Πέθανε ο σημαντικός Έλληνας ζωγράφος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος σε ηλικία 84 ετών από επιπλοκές που προκλήθηκαν από πνευμονία. Τις τελευταίες μέρες νοσηλευόταν διασωληνωμένος.
Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Φοίτησε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας με τον Γ. Μόραλη (1961-1967). Από το 1969 έζησε εκτός Ελλάδος, εργαζόμενος κατά διαστήματα στην Ελβετία, τη Γαλλία και τέλος στη Νέα Υόρκη με υποτροφία Ford (1971). Επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1975.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής του κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή και η σχέση της με το χώρο. Η επεξεργασία των διαφόρων εκδοχών αυτής της σχέσης ξεκινάει ήδη από το παλιότερο και δημοφιλέστερο θέμα του, τη Φιγούρα του μοτοσυκλετιστή που άλλοτε απειλεί σαν εικόνα της εξουσίας, άλλοτε κινδυνεύει ο ίδιος από τη μέθη της ταχύτητας.
Η εξωτερική περιγραφή της κινούμενης φιγούρας αντικαθίσταται βαθμιαία από την αίσθηση της κίνησης μέσα στην ίδια τη ζωγραφική. Η ανάδειξη αυτού του στοιχείου θα γίνει το κλειδί για την εξέλιξη της δουλειάς του. Οι φιγούρες του είναι συνήθως αναγνωρίσιμες, συχνά μοναχικές μέσα στο χώρο και σπανιότερα σε ολιγοπρόσωπες σκηνές. Στα πιο αφαιρετικά έργα του, το θέμα σχεδιάζεται υπαινικτικά, κάποτε μόνο με ένα περίγραμμα, διατηρώντας όμως την ένταση της παρουσίας του και το ρόλο του στη σύνθεση. Εκτός από τη ζωγραφική με λάδι ή ακρυλικό, έχει κάνει πολλά σχέδια με κάρβουνο και τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιεί συχνά κραγιόνια και μικτά υλικά.
Η δυναμική εξπρεσιονιστική γραφή, το ελλειπτικό αλλά στιβαρό σχέδιο, η κίνηση του πλούσιου χρωματικού υλικού και η σύνθετη επεξεργασία του ζωγραφικού χώρου είναι τα κύρια εικαστικά χαρακτηριστικά που συνέχουν το έργο του. Μέσω αυτών διοχετεύεται η ενέργεια της πινελιάς, άλλοτε προς την επιφάνεια του πίνακα άλλοτε προς το βάθος, ανάλογα με τις εκφραστικές ανάγκες που επικρατούν σε κάθε εξελικτική φάση του έργου του.
Το 1988 εκλέχτηκε καθηγητής ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε έως το 2005.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε είκοσι περίπου ατομικές εκθέσεις και σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετείχε στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1977), στα Europalia (Βρυξέλλες 1982), στην Περιοδεύουσα Έκθεση Ελληνικής Ζωγραφικής της Τουλούζης (1986), κ.ά. Το 2010 οργανώθηκε μεγάλη αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με τίτλο Τύχες της Ύλης, Ζωγραφική 1960-2010.
Η εκδότρια Τζούλια Τσιακίρη, στενή φίλη του ζωγράφου επί σειρά ετών, είχε σκιαγραφήσει καλύτερα από όλους την περίπτωσή του με ένα κείμενο που συνόδευε περίπου 2000 την έκθεση του ζωγράφου στην αίθουσα της Ιλεάννας Τούντα:
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΟ
ΜΑΚΗ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΠΟΥΛΟ
Dasein. Το άγραφο λευκό χαρτί συνδέει ζωγραφική και γράψιμο. Αυτό έχουν απέναντί τους. Εκεί γίνεται η κατάθεση από τον καλλιτέχνη μιας μορφής, που ανασύρει από τα βαθιά σκοτάδια του είναι του, και, μόλο που είναι δικό του πλάσιμο κάθε στιγμή, ωστόσο την παλεύει, την ανασυνθέτει μέχρι να αναγνωρίσει σ’ αυτήν κάτι που θα ευχόταν να είναι ή που τον πείθει ότι είναι. Αυτή η διαδικασία, να φτιάξεις κάτι που είναι, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την περιγραφή, με το να περιγράφεις κάτι. Έχω στο νου μου ένα παλιό πορτρέτο της φίλης του Ε. Α. όπου δεν αναγνωρίζεται φυσικά κανένα χαρακτηριστικό της, κι όμως ταυτίζεται απόλυτα με τη χρυσοκίτρινη λάμψη της φυσικής της παρουσίας, των μαλλιών και του δέρματος και, σε κάποια σκούρα στρογγυλέματα, με τα μεγάλα βαθιά της μάτια. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι εδώ είναι η Ελένη.
Περιπτωσιολογία. Μοιάζει να μην έχει κατεβάσει τόσα χρόνια καμιά έξυπνη ιδέα, κάτι που να φαντάζει. Όταν βρίσκεται μπροστά στο τελάρο σα να στερεύει τελείως το μυαλό του, αφήνοντας τις δυνάμεις του ελεύθερες. Μονόδρομος η ειλικρίνεια των εκφραστικών του μέσων. Μετωπικά τοποθετημένος απέναντι στο έργο και με απόλυτη συναίσθηση των δεξιοτήτων του. Το σχέδιο με πάει εκεί, το χρώμα εκεί, ρισκάρω, πόσο, τόσο, χάνω, ξανά άσπρο, ξανά μαύρο, πορτοκαλί, με πείθει η εικόνα αυτή, μπορεί κόκκινο, εκεί μπλε, τη βλέπω εκατό φορές, την πετάω, την κρατάω. Όλη η αναστάτωση του πλανήτη χωράει, ρουφιέται μέσα σ’ αυτή την απλή διαδικασία όπου ενεργοποιούνται σε ύψιστο βαθμό τα αισθητικά κριτήρια του δημιουργού. Άδειος στέκεται μπροστά στο τελάρο ή το χαρτί και άδειος απομακρύνεται, καμιά φορά ευτυχισμένος, αν το έργο περάσει τον εξονυχιστικό έλεγχο της ματιάς του, αν προοριστεί να ζήσει. Ύστερα, στον τοίχο της αίθουσας εκθέσεων, το σωσμένο έργο αποπνέει τη σοβαρότητα, τη συγκέντρωση, τη στοχαστικότητα του καλλιτέχνη, μια αρμονία και μια γαλήνη που παραπέμπει πιο πολύ στην κλασική τέχνη παρά στον εξπρεσιονισμό.
Ελλάδα. Εποχή. Οδηγώντας μοτοσικλέτα μπόρεσε ο Θεοφυλακτόπουλος στη δεκαετία του ’60 να ξεφύγει από τους δασκάλους του και να περάσει σ’ ένα δικό του ανθρωποκεντρικό κλίμα: άνθρωπος με μηχανή, με σκύλο καμιά φορά, δύο άνθρωποι, γυναίκα, άντρας σε πόρτα, σε κάθισμα, όρθιος, σπάνια σε τοπίο, ανφάς, προφίλ, ζευγάρι, σύμπλεγμα. Πολιτική και φύση ελληνική, μνημειακότητα, βιαιότητα, ανισότητα, δέος, τρυφερότητα γυναικείων ώμων, όλα αλέθονται στο μύλο του και χωνεύονται έχοντας επίγνωση της νεότερης παράδοσης και αναζητώντας την παράδοση ολοένα πιο βαθιά, πέρα από τον 20ό, πέρα κι από την Αναγέννηση, πίσω βαθιά, στα χρόνια όπου η τέχνη δεν είχε λόγο ύπαρξης έξω από τον άνθρωπο.
Σχέσεις. Διακρίσεις. Στην τωρινή έκθεση, πλάι στην αυστηρή ιερατικότητα και τη σκιερή προοπτική, βρίσκουμε περισσότερες από ποτέ εκρήξεις κεφιού, εικαστικού κεφιού και άνετης περιπλάνησης σε άλλα μικρά μονοπάτια. Λάδια σε χαρτί, σχέδια με κραγιόνια, χορογραφίες κίτρινου, φαιού και γαλάζιου. Η ωριμότητα δίνει δικαιώματα στον καλλιτέχνη και το όφελος είναι όλο για το θεατή. Ελάχιστο κόκκινο μέσα στο βαθύ αυλάκι που χαράζει μια μορφή μέσα σε πολλαπλά διαβαθμισμένο μπλε, και η σχέση ολοκληρώνεται. Μελανές ανθρωπόμορφες χωροταξίες υλοποιούν τη ζητούμενη διάκριση από το πριν, το δικό του και της εποχής.
Μεγάλο χακί έργο. Θες να το ξεχωρίσεις γιατί εκεί το ανθρώπινο σχήμα έσβησε, μα το υλικό που αναδεύεται σαν υγρή αμμολάσπη ανακαλεί μια παρουσία, τρέμει όλο από ψυχή.
Μικρό ανάγλυφο γκριζογάλανο νερένιο έργο. Θα το απολάμβαναν και ο Μονέ και ο Τζιακομέττι. Παράδειγμα συνάφειας σχεδίου, χρώματος και υλικού. Εμπεριέχει απόλυτη οργάνωση και το αξίωμα ότι θα ήταν αδύνατο να γίνει έτσι αν είχε οργανωθεί.
Γυναικεία φιγούρα σε χαρτί. Φέρνει όλη τη θλίψη και τη συσπείρωση, αλλά και τη γονιμότητα του θηλυκού, μοιάζει αρχαίο θραύσμα ή γύψινο πρόπλασμα ή μισοσβησμένη παλιά φωτογραφία από το Μέτωπο.
Καψίματα. Καμένο χαρτί στο μάτι της κουζίνας, πάτος από σπασμένο κανάτι και γύρω οι φιγούρες: διαστημικές ή των σπηλαίων;
Ταπεινός καλλιτέχνης. Προσπάθησα να κυκλώσω σπαραγματικά το φαινόμενο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, που τυχαίνει να γνωρίζω από παλιά, και να φωτίσω μερικές λεπτομέρειες μιας διαδρομής. Γεννήθηκε το 1939 στο Μεταξουργείο. Ταξίδεψε πολύ, παντρεύτηκε πολύ, οδήγησε πολύ και δούλεψε πάρα πολύ πάνω σε λίγα θέματα. Άλλαξε σπίτια, γειτονιές και πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη στέριωσε ανάμεσα 1988 και 2006, και έδωσε και πήρε σαν δάσκαλος στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τώρα μένει στο Καλαμάκι και κάνει ποδήλατο, ενίοτε μαζί με τη μικρή του κόρη. Προεκτείνοντας λίγο το ζήτημα λέω πως θα ’θελα να βρισκόμουν στο Da Capo ένα πρωί του 2100, να πίναμε espresso με το Μάκη και, με την προϋπόθεση ότι και το Λονδίνο θα είναι ακόμα στη θέση του, να διαβάζαμε στο Βήμα πόσο ακριβά πάνε τα έργα του στα Greek Sales. Εκείνος θα απορεί.
ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΙΑΚΙΡΗ
[από τον κατάλογο της έκθεσης]