Ανδρέας Αγγελιδάκης
Ρίζου & 3ης Σεπτεμβρίου, 104 34
Ομορφότερο κτίριο της Αθήνας είναι ο υποσταθμός της ΔΕΗ του Κραντονέλλη στην 3ης Σεπτεμβρίου. Μοιάζει με πειραματικό κτίριο που σχεδιάστηκε από μεταμοντέρνους της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’80, αλλά είναι κατά πολύ παλαιότερο. Ο Κραντονέλλης έκανε ένα είδος μπρουταλισμού με πειραματικά στοιχεία από τέχνη και σύγχρονη γλυπτική. Δεν ήταν όσο πρωτοπόρος ήταν ο Ζενέτος, αλλά έχει δώσει ένα στίγμα μοντερνισμού που δεν ήταν το συνηθισμένο αντίγραφο μιας ξένης τάσης. Μ’ αρέσει που στέκεται στο γωνιακό του οικόπεδο έτοιμο να σκίσει την 3ης Σεπτεμβρίου στα δύο.
Μέγαρο Βουλής 100 21

Ασχημότερο θα έλεγα ότι είναι το κτίριο της Βουλής. Αν και, συμβατικά μιλώντας, είναι απλώς μέτριο. Ήταν ένα στρατιωτικό κτίριο που παρίστανε το παλάτι και τώρα είναι ένα χρηματιστήριο λαμογιάς, ένα υπέρτατο «Ρουσφετείο» που παριστάνει το κοινοβούλιο και το οποίο υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει τη δημοκρατία. Σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι αποτυχίες, έχει στρογγυλοκάτσει στο καλύτερο σημείο της πόλης χωρίς να έχει τίποτα να πει και τίποτα να δείξει.
Νίκος Καραθάνος
Λόφος Φιλοπάππου, 117 41

Το Αναπαυτήριο του Πικιώνη στον λόφο του Φιλοπάππου είναι για εμένα το ωραιότερο κτίριο στην Αθήνα. Πόσο ελαφριά πατάει στη γη. Με τι σεβασμό ακουμπάει στο χώμα, σαν να ζητάει συγγνώμη που το βαραίνει. Ο Πικιώνης υπολόγιζε τη γη σαν άνθρωπο, ζητούσε άδεια πριν τη σκεπάσει με «χωριάτικα» μαθηματικά. Όλες οι διαστάσεις του είναι σαν να εργάστηκαν γι’ αυτές χίλιες γιαγιάδες, με μια πνευματικότητα αξεπέραστη. Έδινε σημασία στα ανοίγματα και όχι στα χτισμένα, σαν να εργάστηκαν γι’ αυτά χίλιοι παπάδες. Ένα αναπαυτήριο για τη θεά, όταν κατέβαινε κρυφά από τον ναό της να ξεκουραστεί από το πολύ λιβάνι και χρυσάφι, κουρασμένη από τη λατρεία. Εκεί βρισκόταν κι ο Πικιώνης, μαζί της, και μάθαινε πώς να είναι ελληνικός, δηλαδή διαφανής και εφήμερος. Πώς να απολαμβάνει τη ζωή με τα μάτια, με τα χέρια, με ό,τι έχεις και δεν έχεις… Τώρα πια δεν είναι επισκέψιμο, είναι χρόνια παρατημένο, κάτι σκυλιά το φυλάνε και το καταλαβαίνουν. Κι εμείς σταματάμε στο περίπτερο στη γωνία να πάρουμε πανάκριβο νερό και να χαζέψουμε κάτι μαγνητάκια με αρχαίους.
Πλατεία Κοτζιά, 105 52

Για το πιο άσχημο κτίριο στην Αθήνα, το μυαλό μου πάρταρε σαν λυκάνθρωπος σε πανσέληνο. Σκέφτηκα στην αρχή τη Βουλή, αλλά όχι… Προτιμώ να μιλήσω για το αληθινά άσχημο, την πλατεία Κοτζιά. Ναι, δεν είναι κτίριο, είναι χώρος, δημόσιος. Είναι ένας χώρος άδειος και ακατοίκητος, σαν μια τρύπα στην καρδιά. Τη δεκαετία του ’70 ήταν γεμάτος λουλουδάκια. Τριγύρω του όμορφα αθηναϊκά μέγαρα, κι άνθρωπος πουθενά. Ούτε έντομο δεν τη θέλει. Μια μακέτα άλλης χώρας στη μέση της πόλης μου. Ίσως κάποια μέρα κάποιος φέρει ηχεία τεράστια και βάλει ΛΕΞ στη διαπασών, να εξαγριωθούν τα περιστέρια, να τη φάνε με τα ράμφη τους ολόκληρη, να την ξεπατώσουν. Στο μεταξύ οι Αθηναίοι κρύβονται στα στενά πέρα στην Αιόλου, πίσω από την Αθηνάς, σε κάτι μικροπλατείες όπου σε βλέπω και με βλέπεις. Σ’ αυτή την άσχημη ζωή το μόνο που θέλω είναι να σε ρουφήξω μ’ όλη την ίριδα του ματιού μου. Όλα τα ασχημόμορφα κτίρια έχουν μια ταράτσα, ανεβείτε πάνω, κοιτάξτε τον απέναντι. Να πολεοδομηθεί η ψυχή σου, μη μου αυτοκτονήσεις.
Ζακλίν Λέντζου
Ευγενίδειον Πλανητάριον, Συγγρού 387, 17564, Αθήνα

Το πιο «όμορφο» −σε εισαγωγικά λόγω της άκρατης (!) σχετικότητας της λέξης, πόσο μάλλον της έννοιας− για τα δικά μου μάτια (ναι, έχω τρία) είναι ένα κτίριο μαγικό − κυριολεκτικά. Ένα κτίριο σένιο, κυριλέ, που αρπάζουν τα λευκά του όταν έχει ήλιο, κάνοντας τον χειμώνα καλοκαίρι, αρχιτεκτονικά ευγενικό, με καθαρές, ψιλο-’70s ευθείες να εναρμονίζονται με διακριτικές καμπύλες. Τα νέα κομμάτια που προστέθηκαν μετά το ’66 μοιάζουν σαν να ήταν εκεί εξαρχής, αλλά ουδεμία σημασία έχουν όλα αυτά, μιας που η ουσιαστική ομορφιά του −χωρίς εισαγωγικά− δεν είναι παρά το εσωτερικό του. Ένα κτίριο που περιτριγυρίζεται από ναυτιλιακές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και πιθανώς να παρεξηγηθεί χοντρά αν κάποιος παραδεί το όνομά του, αλλά εγγυάται μόνον μακροκοσμικές καταστάσεις. Ένα κτίριο περιορισμένο, όπως κάθε τι υλικό, βαρύ και πυκνό, που όπως μέσα του έρχεσαι σε επαφή με το άπειρο, με το παν, με το Σύμπαν. Ένα κτίριο στη Γη, χτισμένο και ριζωμένο στην κακοποιημένη μεγαλούπολη των Αθηνών, που όμως κρατά σταθερά το βλέμμα του, άρα την πρόθεσή του, στον ουρανό. Ένα κτίριο πέρα από όλες τις κοινότοπες σφαίρες που μολύνονται, τρυπάνε, απειλούνται και απειλούν, βλ. ατμόσφαιρα, τροπόσφαιρα, στρατόσφαιρα, αλλά ταυτόχρονα κοντά σε εκείνη της πραγματικότητας (που απειλείται, αν όχι βιάζεται από του καθενός τον νου). Ένα κτίριο σοβαρό, που είναι παιχνίδι, άρα που θυμίζει τη ζωή, ένα κτίριο που πιστεύει περήφανα στα αστέρια, ένα κτίριο για πρώτα φιλιά, ένα κτίριο για παιδιά, ένα κτίριο για ποιητές, ένα κτίριο σημαντικό, ένα κτίριο που αγαπώ.
Αγία Άννα, Μητροπόλεως 15, 10557, Αθήνα

Κοιτώντας αυτή την εικόνα, χωρίς καν να χρειαστεί ιδιαίτερη τριβή μαζί της, ούτε και περιμετρικό βάδην για να ανακαλύψει κανείς τον υψηλό βαθμό παραλογισμού αυτής της πολεοδομικής μη σκέψης, διερωτάται κανείς, γιατί; Ζήτησε το μικρούλι, ταπεινό εκκλησάκι της Αγίας Άννας κάποιου είδους θαλπωρή, κάποια σφιχτή αγκαλιά από το Electra Metropolis; Διότι, αλήθεια, τα πράγματα είναι ασφυκτικά: μεταξύ της μαρμάρινης, φαλλικής κολόνας και της πέτρας δεν υπάρχουν εκατοστά, παρά κάποια χιλιοστά. Τα πράγματα είναι αχρείαστα στενά, άβολα, άσχετα (υφολογικά, χωροταξικά) και κατ’ επέκταση αληθινά άσχημα. Ή το Electra Metropolis, βυθισμένο στα χαϊλίκια του και τον μοντερνισμό του, αποφάσισε να συστεγάσει ένα αυθεντικό στοιχείο ελληνικής ορθοδοξίας; To spice things up, που λέει η νεολαία; Τόσο ωραία είσοδο θα είχε, στο φαντασιακό μου κόσμο, δίχως την ταλαίπωρη Αγία Άννα, γιατί να τη ρημάξει; (Και την είσοδο και την αγία και την ευαίσθητη περαστική;) Ανάλογα με τη γωνία λήψης, αισθάνεσαι ότι είτε με βία το εκκλησάκι ξεφύτρωσε μέσα από τα «γόνιμα» εδάφη του ξενοδοχείου, είτε με αντίστοιχη βία, βιαστικά και στο σκοτάδι, φυτέψανε κουτσά-στραβά τα νέα στοιχεία. Από όπου και να το πιάσεις, είναι ζόρικο το θέμα, και στα ζόρια κάνω ευχές: κανείς να μη σας φερθεί όπως στο εκκλησάκι και ποτέ να μην καταλήξετε σε μια τόσο ανοιχτά, κατάφορα αταίριαστη συνεργασία…
Λένα Κιτσοπούλου
Βασ. Σοφίας 46, 115 28

Ένα αγαπημένο μου κτίριο στην Αθήνα είναι το Χίλτον, μου αρέσει όταν το βλέπω, μου αρέσει που υπάρχει, που είναι ημικυκλικό, που είναι τεράστιο και επιβλητικό αλλά ήρεμο, που είναι κλασικό και μοντέρνο ταυτόχρονα, που έχει αίγλη, αρχοντιά, που η αισθητική του δεν παλιώνει ποτέ. Έχει κάτι καθησυχαστικό και ρομαντικό το Χίλτον, κάτι από Φρανκ Σινάτρα, κάτι από αμερικάνικο κινηματογράφο του ’50 και παράλληλα κάτι αυθεντικά ελληνικό, με την έννοια ότι δεν θέλει να μοιάσει με τίποτε άλλο, δεν έχει ξενομανία, ούτε ξενοφοβία, και χαίρεται πάρα πολύ που ζει στην Αθήνα. Σπάνιος χαρακτήρας το Χίλτον.
Λεωφ. Αθηνών 374, 124 62

Το κτίριο που μου είναι απεχθές, που όμως πάντα το κοιτάζω επίμονα όταν περνάω απέξω, είναι το ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Δαφνί. Μου φαίνεται πολύ ανατριχιαστικό, πολύ κακό, πολύ άσχημο, όμως αυτό έχει να κάνει και με το ότι είναι «παρατημένο» και κυρίως με το ότι εκεί μέσα ζουν άνθρωποι οι οποίοι περισσότερο απ’ όλους μας χρειάζονται έστω ένα μικρό ίχνος ομορφιάς να βλέπουν με τα μάτια τους. Αυτό το κτίριο εμπεριέχει ολόκληρη την ελληνική κρατική κακία και εκδικητικότητα.
Αριστείδης Αντονάς
Βασ. Σοφίας 91, Αθήνα 115 21

Η άσχημη επέκταση της αμερικανικής πρεσβείας με νέο κτίριο προς την οδό Δεινοκράτους είναι το πρώτο έργο που μου έρχεται στο μυαλό ως υλοποιημένος εφιάλτης της πόλης. Τελευταία ανελήφθησαν πέραν αυτής της προσθήκης και επιπλέον εργασίες «εκσυγχρονισμού» του έργου του Γκρόπιους επί της Βασιλίσσης Σοφίας: η παλιά πρεσβεία ήταν φτιαγμένη για να διαφημίσει το ανοικτό κράτος-υπόδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών με ένα κτίριο ανοικτής πρόσβασης. Εν τω μεταξύ, όμως, η Αμερική έπαψε να είναι κράτος-υπόδειγμα ανοικτότητας. Μαζί με κάμποσες αλλαγές στην επίσημη ρητορική της χώρας εκείνης, γίναμε επίσης μάρτυρες της εντελώς ανήκουστης μεταμόρφωσης της επίσημης αρχιτεκτονικής της, όπως φαίνεται για μια χώρα από την πρεσβεία της.
Η πρεσβεία κατάντησε απεχθές φρούριο στη μέση της πόλης. Πριν από την άγρια παρέμβαση στο κτίριο του Γκρόπιους, προηγήθηκε λοιπόν η ανέγερση εκείνου του «πίσω» κτίσματος που λαμβάνει σήμερα από μένα το βραβείο αρχιτεκτονικής αστοχίας της πόλης: είναι η επαρχιακή (υποτιθέμενη) κόπια της παλιάς πρεσβείας, εν είδει αντιγράφου, φτιαγμένη ως νέο τεράστιο «σπίτι του φύλακα» ή εν είδει παράνομου βοηθητικού παράσπιτου δίπλα της. Η αρχιτεκτονική του νέου καταστήματος της πρεσβείας ξεπερνά σε χάλι ακόμη και κι εκείνην του ιδρύματος «Νιάρχος» που περιμένει τον άτυχο διερχόμενο περιπατητή ακριβώς απέναντι. Όσο για την πόλη «Αθήνα», το σημερινό συγκρότημα της πρεσβείας την αντιλαμβάνεται ως αδιάφορη έκταση έξω από το στρατόπεδό της. Τουλάχιστον ξεκαθαρίστηκε το νέο μήνυμα της αρχιτεκτονικής προς τους ιθαγενείς. «Δεν ήρθαμε εδώ για να αρέσουμε, ούτε για να δείξουμε ότι είμαστε ανοικτοί».
Παπαρρηγοπούλου και Παρνασσού, 10561, Αθήνα

Θαυμάζω κτίρια που υποκλίνονται στην ατμόσφαιρα της πόλης. Κτίρια που δεν αναζητούν να πετύχουν αρχιτεκτονικές πιρουέτες στον ιστό μιας πόλης όπως η Αθήνα. Έτσι, κάθε γωνιά και θαυμασμός. Μερικά κτίρια ξεπερνάνε διακριτικά τη νόρμα της πολυκατοικίας ή του πολυώροφου κτιρίου γραφείων. Στην Αθήνα καλούμαστε να σεβαστούμε ό,τι ήδη αλλάζει. Για μια στιγμή, τώρα που το φως πέφτει υπό συγκεκριμένη γωνία, ένα κτίριο από εκείνα που λίγο πριν ήσαν απλό μέρος μιας εικόνας του δρόμου γίνεται μνημείο για λίγα λεπτά. Τα βεραμάν γραφεία ανάμεσα στην πλατεία Καρύτση και την πλατεία Κλαυθμώνος με κάνουν συχνά να σταματήσω μπροστά τους με θαυμασμό.
Στη διασταύρωση Παπαρρηγοπούλου και Παρνασσού δεν συναντάμε ένα συνηθισμένο αθηναϊκό κτίσμα, ούτε βέβαια κάποιο υποτιθέμενο μνημείο. Η μεγάλη όψη εγκαθιστά ένα συντεταγμένο κάδρο με 24 παράθυρα ανεπτυγμένα καθ’ ύψος, παρόμοια έξι φορές, εναλλασσόμενα με έξι οριζόντιες φαρδιές βεραμάν λωρίδες, διακεκομμένες αυτές από ανοιχτόχρωμες κατακόρυφες γραμμές. Το κάδρο της όψης μοιάζει με απλό πάνελ ή με διαχωρισμένη οθόνη. Οργανώνει τα γραφεία όπως μια βιβλιοθήκη οργανώνει το περιεχόμενό της σε ράφια. Ο πρωινός ήλιος του Δεκεμβρίου σκιάζει με ιδιαίτερο τρόπο την όψη. Πάνω της, με τρόπο που έχει ελεγχθεί από την τύχη, παρουσιάζονται 34 εξωτερικές μονάδες κλιματισμού διαφορετικών τύπων. Οι μονάδες στέκουν σε θέσεις που φαντάζουν σαν να υπολογίστηκαν με δυσκολία και κόπο. Η τοποθέτησή τους θα μπορούσε να βασίζεται σε αρμονικές χαράξεις. Θυμίζουν νότες σε πεντάγραμμο. Γραφές που το κτίσμα περίμενε να υποδεχθεί ακριβώς εκεί. Αυτές σταθεροποιούν τη σημασία του σχεδιασμού.
Δέσποινα Κακουλάκη
Πειραιώς 23, 105 52

Είναι μερικά κτίρια που περνάς κάθε μέρα από μπροστά τους και δεν τα παρατηρείς ποτέ, είναι σαν να μην υπάρχουν. Και είναι κάποια άλλα κτίρια που είσαι καταδικασμένη να τα παρατηρείς συνεχώς. Οδηγώ στην Ομόνοια, στρίβω στη Μενάνδρου, είναι βράδυ και έχω κλειστά τα παράθυρα. Τότε εμφανίζεται ακριβώς μπροστά μου ένα πολύ ψηλό κτίριο, πιο ψηλό από τα διπλανά, από τα παραδιπλανά και τα απέναντι. Μοιάζει μόνο του, σαν να κάθεται μόνο στο οικογενειακό τραπέζι, σαν να μην έχει παρέα το Σαββατοκύριακο. Όσο στρίβω, σκέφτομαι πως ίσως είναι απλώς ένα παιδί που ψήλωσε πολύ γρήγορα στο δημοτικό και δεν ξέρει πώς να βολέψει τα άκρα του. Γελάω. Γκουγκλάρω. Είναι ξενοδοχείο. Στη φαντασία μου, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από ξενοδοχείο. Τότε θα έγραφα: «Δεν είναι ξενοδοχείο, είναι κάτι άλλο». Μικρά μπαλκόνια. Στενές μπαλκονόπορτες. Νέον κόκκινα γράμματα στην είσοδο. Και ακριβώς δίπλα του ένα παλιό νεοκλασικό. Αν και μοιάζει κάπως άχαρο στην όψη, όταν ανάβουν τα φώτα στα δωμάτια κάτι γίνεται, κάτι κουνιέται.
Δοϊράνης 87 Καλλιθέα, 176 72

Είναι από τα πιο άσχημα κτίρια στην Αθήνα. Μπορεί να έχει ιστορίες, να έχει φιλοξενήσει ανθρώπους που υπήρξαν σημαντικοί για κάποιους άλλους, μπορεί να υπάρχουν μέσα πράγματα ωραία, γεμάτα ψυγεία και βιβλία που στέκονται στους τοίχους. Μπορεί και να είναι το μαγικό σπίτι. Αλλά, κακά τα ψέματα, είναι πολύ άσχημο και κακοφτιαγμένο. Είναι λες και το έχουν τοποθετήσει κατά λάθος σε μια γωνία, του έχουν πετάξει μια μπογιά και όλες τις συγγενικές αποχρώσεις της και το έχουν κουκουλώσει με κλειστές τέντες, λες και φοράει ζιβάγκο καλοκαιριάτικα. Είναι εντελώς κιτς. Δεν υπάρχει καμία συνοχή στο χτίσιμό του, είναι λες και ο καθένας που δούλεψε στην οικοδομή έχτισε και ένα σημείο όπως του αρέσει. Το κακό είναι ότι το παρατηρείς ό,τι και να γίνει. Κάνει μπαμ το χρώμα και το μέγεθός του. Θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία του, σαν να φωνάζει συνέχεια. Τι να πεις, ίσως αυτά τα πρόχειρα κτίρια να είναι περισσότερα από όσα νομίζουμε στην Αθήνα. Αρκεί να κοιτάς και λίγο πιο ψηλά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.