Η μεγάλη έκθεση των έργων του Γκέρχαρντ Ρίχτερ στη Νέα Υόρκη δεν είναι μόνο (κατά πάσα πιθανότητα) η τελευταία που θα κάνει ο 88χρονος Γερμανός ζωγράφος, αλλά και η τελευταία του Μουσείου Metropolitan στο γρανιτένιο φρούριο του Met Breuer στην Λεωφόρο Μάντισον, χώρος ο οποίος νοικιάστηκε από το Μουσείο Whitney το 2015 αλλά θα εγκαταλειφθεί τον ερχόμενο Ιούλιο μετά την έκθεση του Ρίχτερ, λόγω του απαγορευτικού κόστους.
Δεν θα μπορούσε να αποχαιρετήσει με πιο συγκλονιστική έκθεση από αυτήν που έχει ως τίτλο "Gerhard Richter: Painting After All" και απλώνεται σε δύο ορόφους με έργα του κορυφαίου εικαστικού – έργα απόλυτης μαεστρίας που συγχρόνως μοιάζουν να αμφισβητούν την ίδια την ιδέα τους ως συγκλονιστικό επίτευγμα.
Μια απόκοσμη «θολή» ποιότητα είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική από τις στυλιστικές υπογραφές του Ρίχτερ και στην μεγάλη αυτή έκθεση εμφανίζεται σε θαλασσογραφίες, σε τοπία, σε σκηνές δρόμου.
Όπως γράφει ο κριτικός τέχνης των New York Times, Jason Farago στο κείμενό του για μία από τις πιο σημαντικές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, «τα έργα του μεγάλου ζωγράφου υποβάλλονται από τον ίδιο τον δημιουργό τους σε μια ατέλειωτη διαδικασία κριτικής και διερεύνησης. Κάποιοι λένε ότι η ζωγραφική πέθανε στη δεκαετία του '60, κάποιοι άλλοι ότι σήμερα είναι πιο κρίσιμη και ζωτική από ποτέ. Ο Ρίχτερ φαίνεται να πιστεύει ότι ισχύουν και τα δύο και, κάποιες φορές, κανένα από τα δύο».
Σύμφωνα με δήλωσή του πάντως, κατά πάσα πιθανότητα αυτή η έκθεση – για την οποία σημειώνει ότι δεν αποτελεί ρετροσπεκτίβα της καριέρας του – θα είναι η τελευταία στη ζωή του.
Η έκθεση ξεκινά με το έργο του «Σεπτέμβρης», έναν μικρό, θολό πίνακα του 2005 που απεικονίζει ένα αεροπλάνο να χτυπά τους Δίδυμους Πύργους – το πρώτο από τα πολλά έργα που παρατηρούν τη βία και τις αναπαραστάσεις της στα media, πάντα με μια ψυχρή, αναποφάσιστη ματιά.
Ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ γεννήθηκε το 1932 στην Δρέσδη και ως πολίτης της μεταπολεμικής Ανατολικής Γερμανίας εκπαιδεύτηκε με φόντο την κατεστραμμένη πόλη στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό πριν αυτομολήσει στη Δυτική Γερμανία το 1961, λίγους μήνες πριν από το χτίσιμο του Τοίχους του Βερολίνου. Η εικονογραφία του στη συνέχεια προερχόταν τακτικά από περιοδικά σύγχρονου lifestyle, αεροφωτογραφίες και οικογενειακά λευκώματα, και το απόμακρο ύφος των έργων του έμοιαζε να τοποθετεί έναν καθρέπτη στην καταναλωτική πεζότητα και την ναζιστική κληρονομιά της νέας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.
Στην έκθεση περιλαμβάνονται εννιά από τα «φωτογραφικά πορτραίτα» εκείνης της περιόδου. Αρκετά από αυτά απεικονίζουν Ναζί, όπως το πορτραίτο του «Θείου Ρούντι» του 1965, ένα πορτραίτο του αδελφού της μητέρας του που τον δείχνει να χαμογελά περήφανος φορώντας την στολή της Βέρμαχτ.
Μια απόκοσμη «θολή» ποιότητα είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική από τις στυλιστικές υπογραφές του Ρίχτερ και στην μεγάλη αυτή έκθεση εμφανίζεται σε θαλασσογραφίες, σε τοπία, σε σκηνές δρόμου. Υπάρχουν πορτραίτα της κόρης του Μπέτι, με το κεφάλι της γερμένο πάνω στο τραπέζι, της πρώην γυναίκας του, της εικαστικού Isa Genzken, αλλά και της νυν, της Sabine Moritz, να κρατά το νεογέννητό τους σαν Παναγία βρεφοκρατούσα. Επιβλητικά δεσπόζουν επίσης οι μεγάλοι καμβάδες από τις σειρές «Δάσος», «Κλουβί» (Cage) και «Birkenau».
Σημειώνει χαρακτηριστικά ο επιφανής τεχνοκριτικός στο άρθρο του για την έκθεση:
«Είναι δύσκολο να μη διαπιστώσει κανείς την επίδραση της Ιταλικής Αναγέννησης σ' αυτά τα τοπία, τα πορτραίτα, τις σχεδόν θρησκευτικές παραστάσεις. Δύσκολο επίσης να μην νιώσει κάποιος την απόσταση και την στειρότητα που αποπνέουν. Πάντα, η θολότητα λειτουργεί ως σημάδι πίστης αλλά και αμφιβολίας στην τέχνη... Εδώ και 60 χρόνια, [ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ] μεταχειρίζεται την αμφιβολία ως ηθικό καθήκον, δημιουργώντας ένα υπόδειγμα για το πώς μπορεί να δημιουργεί και να συνεχίζει τον αγώνα ένας καλλιτέχνης παρότι δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του».
«Αυτό ακριβώς είναι το ανεκτίμητο παράδειγμα που προσφέρει στους νεαρούς καλλιτέχνες του σήμερα που κάθε λάθος ή βιασύνη τους, καυτηριάζεται αγρίως από τους ψηφιακούς Σαβοναρόλες. Επικρατεί τόσος δογματισμός εκεί έξω, τόση κραυγαλέα ηθικολογία. Η φωνή που πρέπει να ακούσουμε είναι η φωνή που λέει: Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρος. Ακόμα το σκέφτομαι. Ακόμα το δουλεύω».
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια