Χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια και περίπου 135 εκατομμύρια δολάρια, για το Fondation Louis Vuitton στο Δάσος της Βουλώνης, το οποίο κάνει εγκαίνια στις 27 Οκτωβρίου, αλλά για τον πολυεκατομμυριούχο Μπερνάρ Αρνό, ο οποίος είναι ο σύγχρονος Τιτάνας της πολυτέλειας, η αξία του δεν αντιστοιχείται με το όνειρο να προσφέρει στο Παρίσι ένα πολιτιστικό δώρο, το οποίο εκτός από το περιεχόμενό του εκτοξεύει και την αρχιτεκτονική της πόλης στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Το μουσείο δε μοιάζει με κανένα από αυτά που έχουμε δει, ούτε με το μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο, έργο και αυτό του Gehry το οποίο το 1997 δημιούργησε παγκόσμια αίσθηση στην αρχιτεκτονική κοινότητα.
Το μουσείο σύγχρονης τέχνης σε σχέδια του σπουδαίου αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, είναι κρυμμένο μέσα στο δάσος, μια ελικοειδής κατασκευή που θυμίζει φτερά, από γυαλί και ατσάλι και εκτείνεται σε 126.000 τετραγωνικά πόδια. «Ας πούμε ότι πρόκειται για ένα πολύ ακριβό γλυπτό», είπε στους Νιου Γιορκ Τάιμς.
Χτισμένο για να στεγάσει τη συλλογή τέχνης του ιδρύματος Λουί Βουιτόν η οποία συμπεριλαμβάνει έργα Jeff Koons και Gilbert & George, αλλά και από την προσωπική συλλογή του Αρνό, το νέο μουσείο αποτελεί την πιο φιλόδοξη, αμφιλεγόμενη, νέα δομή στο Παρίσι από την εποχή που προσγειώθηκε η πυραμίδα του Pei στο Λούβρο, το 1989. Και επειδή είναι χτισμένο πάνω σε δημόσια γη, θα αποδοθεί στο γαλλικό κράτος σε 55 χρόνια.
Όλοι οι Παριζιάνοι δεν έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι από την ιδέα αυτού του δώρου. Η Γαλλία, με την ισχυρή υποστήριξη της κυβέρνησης της στις τέχνες, ήταν ανέκαθεν ύποπτη απέναντι στην ιδιωτικής πολιτιστικής προσπάθειας. Από τότε που προτάθηκε για πρώτη φορά το μουσείο, αμέτρητα διοικητικά εμπόδια βρέθηκαν στην πορεία του. Πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2011, μια ομάδα κατοίκων κέρδισε μια δικαστική απόφαση να σταματήσει το έργο για το κτίριο. Ο δικηγόρος της ομάδας, Jean-Marie Pouilhe, το συνέκρινε με "σκηνικό για κονσερβοκούτια.". Η απόφαση ανατράπηκε αργότερα.
Για τον Marcel Proust, το Δάσος της Βουλώνης ήταν ο Κήπος των Γυναικών, εκεί που περπατούσαν οι ωραίες του Παρισιού. Για τον Μπουσάκ, τον βασιλιά του βαμβακιού, ο οποίος ανανέωσε τη γαλλική ραπτική μεταπολεμικά χρηματοδοτώντας το New Look του Ντιορ, ήταν μια τεχνητή έρημος και ένα περιβάλλον που δύσκολα θα μπορούσε να ελεγχθεί.
Το μουσείο δε μοιάζει με κανένα από αυτά που έχουμε δει, ούτε με το μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο, έργο και αυτό του Gehry το οποίο το 1997 δημιούργησε παγκόσμια αίσθηση στην αρχιτεκτονική κοινότητα.
Περίτεχνες επιφάνειες από χάλυβα και ξύλο, σε δώδεκα γιγαντιαία, κυρτά πάνελς από γαλακτώδες γυαλί καλύπτει σαν ένα δεύτερο δέρμα το κτίριο. Οι πινακίδες, που θυμίζουν τα σύννεφα ή τα πανιά ενός πλοίου όταν τα φυσά ο άνεμος, αντανακλούν το γύρω τοπίο του δάσους , τον ουρανό και τα δέντρα, εμποτίζοντας τη δομή με την ψευδαίσθηση της ελαφρότητας και της κίνησης.
Ο Γκέρι χρησιμοποιεί και τα υλικά του fin de siècle. Γυαλί και ατσάλι όπως το Grand Palais, προσαρμοσμένα μέσα σε μια σειρά από αισθητικές και τεχνολογικές καινοτομίες. Μοιάζει σαν ζωντανό πλάσμα, σαν γιγαντιαία χρυσαλλίδα.
Η κατασκευή του ορίζεται από ένα γάμο αντιθέσεων. Τις αντιθέσεις που έχουν και οι δύο άντρες που συνεργάστηκαν για την υλοποίησή του. Ο ακόμα και σήμερα επαναστατικός 85άχρονος Γκέρι, λάτρης της καλλιτεχνικής ελευθερίας και ο 65άχρονος ορθολογιστής επιχειρηματίας Αρνό, ο οποίος διαθέτει μέσα του τη διαισθητική εκτίμηση του σπινθήρα της τρέλας, στην καρδιά κάθε μεγάλης δημιουργικής προσπάθειας και θέλει πάντα να την υποστηρίξει.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τα γραφεία της LVMH στην Avenue Montaigne, έχουν περάσει μπροστά από ένα δωμάτιο με πορτρέτα, πολλά από τα οποία χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα και είναι αυτά των ιδρυτών των 65 και παραπάνω οίκων που υπάρχουν κάτω από την ομπρέλα της πολυεθνικής σήμερα. Υπάρχει το πορτρέτο του Louis Vuitton, ο κύριος και η κυρία Boucicaut, οι δημιουργοί του πολυκαταστήματος Bon Marché, ο Pierre (aka Dom) Pérignon, και τα πιο γνωστά πρόσωπα του Christian Dior, του Hubert de Givenchy και του Marc Jacobs.
Και στο γραφείο του προέδρου Αρνό έναν μοβ και κίτρινο Ρόθκο, δύο Shadow Paintings του Γουόρχολ και ένας μικρός Πικάσο. Ο ίδιος είναι λάτρης της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι βιτρίνες της Λουί Βουιτόν έχουν φιλοξενήσει μια σειρά καλλιτεχνών με παγκόσμια ακτινοβολία. Από τον Όλαφουρ Ελίασον και τον Μπομπ Γουίλσον μέχρι την Κουσάμα και την Σαρλότ Περιάν ή τις εκδόσεις Γκαλιμάρ.
Η αρχιτεκτονική των μουσείων σε κάθε δεδομένη στιγμή αντανακλά τις αξίες που σχετίζονται με την τέχνη την εποχή της κατασκευής του. Όταν δημιουργήθηκε το Centre Pompidou, από τους αρχιτέκτονες Richard Rogers και Renzo Piano, το οποίο άνοιξε το 1977, ο κόσμος της τέχνης ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος, μικρότερο. Οι καλλιτέχνες αναζητούσαν χώρους πέρα από τις παραδοσιακές μικρές γκαλερί και τους περιορισμούς των τοίχων σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και ερημικές τοποθεσίες. Η εργοστασιακή εμπνευσμένη αρχιτεκτονική του Κέντρου Pompidou με τα σωληνοειδή στοιχεία και την κυλιόμενη σκάλα επάνω στην πρόσοψη να προσφέρει απαράμιλλη θέα στο Παρίσι, να δείχνει προς τα έξω, προς την πόλη και την κοινωνία, αποτέλεσε τότε το νέο πεδίο και το επίκεντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η κατασκευή του ήταν στη λογική ενός απολύτως διαφανούς κτιρίου, ένα ουτοπικό αντί-μουσείο.
Σήμερα το Fondation Louis Vuitton αντίθετα, δεν είναι ένα εργοστάσιο, αλλά μια «κοσμηματοθήκη», προφυλαγμένη, το κέλυφος και το εσωτερικό του στο δάσος. Σε έναν κόσμο συνεχούς απόσπασης της προσοχής, προσφέρει στους επισκέπτες τη μεγάλη πολυτέλεια της συγκέντρωσης. Σαν μια ρεγκάτα από γυαλί που επιπλέει στο πάρκο και κινείται προς έναν άγνωστο προορισμό. Άλλωστε τόσο ο Γκέρι όσο και ο Αρνό είναι μανιώδεις ιστιοπλόοι. «Είμαστε ένα ζωντανό μουσείο", λέει ο Arnault . "Δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι, πάντα κινούμαστε μπροστά."
Fondation Louis Vuitton pour la Création et l'Art Contemporain
σχόλια