Τα κεραμικά της Ναταλίας Μαντά τα είδα για πρώτη φορά πέρσι, όταν είχαν ανοίξει τα εργαστήριά τους οι μεταπτυχιακοί φοιτητές της Καλών Τεχνών. Τα μικρών διαστάσεων κεραμικά γλυπτά που εν πρώτοις παρέπεμπαν σε αρχαία παιχνίδια-ευρήματα ανασκαφών είχαν μια αυθεντικότητα που τα έκανε μοναδικά. Δεν έμοιαζαν με κανένα άλλο κεραμικό που είχα δει, ήταν τόσο πρωτότυπα και αλλόκοτα, που θα μπορούσαν να είναι εξωγήινα.
Φέτος, που ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της και παρουσίασε το έργο «The Memoir Tools» (μέρος του συνόλου «Ουρανός») με περισσότερα από 120 πρωτότυπα γλυπτά της, το αποτέλεσμα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό: όργανα και εργαλεία από έναν πολιτισμό που δεν μπορείς να εντοπίσεις μέσα στον χρόνο (θα μπορούσε να είναι πολύ παλιά στο παρελθόν ή πολύ μακριά στο μέλλον), για χρήση που είναι ασαφής και απροσδιόριστη, τα οποία μοιάζουν πότε με όργανα μετρήσεων πότε με χειρουργικά εργαλεία, ήταν τοποθετημένα σε μια γυάλινη βιτρίνα που κρεμόταν με ανοξείδωτο σύρμα από την οροφή, σε ένα μουσείο με διαγαλαξικά εκθέματα.
Φεύγοντας από τον χώρο της έκθεσης και ψάχνοντας περισσότερα για τη δουλειά της, βρήκα ότι το βιογραφικό της είναι εξίσου ενδιαφέρον. Φοιτήτρια της Καλών Τεχνών από τα 16 της και βραβευμένη για το έργο της μόλις στα 17 της σε έναν διαγωνισμό στην Ιταλία, η Ναταλία στα 26 της έχει ζήσει δέκα χρόνια την εμπειρία της σχολής, ως μαθητευόμενη, ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια αλλά και ως βοηθός καθηγητή, γιατί έχει προλάβει και έχει διδάξει για τρία χρόνια στη σχολή. Επίσης, έκανε μια προσωπική έκθεση στην γκαλερί Καππάτου αμέσως μόλις πήρε το πτυχίο της και έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό. Το εργαστήριό της στα Άνω Πετράλωνα, όπου τη συναντήσαμε, είναι σαν σκηνικό από την «Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων».
Το επάγγελμα του καλλιτέχνη είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να κάνεις η ίδια τα πάντα, να ασχολείσαι με όλα, την επικοινωνία, τα sites, τα mails, τα μηνύματα, το ίδιο το έργο, την προβληματική του έργου, να το δεις ως θεατής, ως εικαστικός, να προσέξεις να μην πέσει, να μη σπάσει, να το πακετάρεις, και να έχεις και την πίεση ότι δεν συμβαίνει, δεν γίνεται τίποτα...
«Γεννήθηκα λίγο πιο έξω από την Παλλήνη, σε έναν μικρό οικισμό που λέγεται Παλαιοπαναγιά, και μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον καθαρά αγροτικό, με περιβόλια και αυλές, παρότι είναι μισή ώρα από το κέντρο της Αθήνας» λέει. «Όλη μου την παιδική ηλικία ήμουν, κατά κάποιον τρόπο, κοντά στη φύση. Οι δικοί μου δεν είχαν καμία σχέση με τα εικαστικά, αλλά ο πατέρας μου είχε ευχέρεια στο να κατασκευάζει πράγματα. Έφτιαχνε έπιπλα και στο σπίτι είχαμε πάγκο εργασίας και εργαλεία, οπότε από πολύ μικρή είχα μια οικειότητα με τις κατασκευές. Είναι ένα κομμάτι που το νιώθω πολύ οικείο, το να έχω έναν πάγκο και να κόβω και να τρίβω. Η μητέρα μου έκανε βιτρό και ψηφιδωτό σαν χόμπι, είχε μια πολύ λεπτεπίλεπτη προσέγγιση της αισθητικής, κι αυτό ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο για μένα.
Με τα εικαστικά ασχολιόμουν πάντα, χωρίς όμως να υπάρχει καθαρό αντικείμενο. Δεν έλεγα «θα γίνω ζωγράφος», ήταν μια κατάσταση πιο ανοιχτή. Στην ουσία, ξεκίνησα για να πάω στην αρχιτεκτονική. Στην απέναντι πόρτα του εργαστηρίου όπου πήγαινα για σχέδιο, όμως, έκαναν προετοιμασία για την Καλών Τεχνών. Κρυφοκοίταζα και όλο αυτό για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρον, τα χρώματα, τα σχέδια, αλλά δεν είχα καθόλου στον νου μου ότι θα ασχοληθώ. Περίπου τότε, γύρω στα 15, στον επαγγελματικό προσανατολισμό που κάναμε στο σχολείο φάνηκε ότι θα ήμουν κατάλληλη να κάνω αυτήν τη δουλειά και εκεί άρχισαν οι γονείς μου να εξοικειώνονται με την ιδέα ότι μπορεί να γίνω εικαστικός».
— Και πώς βρέθηκες στην Καλών Τεχνών τόσο νωρίς;
Έκανα έναν χρόνο προετοιμασία και έδωσα δύο εισαγωγικές. Ήταν τότε μια ειδική κατηγορία που λεγόταν «ταλέντα» και κατέθετες έναν φάκελο με τη δουλειά σου και, αν σου επέτρεπαν, έδινες στη συνέχεια εξετάσεις. Έδωσα και μπήκα στα 16 μου και για έναν χρόνο έκανα σχολείο και σχολή παράλληλα, πήγαινα το πρωί στο σχολείο και μετά στην Καλών Τεχνών.
— Στα 16 ήσουν ακόμα παιδί, πώς σου φαινόταν η Καλών Τεχνών;
Βρήκα τη χαρά μου εκεί μέσα. Ένα κομμάτι μου που δεν ησύχαζε –όχι ότι ησύχασε μετά– βρήκε σημείο επικοινωνίας, αυτό ήταν το ένα. Και το δεύτερο ήταν ότι με πρόσεχαν πολύ. Σπούδασα με καθηγητή τον Γιώργο Λάππα και στο εργαστήριό του όλα τα άτομα ήταν πολύ μεγαλύτερα από μένα, οπότε δέχτηκα πολλή φροντίδα, ήμουν «το μικρό» και με πρόσεχαν.
— Με τι ασχολήθηκες;
Η αλήθεια είναι ότι η εισαγωγή στην Καλών Τεχνών ήταν καθοριστικό γεγονός για μένα. Ξαφνικά, ανοίχτηκε ένας κόσμος τεράστιος, όσον αφορά τα υλικά και τις δυνατότητες, όλο αυτό το contemporary, το να βάζω στα έργα μου το φως, ή μοτέρ, ή πράγματα που δεν είχα φανταστεί ως τότε. Άρχισα να παίζω και, περιέργως, αυτό μου φάνηκε πολύ οικείο από την αρχή. Δηλαδή μπήκα με γκάζι και με την πληθωρικότητα που έχει ένα παιδί, «πάμε να τα κάνουμε όλα», αλλά λόγω του εργαστηρίου είχα πολύ ιδιαίτερη καθοδήγηση. Ο δάσκαλός μου είχε έναν πολύ ανοιχτό τρόπο να διδάσκει.
— Πόσο σε καθόρισε ο Λάππας καλλιτεχνικά;
Μου δίδαξε τέχνη με έναν τρόπο πολύ ανοιχτό. Έχοντας υπαρξιακά και πρακτικά ερωτήματα, ήταν ένα συνονθύλευμα πραγμάτων που πέρναγε σαν παιχνίδι και σαν διδασκαλία. Πέρασα τα καλύτερα πέντε χρόνια στην Καλών Τεχνών σε αυτό το προπτυχιακό, ήταν τρομερή εμπειρία. Ο Λάππας μου πρόσφερε πάρα πολλά, αλλά, πέρα από τα πολύ σοβαρά που μου έρχονται στο μυαλό, κάτι πολύ σημαντικό και σπάνιο που μου έμαθε είναι να αντιμετωπίζω τη ζωή με χιούμορ, κι αυτό είναι εξαιρετικό. Το να έχω κέφι.
Τα επόμενα χρόνια στη σχολή συνέχισε πολύ ωραία το ταξίδι, με πολύ πειραματισμό με όλα τα μέσα. Η αλήθεια είναι ότι, περνώντας τα χρόνια, σιγά σιγά, βλέπω ότι αλλάζουν τα μέσα, αλλά οι προβληματικές μένουν κάπως σταθερές. Δηλαδή υπάρχουν δυο-τρία πράγματα τα οποία με απασχολούν σταθερά.
— Όπως;
Ο άνθρωπος και η μνήμη, το πώς αντιλαμβάνεται κανείς και συγκροτεί αυτόν τον χώρο που έχω προσπαθήσει με πολλούς τρόπους να εξερευνήσω. Και νομίζω ότι θα το συνεχίσω αυτό, θέλω να το προσεγγίσω γιατί έχει μια διπολικότητα, είναι σαν να το ξέρω και σαν να είναι ταυτόχρονα τελείως άγνωστο. Αυτό με εξιτάρει τρομερά και όσο περνάει ο καιρός προσπαθώ να εμβαθύνω στο θέμα και να απλοποιώ το μέσο.
— Πες μου για τον διαγωνισμό στην Ιταλία όπου έλαβες μέρος. Πόσων χρονών ήσουν;
Δεκαεπτά. Ήταν ένας διαγωνισμός για έργο σε πλατεία. Έμαθα γι' αυτόν και αποφάσισα απλώς ότι αυτό θα το κάνω και έστειλα υλικό, χωρίς καμία καθοδήγηση στο πρακτικό μέρος. Είχα ενθουσιαστεί με αυτή την ιδέα και είχα ρίξει τρελή δουλειά. Θεωρούσα τότε ότι όσο πιο σύνθετο και δύσκολο είναι το έργο, τόσο πιο καλό είναι, οπότε έστειλα σε αυτούς τους ανθρώπους στο Κούνεο, στη βόρεια Ιταλία, έναν ολόκληρο τόμο με σχέδια. Πρέπει να έστειλα 150 σχέδια, συνοδευόμενα από μακέτα την οποία άνοιγες και κουνιόταν.
Σήμερα το βρίσκω αστείο, γιατί ο διαγωνισμός ήταν για ένα έργο σε δημόσιο χώρο και είχε και το κομμάτι της υλοποίησης, και όλη η πρότασή μου είχε μια υπερβολή και φυσικά δεν μπορούσε να γίνει, αλλά πιστεύω ότι το βραβείο το πήρα λόγω της πολλής δουλειάς που είχα κάνει. Ήταν μια ολόκληρη έκθεση αυτό το έργο.
— Πότε αποφοίτησες;
Στα πέντε χρόνια, όταν ήμουν 22.
— Αμέσως μόλις τελείωσες έκανες μια ατομική έκθεση. Πώς έγινε αυτό; Τόσο νωρίς εννοώ, γιατί είναι κάτι ασυνήθιστο για την Ελλάδα.
Την έκθεση την έκανα τον ίδιο χρόνο που αποφοίτησα. Είναι και θέμα συγκυρίας, όλα έγιναν νωρίς σ' εμένα. Γενικά, έχω αυτή την αίσθηση, θέλω όλα να γίνονται πιο νωρίς γιατί μου φαίνονται ατελείωτα, οπότε θέλω περισσότερο χρόνο για να τα κάνω όλα.
— Σε ρωτάω γιατί τελειώνουν δεκάδες παιδιά την Καλών Τεχνών κάθε χρόνο και πολλά από αυτά ίσως να μην κάνουν ποτέ μια ατομική έκθεση, δεν είναι στις προοπτικές τους. Εσύ πώς τα κατάφερες;
Η πτυχιακή μου ήταν πέντε έργα, πέντε εγκαταστάσεις, τις οποίες είδε ο Γεράσιμος Καππάτος όταν ήρθε να δει τις δουλειές των τελειοφοίτων και πρότεινε κατευθείαν να γίνει μια έκθεση στην γκαλερί του. Έγινε γρήγορα και με έναν φρέσκο αέρα, γιατί αυτό που είχα κάνει έφυγε από την Καλών Τεχνών και πήγε σε νέο χώρο και δημιουργήθηκε από την αρχή. Έκανα και ένα νέο έργο για την έκθεση, αφαιρώντας ένα από την πτυχιακή.
Το «Ε.Σ.Α.Ε.Ι.» στην ουσία ήταν πέντε εγκαταστάσεις που πραγματεύονταν πάλι αυτό που λέμε, καταστάσεις του ανθρώπου, με πολύ διαφορετικό τρόπο η καθεμία, σχεδόν αντιθετικό. Από τον ταριχευμένο κροκόδειλο με τα λέιζερ –σε αναφορά στον Βιτρούβιο και στην προοπτική σαν σχόλιο– μέχρι το θέμα της εσωτερικής σιωπής πολύ εμμονικά, με τα αυτιά και τις κίτρινες λάμπες. Κάθε έργο είχε μια ολόκληρη θεωρία και αυτό σ' εκείνη τη φάση απλωνόταν στον χώρο σαν πέντε μικρά κομμάτια κόσμου.
— Μια εγκατάσταση είναι πιο ελκυστική απ' ό, τι ένας πίνακας για έκθεση, ίσως επειδή δέχεται και περισσότερη επεξήγηση.
Βέβαια, αλλά είναι και πιο επικίνδυνη. Εκτιμώ πολύ τη ζωγραφική, αλλά την εγκατάσταση, επειδή έχεις όλα αυτά τα υλικά στον χώρο και παίζεις και με τον ίδιο τον χώρο, αν την πάρεις και τη στήσεις κάπου αλλού, μπορεί να γίνει τελείως διαφορετικό έργο. Η δομή του χώρου, αρχιτεκτονικά, μια κολόνα ας πούμε, μπορεί να επηρεάσει το έργο τρομερά, το στήσιμό του, τις υφές του, το φως. Όλα αυτά τα πράγματα πρέπει να τα σκεφτείς πολύ καλειδοσκοπικά και μηχανικά σε μια εγκατάσταση, δηλαδή ως αρχιτέκτονας, ως επιστήμονας, ως καλλιτέχνης. Βέβαια, και σε έναν πίνακα πρέπει να τα σκεφτείς, αλλά δεν είναι το ίδιο.
— Με την αρχιτεκτονική τελικά δεν ασχολήθηκες;
Ασχολήθηκα λίγο, ακροβατώντας στα γλυπτικά σε σχέση με τον χώρο, αλλά μέχρι εκεί.
— Και η κεραμική πώς ξεκίνησε να σε ενδιαφέρει;
Στην ουσία δεν είχα κάποια σχέση με αυτήν, εκτός από τις κλασικές ακαδημαϊκές ασκήσεις στη σχολή, αυτά που κάνουμε με το μοντέλο, τέτοια πράγματα. Δεν είχα καταπιαστεί με την κεραμική και η αλήθεια είναι ότι και τώρα δεν μπορώ να αποκαλέσω με τίποτα τον εαυτό μου κεραμίστρια. Την κεραμική τη χρησιμοποιώ ως γλύπτρια. Μάλιστα, ξεκίνησα να δουλεύω με λευκό πηλό κάποιες φόρμες, πολύ αφαιρετικά, δηλαδή κάνοντας σχήματα, κι αυτά τα σχήματα άρχισα να τα ενώνω και να κάνω κάποιες αρθρώσεις.
Είναι αστείο, γιατί στη γλυπτική υπάρχουν πάντα και παράμετροι σε σχέση με τη δυνατότητα κι εγώ τότε είχα ένα πάρα πολύ μικρό φουρνάκι, σαν μικρό φούρνο μικροκυμάτων. Οπότε, τα μεγάλα γλυπτά έπρεπε να τα κάνω σπαστά. Κι εκεί ανακάλυψα το θέμα της συναρμολόγησης. Ήθελα να κάνω ένα έργο 40 πόντων; Έκανα δύο των είκοσι και τα συναρμολογούσα. Έτσι άρχισα να ανακαλύπτω το θέμα της κλείδωσης κι έπαθα σοκ. Ξεκίνησε όλο αυτό που κάνω σήμερα και το απολαμβάνω πάρα πολύ.
— Πες μου για τον «Ουρανό».
Ο «Ουρανός» ξεκίνησε πριν από ενάμιση χρόνο από κείνες τις λευκές φόρμες και σταδιακά άρχισα να ασχολούμαι με την έννοια της χρήσης, το εργαλείο. Αυτό με κέντρισε πολύ και ξεκίνησα αυτή την ταυτολογία, να κάνω χρηστικά αντικείμενα, πήλινα. Ένα σφυρί πήλινο π.χ., που ο πηλός τού αφαιρεί τη χρήση, γίνεται ένα ιστορικό αντικείμενο, αρχαιολογικό, αλλά ταυτόχρονα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ένα τέτοιο, γιατί δεν έχει καμία φθορά. Δεν μπορεί όμως να είναι και ένα σφυρί, γιατί δεν είναι μεταλλικό.
Αυτή η ανανοηματοδότηση ενός συμβόλου/αντικειμένου είχε πλάκα, γιατί αυτά τα έργα που δεν μοιάζουν με εργαλεία συνεχίζω να τα αντιλαμβάνομαι ως εργαλεία, δηλαδή σαν κάτι να κάνουν. Οπότε είναι σαν να προσπαθώ να προσεγγίσω μια φανταστική χρήση: αυτά κάπου ήταν, κάτι έκαναν, αλλά τι ήταν αυτό; Συγκεκριμένα στον «Ουρανό» υπάρχει αυτή η ενότητα των memorial tools, τα εργαλεία μνήμης, που είναι όλη αυτή η σύνθεση με τα μικρά αντικείμενα. Υπάρχει το κεντρικό, που είναι το μόνο που είχε σχέδιο πολύ συγκεκριμένο, το οποίο το σχεδίασα πάνω σε ανθρώπινη φιγούρα, σαν ανατομία, και τα μπλε υφάσματα, τα οποία ήταν κυανοτυπίες, φωτοευαίσθητα υγρά, τα οποία εμφανίζονται με το φως του ήλιου. Το χρησιμοποίησα αυτό κάπως ποιητικά, παίζοντας λίγο με το ανασκαπτικό θέμα, σαν να ανακαλύπτω τον εαυτό μου, επειδή ήταν η φιγούρα μου πάνω τους, σαν να καταγράφω τον ίσκιο μου σε όλη αυτήν τη διαδικασία.
Μετά από ενάμιση χρόνο μπορώ να πω ότι αυτή η σύνθεση ολοκληρώθηκε για μένα, δηλαδή είναι ένα αυτόνομο έργο τώρα ο «Ουρανός». Κρατάω, όμως, τα κεραμικά στη νέα μου δουλειά και νομίζω ότι μπαίνω σε καινούργια ενότητα.
— Δίδαξες τρία χρόνια στη σχολή ως βοηθός καθηγητή. Πώς ήταν η εμπειρία;
Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω πάρα πολύ την επικοινωνία και τη σύμπραξη, γιατί αυτή η αλληλεπίδραση με ενήλικα άτομα που ασχολούνται με την τέχνη έχει κάτι πολύ μαγικό, έχει κομμάτια συγκίνησης –το να παρακολουθείς την ολοκλήρωση ενός έργου έχει κάτι πολύ συγκινητικό–, αλλά και το θέμα της υποστήριξης, γιατί οι πιο πολλοί άνθρωποι που κάνουν τέχνη δεν έχουν υποστήριξη. Ζούμε σε πολύ σκληρούς καιρούς, οπότε το να σε βοηθάει κανείς είναι πολύ σημαντικό. Ωστόσο, μετά από δέκα χρόνια συνολικά στη σχολή, το αμιγώς καλλιτεχνικό κομμάτι με έχει κερδίσει.
Αυτήν τη στιγμή θέλω να ασχοληθώ μόνο με αυτό. Νιώθω ότι θα είμαι η προσοχή μου θα είναι διασπασμένη με τη διδασκαλία, το μυαλό μου θα τρέχει αλλού. Ίσως αργότερα να ασχοληθώ ξανά, αλλά αυτήν τη στιγμή υπάρχει ένα πολύ μεγάλο θέμα μέσα μου.
— Τι άλλο σε έχει καθορίσει καλλιτεχνικά;
Καλλιτεχνικά υπάρχει ένας διχασμός. Παράλληλα με τη γλυπτική, όλα αυτά τα χρόνια ασχολούμαι και με ταυτόχρονες δράσεις, όπως είναι η σκηνογραφία και τα live visuals σε παραστάσεις αρκετά πειραματικές. Μου αρέσει πολύ να συνδέομαι με live καταστάσεις, όπως η περφόρμανς και η μουσική. Είναι κάτι πολύ ωραίο και στην άκρη του μυαλού μου σκέφτομαι ότι συμβάλει και στη γλυπτική. Η μουσική έχει μια δόνηση πολύ ιδιαίτερη. Απ' όλο αυτό το πράγμα παίρνεις ένα τρομερό υλικό και νομίζω ότι κάπου μέσα μου ενισχύει τον τρόπο που δουλεύω γλυπτικά.
Δεν μπορώ να πω ότι είναι αυτό που καθορίζει την καλλιτεχνική μου ταυτότητα αμιγώς, αλλά νομίζω ότι είναι ένα στοιχείο της περιφερειακό. Και χαίρομαι πάρα πολύ όταν συμπράττω με άτομα, όπως με το πρότζεκτ του Μιχάλη Σιγανίδη στη Στέγη, όπου έκανα τη σκηνογραφία, με τη Σαββίνα Γιαννάτου, τον Γιάννη Αναστασάκη.
— Πώς είναι η Καλών Τεχνών αυτήν τη στιγμή από άποψη καθηγητών και επιπέδου φοιτητών; Έχει καλό υλικό;
Η Καλών Τεχνών είναι μια σχολή στην οποία είναι αρκετά δύσκολο να μπει κάποιος, οπότε το επίπεδο είναι αρκετά υψηλό. Πιστεύω ότι όσο πιο σκληροί γίνονται οι καιροί που ζούμε, τόσο πιο πολλή τέχνη βράζει μέσα τους. Υπάρχει πολλή αγωνία αυτήν τη στιγμή και τα παιδιά που έχω συναντήσει εγώ στη σχολή έχουν πραγματική αγωνία...
— Αγωνία καλλιτεχνική ή γι' αυτά που ζούμε;
Και τα δύο, κι αυτό γίνεται όλο και πιο έντονο. Το να έχεις αγωνία για τον βιοπορισμό κατά κάποιον τρόπο οξύνει τις καλλιτεχνικές σου κεραίες, σε φέρνει αντιμέτωπο με ένα κοφτερό, ευαίσθητο κομμάτι σου, αλλά είναι πολύ δύσκολο αυτό που αντιμετωπίζουμε στην τέχνη. Δεν υπάρχει καμία υποστήριξη, δεν υπάρχει κρατική πρόνοια, όλο αυτό με τα επιδόματα που συμβαίνει αλλού στην Ευρώπη εδώ δεν υπάρχει. Και δεν γίνεται να βγάζεις από την Καλών Τεχνών μόνο καθηγητές για τα σχολεία, κάτι που είναι αντιφατικό για κάποιον καλλιτέχνη. Γιατί δεν μπορείς το πρωί να είσαι με 100 κουτσούβελα και το απόγευμα να κάνεις τέχνη. Δεν έχεις ενέργεια.
Η δουλειά στο στούντιο είναι ώρες ατελείωτες, η καλλιτεχνική είναι σκληρή, οπότε όλη αυτή η αντιμετώπιση σε αποθαρρύνει ακόμα περισσότερο. Ακόμα και όταν κάνουμε μια έκθεση, βάζουμε τα έργα μας κάπου και είμαστε χαρούμενοι απλώς γιατί τα βάλαμε, αλλά αυτό δεν είναι επαγγελματική κατάσταση. Όχι μόνο δεν ζεις από αυτό, αλλά δεν υπάρχει και μια αντίληψη σχετικά με την αξιοπρέπεια του «κινούμαι σαν καλλιτέχνιδα». Ακόμα και οι οργανισμοί υποστήριξης, όλη αυτή η διαδικασία του να μπεις στο υπουργείο, σε ένα ίδρυμα, π.χ. στο ΝΕΟΝ, δεν φτάνουν. Το ΥΠΠΟΑ φέτος έδωσε 80 επιχορηγήσεις συνολικά για όλους μας.
— Παρακολουθώντας τις τελευταίες πτυχιακές εργασίες αλλά και τις περσινές, σου δημιουργείται η εντύπωση ότι οι νέοι καλλιτέχνες πασχίζουν να εκφράσουν μόνο τις προσωπικές τους ανησυχίες. Δεν τους ενδιαφέρει και τόσο αυτό που συμβαίνει γύρω τους, δεν υπάρχει –ή υπάρχει σε ελάχιστο ποσοστό– αυτό που ονομάζουμε «στρατευμένη τέχνη», δεν βλέπεις αντίδραση. Οι νέοι καλλιτέχνες κάνουν τέχνη για τον εαυτό τους, ξεκομμένοι από την κοινωνία.
Η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως έχω ζήσει την ακαδημία, έχω καταλάβει πως είναι οχυρωμένη σαν φούσκα, δεν επικοινωνεί ακριβώς με τον πραγματικό κόσμο. Κι αυτό είναι πάρα πολύ κομβικό, γιατί τα παιδιά βγαίνουν απροετοίμαστα ως προς τις ρεαλιστικές συνθήκες και τον επαγγελματισμό του καλλιτέχνη, και από πρακτική αλλά και από ιδεαλιστική άποψη, γιατί η τέχνη έχει και κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα.
Το πρώτο που μπορώ να σκεφτώ για τη διαπίστωσή σου είναι ότι δεν υπάρχει αντίληψη. Υπάρχουν κινήματα στην Ευρώπη, στην Αμερική, όλο αυτό το πράγμα το οποίο έχει μια ορμή κι εμείς είμαστε με παρωπίδες. Δεν πωρώνεται ο καλλιτέχνης, δεν πιστεύει σε αυτό που κάνει. Υπάρχει γενικότερη απογοήτευση που απομαγεύει τα πράγματα. Αν κάποιος δεν πιστέψει από την αρχή αυτό που κάνει, τελείωσε, είναι σαν να είναι όλα κουφάρια. Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι «σίγουρα υπάρχει το πρόβλημα και υπάρχει και το ταλέντο, το θέμα είναι το ταλέντο να είναι περισσότερο από το πρόβλημά σου». Ο καθένας θα πει μια ιστορία, έχει το βιωματικό κομμάτι μέσα της η τέχνη, και μου φαίνεται λογικό να χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης το βίωμα, αυτό όμως μέχρι ένα σημείο που να μη γίνεται ελιτίστικο.
Υπάρχουν, πάντως, στρατευμένοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα σήμερα, υπάρχει πολιτική τέχνη. Στα εικαστικά, ο Χανδρής έχει κάνει κάποια πράγματα και ο Χαρβαλιάς επίσης, αλλά δεν αρκούν για να δημιουργηθεί ένας πυρήνας και να γίνει κάποιο κίνημα. Γενικότερα, είναι μια εποχή μυστήρια, δεν θα την έλεγα ακριβώς δύσκολη, γιατί απ' όλο αυτό σίγουρα κάτι θα βγει, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αν υπάρχει μια κατάσταση που να μπορεί να συγκεντρωθεί και να δημιουργήσει κάτι ομαδικό.
Από νέα παιδιά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πολλούς. Είναι ο Βασίλης ο Βλαστάρας που κάνει κάποια πράγματα και ο Soteur, που κάνει όλο αυτό το πράγμα με το Instagram... Αυτό που θα έλεγε κανείς κοινωνικό ή πολιτικό αναγκαστικά περνάει μέσα από αυτό το κομμάτι της δικτύωσης και των νέων μέσων.
— Έχεις μόλις τελειώσει το μεταπτυχιακό και έχεις φύγει από τη σχολή μετά από δέκα χρόνια. Από δω και πέρα τι γίνεται;
Μια θάλασσα ατελείωτη. Δουλειά, πάρα πολλή δουλειά και τρέξιμο. Το επάγγελμα του καλλιτέχνη είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να κάνεις η ίδια τα πάντα, να ασχολείσαι με όλα, την επικοινωνία, τα sites, τα mails, τα μηνύματα, το ίδιο το έργο, την προβληματική του έργου, να δεις το έργο ως θεατής, να το δεις ως εικαστικός, να προσέξεις να μην πέσει, να μην σπάσει, να το πακετάρεις και να έχεις και την πίεση ότι δεν συμβαίνει, δεν γίνεται τίποτα...
— Τώρα τι φτιάχνεις;
Φτιάχνω δύο ενότητες που πολύ θα ήθελα να προβληθούν όταν με το καλό τελειώσει όλη αυτή η τρέλα που περνάμε. Έχουν και οι δύο κεραμικά στοιχεία. Η πρώτη είναι μια νέα σειρά με κεραμικά –έχω ήδη έτοιμο ένα μεγάλο γλυπτό κεραμικό–, ενώ ετοιμάζω και μια εγκατάσταση και δράση, ένα πιο σύνθετο έργο. Το μελετάω πολύ και ελπίζω μετά το καλοκαίρι να μπορέσει να προβληθεί.
σχόλια