Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Ήταν κόρη του Ιωάννη Μπούκουρα που δημιούργησε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα και προς τιμή του ονομάστηκε η "πλατεία Θεάτρου". Ως παιδί η Ελένη έδειξε νωρίς την κλίση της στις τέχνες και περισσότερο στη ζωγραφική, μάλιστα ζωγράφιζε τις φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Βλέποντας την ανάγκη της να εκφραστεί, ο πατέρας της κάλεσε στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι για να της παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.
Νεαρή πια η Ελένη και με τις ευλογίες του πατέρα αλλά και του δασκάλου της, αποφάσισε να πάει για σπουδές στην Ιταλία. Υπήρχε όμως εκείνη την εποχή, ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για τις γυναίκες. Απαγορευόταν η φοίτησή τους στις Ακαδημίες Τέχνης, λόγω του γυμνού σώματος των μοντέλων που πόζαραν για τους φοιτητές. Αποφασισμένη να γίνει ζωγράφος με κάθε τίμημα, κατεβάζει μια απίστευτη, όσο και επικίνδυνη ιδέα. Να μεταμφιεστεί σε άνδρα.
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα συντετριμμένη από το θάνατο των παιδιών της, προχώρησε σε μια αδιανόητη πράξη. Έκαψε τα περισσότερα και καλύτερά της έργα στην αυλή του σπιτιού της. Από εκείνη την ημερα, θα σταματούσε κάθε κοινωνική συναναστροφή.
Η ιδέα της θα δουλέψει και η Ελένη ως Χρυσίνης Μπούκουρης, θα παρακολουθήσει για τέσσερα χρόνια μαθήματα ζωγραφικής στην Νάπολη και τη Ρώμη. Εκεί, ανάμεσα στις ακουαρέλλες και το μπλε του κοβαλτίου, γνώρισε και ερωτεύθηκε τον Ιταλό ζωγράφο και καθηγητή της, Φρανσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά εκτός γάμου. Τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Η αγάπη και η αφοσίωσή της στον Αλταμούρα, την οδήγησαν να ασπαστεί τον καθολικισμό και να παντρευτεί τελικά τον αγαπημένο της το 1857.
Ο γάμος αυτός ωστόσο δεν θα είχε αίσιο τέλος. Η προδοσία του Αλταμούρα, ήρθε πολύ σύντομα και είχε το πρόσωπο της ζωγράφου και φίλης της Ελένης, Τζέιν Χέυ. Ο σύζυγός της, την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, παίρνοντας μαζί του το μικρότερο γιο τους, Αλέξανδρο. Η Ελένη τότε, μόνη και βαθιά πληγωμένη, επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία.
Φτάνοντας στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην Πλάκα. Ήταν πλέον μια αναγνωρισμένη ζωγράφος και με τις σπουδές της είχε καταφέρει να ενταχθεί γρήγορα στους κόλπους των επιφανών Αθηναίων. Μάλιστα, το 1859 και το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των Ολυμπίων και μαζί με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη, Ερνέστο Τσίλλερ και Γεράσιμο Μαυρογιάννη, μέλη της εξεταστικής επιτροπής του Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου. Από το 1863 άρχισε να παραδίδει μαθήματα με πλούσιες Αθηναίες και φοιτήτριες του Αρσακείου. Ανάμεσά τους θα βρισκόταν και η νεαρή τότε Βασίλισσα Όλγα.
Το 1872 η κόρη της Σοφία, θα αρρωστήσει και αυτό θα καταβάλλει της Ελένη Αλταμούρα. Οι δύο γυναίκες θα χρειαστεί να φύγουν για τις Σπέτσες, ώστε να έχει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο νησιωτικό κλίμα η Σοφία. Ο Ιωάννης, έχει ήδη φύγει για την Κοπεγχάγη, όπου σπούδαζε στο πλευρό του ζωγράφου Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν μετά από υποτροφία που κέρδισε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η Σοφία δεν θα τα καταφέρει και τελικά θα φύγει από τη ζωή το 1874, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Ο Ιωάννης θα επιστρέψει από τη Δανία το 1876 και θα ζήσει για λίγο με τη μητέρα του δίνοντάς της μεγάλη χαρά, ώσπου το 1878, θα πεθάνει κι αυτός από την ίδια ασθένεια.
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα συντετριμμένη από το θάνατο των παιδιών της, προχώρησε σε μια αδιανόητη πράξη. Έκαψε τα περισσότερα και καλύτερά της έργα στην αυλή του σπιτιού της. Από εκείνη την ημερα, θα σταματούσε κάθε κοινωνική συναναστροφή. Κλείστηκε στον εαυτό της τροφοδοτώντας τα κουτσομπολιά της εποχής στην κλειστή κοινωνία των Σπετσών. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Υπήρξε κορυφαία ζωγράφος του 19ου αιώνα.
Η ζωή της έγινε το θέμα του μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη: «Ελένη ή ο κανένας», Εκδόσεις Άγρα, 1998 και του θεατρικού έργου: «Ελένη Αλταμούρα» του Κώστα Ασημακόπουλου, Εκδόσεις Δωδώνη, 2005.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο LIFO.gr το 2015 από την Α. Κολοβού. © LIFO 2015