ΚATA TH ΔΙΑΡΚΕΙΑ της ζωής του, ο Ρώσος συνθέτης, μαέστρος και πιανίστας πέτυχε ένα επίπεδο φήμης, δημοτικότητας και οικονομικής επιτυχίας που ξεπερνούσε τους περισσότερους κλασικούς μουσικούς πριν ή μετά. Το 2021, το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 του Σεργκέι Ραχμάνινοφ ανακηρύχθηκε μετά από ψηφοφορία των ακροατών ως το πιο δημοφιλές κομμάτι στην ιστορία του Hall of Fame του Classic FM.
Το βιβλίο της Φιόνα Μάντοκ με τίτλο Goodbye Russia: Rachmaninoff in Exile [Αντίο Ρωσία: Ο Ραχμάνινοφ στην εξορία] δεν είναι μια απλή βιογραφία. Είναι «ένα χρονολογικό σύνολο εντυπώσεων» με αφετηρία το 1915 - δύο χρόνια πριν ο Ραχμάνινοφ, ήδη καταξιωμένος στα 44 του, εγκαταλείψει την επαναστατική Ρωσία.
Το βιβλίο παρακολουθεί την εμμονή του κοινού με το πρώιμο έργο του Ραχμάνινοφ, σύμβολο της διπλής δέσμευσης του συνθέτη: παγιδευμένος για πάντα στη μέγγενη της δημοτικότητας που θα τον πάγωνε στο χρόνο, εμποδίζοντάς τον να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον μεταπολεμικό κόσμο των μοντερνιστών.
Ταλαντούχος αλλά και ανήσυχος ως νέος, ο συνθέτης υπέφερε από ασθένειες, κατάθλιψη και έλλειψη αυτοπεποίθησης, ακροβατώντας μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής του, είχε καταφέρει να εδραιώσει τη φήμη του ακριβώς την ώρα που η επανάσταση τον ανάγκασε να φύγει στο εξωτερικό. Τα μεταγενέστερα χρόνια του στην Ευρώπη και στη συνέχεια στην Αμερική - χρόνια κατά τα οποία συνέθεσε μόνο έξι νέα έργα - γίνονται το επίκεντρο του βιβλίου. Παρακολουθούμε αρχικά τον Ραχμάνινοφ να τα φέρνει δύσκολα στην Κοπεγχάγη, όπου η σύζυγός του είχε αναγκαστεί να γίνει μαγείρισσα και οικονόμος, πριν περάσουμε στις εποχές της αφθονίας και της πολυτέλειας για τον ίδιον, την γυναίκα του και τις δύο κόρες τους στη Νέα Υόρκη, την Ελβετία και, τέλος, στο Λος Άντζελες.
Ωστόσο, η εξορία του, σύμφωνα με την αφήγηση της Μάντοκς, δεν ήταν ποτέ οριστική. Η Ρωσία – μια χώρα στην οποία ο συνθέτης δεν θα ξαναπατούσε το πόδι του μετά το 1917 – καθόρισε κάθε εμπειρία και κάθε έργο του διά της απουσίας της. «Σ’ αυτό το στενό δίκτυο των Ρώσων στο εξωτερικό», γράφει, «όλοι γνώριζαν ο ένας τον άλλον, ακόμη και αν προσποιούνταν ότι δεν γνώριζαν».
Ο θίασος που τον περιστοιχίζει στο βιβλίο αποτελεί ένα who is who της ρωσικής λογοτεχνίας και όχι μόνο. Υπάρχει ο Τολστόι, που ο Ραχμάνινοφ ως μελαγχολικός έφηβος ήθελε να τον γαλουχήσει, εκείνος όμως «απλώς έδιωξε τον νεαρό, λέγοντας ότι η ζωή ενός καλλιτέχνη είναι δύσκολη», ο Ναμπόκοφ, ένας από τους πολλούς αποδέκτες της γενναιοδωρίας του επιτυχημένου συνθέτη, ο Τσάπλιν, που συζητούσε για το νόημα της θρησκείας με τον Ραχμάνινοφ στο Λος Άντζελες, ο Λεονίντ και ο Μπόρις Πάστερνακ, που δεν είχαν εντυπωσιαστεί από το ελεγχόμενο και πειθαρχημένο παίξιμό του στο πιάνο («Θα μπορούσε κάλλιστα να κάθεται μπροστά σε ένα μπολ με σούπα»).
Είναι όμως οι λιγότερο γνωστοί χαρακτήρες εκείνοι που προσφέρουν τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες – έρωτες, εκκεντρικότητες και ολόκληρες ζωές που σκιαγραφούνται σε μικρογραφία. Από την πρώιμη μούσα του, την Μαριέτα Σαγγινιάν, η οποία ζούσε «σε ένα δωμάτιο σε ένα μισογκρεμισμένο παρεκκλήσι... που κατοικούνταν από νυχτερίδες και αρουραίους και από μια μεθυσμένη ‘τσιγγάνα’ με μούσι», μέχρι τον Γουίλιαμ Χάπφερ, έναν κουρδιστή πιάνου από το Μπρονξ που ακολούθησε τον Ραχμάνινοφ (τον οποίο αποκαλούσε «Ρόκι») σε όλο τον κόσμο, «δαμάζοντας τα πιάνα με το ‘αιχμηρό αυτί’ του» και παρακολουθώντας από τα παρασκήνια σχεδόν κάθε παράσταση.
Το βιβλίο παρακολουθεί την εμμονή του κοινού με το πρώιμο έργο του Ραχμάνινοφ, σύμβολο της διπλής δέσμευσης του συνθέτη: παγιδευμένος για πάντα στη μέγγενη της δημοτικότητας που θα τον πάγωνε στο χρόνο, εμποδίζοντάς τον να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον μεταπολεμικό κόσμο των μοντερνιστών. Εξετάζει και τη δική του συνενοχή, επίσης, σε αυτή τη διαδικασία: «Δεν καταλαβαίνω τίποτα από τη μοντέρνα μουσική του σήμερα», θα έλεγε ο ίδιος, περιγράφοντας τον εαυτό του ως «ένα φάντασμα που περιπλανιέται σε έναν κόσμο που του έγινε ξένος».
Εν τέλει, η συγγραφέας αφήνει στους αναγνώστες να αποκρυπτογραφήσουν το «αίνιγμα του Ραχμάνινοφ», σταθμίζοντας το ενστικτώδες χάρισμα του συνθέτη για τη μελωδία με την εγκεφαλική του προσέγγιση στη δομή και την εκτέλεση, τη συνήθειά του να αντιμετωπίζει τη μουσική σαν τη μηχανή ενός από τα αγαπημένα του αυτοκίνητα, που για να κατανοηθεί πρέπει να αποσυναρμολογηθεί πρώτα. Το βιβλίο συμπληρώνει τα κενά ανάμεσα στην περίφημη περιγραφή του Στραβίνσκι για τον συνθέτη – «ένα κατσούφιασμα ύψους 1,80» – και τον ζεστό, ευγενικό άνθρωπο που θυμούνται η οικογένεια και οι στενοί φίλοι του. Και, με τη βοήθεια ιατρικών εκθέσεων από την τελευταία του ασθένεια (που μεταφράστηκαν πρόσφατα και δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά ολόκληρες), σκιαγραφεί το συγκινητικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που ορίζεται από τη νοσταλγία για μια χαμένη πατρίδα και μιας ιδιοφυΐας που ορίζεται από τη νοσταλγία για έναν χαμένο κόσμο.
Πηγή: The Telegraph