμούς. Για να επιβιώσει έκανε σχεδόν τα πάντα, και τα κατάφερε. Κάτι μουσικές λίστες τον έφεραν στο ραδιόφωνο και με ανθρώπους-κλειδιά δίπλα του και πολλή εργατικότητα προχώρησε. «Πιστεύω πολύ στις καθοριστικές συναντήσεις στη ζωή και στους μέντορες που μου έδωσαν την ώθηση να πάω παρακάτω».
Άνοιξε η καρδιά μου που γνώρισα τον Γιώργο και το ζεστό του σπίτι. Το ομολογώ: πάντα θα προτιμώ τους άντρες που ξέρουν να επιβιώνουν και αυτούς που πιάνουν τα χέρια τους, που κρατάνε τα ταλέντα τους σαν κρυφούς άσους στο μανίκι.