ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ, ΚΑΘΩΣ ΟΔΗΓΟΥΣΑ, πέτυχα στο ραδιόφωνο ένα κομμάτι της Santigold. Δεν αναγνώρισα το ίδιο το κομμάτι αλλά κατάλαβα τη χαρακτηριστική φωνή της. Όταν κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ της πριν από δεκατέσσερα χρόνια, το 2008, ήταν τεράστια, κάτι σαν την Αμερικανίδα M.I.A. ‒ τουλάχιστον για πολύ κόσμο.
Η Santigold ξεχώριζε για τη λατρεία που έδειχνε στο new wave και στο post-punk, τα οποία περνούσαν και στη μουσική της. Αυτό δεν το έκαναν και πολλοί Αφροαμερικανοί μουσικοί τότε. Πάντοτε αναρωτιόμουν τι απέγινε και γιατί εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά από το προσκήνιο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε πάει πουθενά, απλώς το ενδιαφέρον του κοινού για το συγκεκριμένο είδος κάπου χάθηκε από το 2010 και μετά, έτσι δεν κατάφερε να κάνει το επόμενο βήμα και να αντέξει δίπλα σε ονόματα όπως η Lady Gaga. Παρέμεινε indie και κάτι αξιοπερίεργο στη μουσική.
Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το πρώτο επίσημο άλμπουμ της μετά από έξι χρόνια με τίτλο «Spirituals». Ήταν ένα απαραίτητο comeback για την καριέρα της, αλλά δεν είναι η μόνη από τη γενιά μουσικών που έγιναν διάσημοι στα μέσα των ’00s που κυκλοφορεί νέο υλικό. Καινούργιες δουλειές έχουμε φέτος από την Uffie και τους Hot Chip, ενώ και η Μ.Ι.Α. θα κάνει την εμφάνισή της κάποια στιγμή ‒ θα μοιραστεί το νέο της άλμπουμ απροειδοποίητα κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του χρόνου. Οι Arctic Monkeys επίσης κυκλοφόρησαν νέο τραγούδι που σιξτίζει αρκετά και ονομάζεται «There’d better be A mirrorball».
Σύμφωνα με το «Dazed», όλες αυτές οι κυκλοφορίες σηματοδοτούν και την επίσημη επιστροφή της indie μουσικής. Βέβαια, η indie μουσική είναι κάτι πολύ γενικό και απροσδιόριστο. Κάθε δεκαετία είχε τη δική της ανεξάρτητη μουσική, επειδή ουσιαστικά αυτό σημαίνει ως όρος. Στα ’80s π.χ. indie θεωρούνταν και οι Smiths, οι Sonic Youth ή οι Cocteau Twins. Στα ’90s είδαμε να ανεβαίνουν καλλιτέχνες και γκρουπ όπως ο Beck, o Elliot Smith και οι Stereolab.
Στις αρχές των ’00s η indie μουσική είχε να κάνει κυρίως με ατμοσφαιρική ηλεκτρονική ποπ και τις κιθαριστικές μπάντες που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, αντικαθιστώντας το alt-rock και το new wave των προηγούμενων δεκαετιών. Ήταν ένας μουσικός αχταρμάς, αν πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε κάπως, και αν πρέπει να την προσδιορίσουμε οπωσδήποτε χρονικά, το συγκεκριμένο ρεύμα διήρκεσε πάνω-κάτω από το 2005 έως 2012.
Στις αρχές των ’00s η indie μουσική είχε να κάνει κυρίως με ατμοσφαιρική ηλεκτρονική ποπ και τις κιθαριστικές μπάντες που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, αντικαθιστώντας το alt-rock και το new wave των προηγούμενων δεκαετιών. Ήταν ένας μουσικός αχταρμάς, αν πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε κάπως, και αν πρέπει να την προσδιορίσουμε οπωσδήποτε χρονικά, το συγκεκριμένο ρεύμα διήρκεσε πάνω-κάτω από το 2005 έως 2012.
Η νέα χιλιετία, όμως, άλλαξε ριζικά τη μουσική βιομηχανία κυρίως με την άνοδο της ψηφιακής τεχνολογίας. Το διαδίκτυο εισήγαγε καινούργιες μεθόδους προώθησης και πρόσφερε ίσες ευκαιρίες σε οποιονδήποτε ήθελε να κάνει καριέρα, εκδημοκρατίζοντας τη διεθνή μουσική σκηνή. Κάθε λευκός πιτσιρικάς της μεσαίας τάξης με κούρεμα τύπου Beatles μπορούσε να φτιάξει ένα συγκρότημα και να γίνει αυτομάτως διάσημος, μοιράζοντας ελεύθερα τα κομμάτια σου σε mp3, σε διάφορα trendy μπλογκ της εποχής, στο Τumblr ή στο Blogspot.
Δυστυχώς, το είδος ήταν αφόρητα λευκό και ανδροκρατούμενο, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η Karen O των Yeah Yeah Yeahs, η Beth Ditto των Gossip, η Alison Mosshart των Kills, η Meg White των White Stripes και οι TV on the Radio. Μέχρι σήμερα το είδος παρέμενε στάσιμο, χωρίς ιδιαίτερες αναφορές και αξιοσημείωτες κυκλοφορίες στο κιθαριστικό κομμάτι του, αν και νεότερα, πιο inclusive συγκροτήματα όπως οι Pixel Grip, Bad Waitress, Jockstrap και Static Dress φαίνεται να το αγκαλιάζουν ξανά ηχητικά.
Πώς ακριβώς έγινε η συγκεκριμένη επιστροφή όμως;
Όλα οφείλονται στον λογαριασμό μιας fashion tiktoker, τη Mandy Lee του @oldloserinbrooklyn, η οποία επινόησε τον όρο «indie sleaze» κάπου προς τα τέλη του 2021 για να περιγράψει τον τρόπο ντυσίματος μιας κοινότητας μετά την πανδημία, που θύμιζε εκείνη την εποχή. Αμέτρητα άρθρα γράφτηκαν σχετικά μετά από αυτό το βίντεό της, ενώ δημιουργήθηκε και o λογαριασμός στο Ιnstagram με τον ίδιο τίτλο που αποθεώνει την indie μουσική σκηνή των ’00s, ανεβάζοντας διάφορες νοσταλγικές φωτογραφίες από τότε (https://www.instagram.com/indiesleaze/?hl=el).
Το ένα έφερε το άλλο, έτσι δεν ήθελε και πολύ για να περάσει και στη μουσική το συγκεκριμένο trend, ακόμα και στη χορευτική. Αρκετοί παραγωγοί μιξάρουν στα sets τους χαρακτηριστικά κομμάτια από τότε, όπως το «Sex on Fire», παρατηρούν στο «Dazed».
Και, εντάξει, εκεί το αναλύουν ως ένα φαινόμενο που είχε εξαφανιστεί για αρκετό καιρό από την κουλτούρα και τώρα επανέρχεται, είτε αρέσει είτε όχι. Στην Ελλάδα, όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με αυτούς τους όρους. Δεν μπορείς να πεις ότι μας έλειψε η indie μουσική πολύ απλά επειδή δεν έφυγε ποτέ από τη μόδα.
Μέχρι σήμερα στο ραδιόφωνο, κυρίως στους ροκ και αθλητικούς σταθμούς, ακούς συστηματικά Franz Ferdinand, Kings of Leon και όλα τα συναφή, σε σημείο μάλιστα να βγάζεις φλύκταινες πια επειδή νομίζεις ότι ζεις σε λούπα το 2008, ξανά και ξανά, χωρίς καμιά σωτηρία. Στα αθηναϊκά μπαρ το ίδιο: πιο πιθανό είναι να ακούσεις Last Shadow Puppets παρά Beyonce, αν και αυτό ευτυχώς αλλάζει σταδιακά.
Τώρα θα πει κανείς «μόδα είναι και θα περάσει» και ίσως δούμε μετά και αυτή την αναβίωση των ’90s που δεν συνέβη ποτέ. Αλήθεια, όμως, τις χρειαζόμαστε τις αναβιώσεις; Αν βγαίνουν τόσο καλά και τίμια άλμπουμ όπως αυτό της Santigold, σίγουρα ναι. Όσον αφορά τους Αrctic Monkeys, όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω.