Το Διεθνές Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν, μιας φιλήσυχης φοιτητούπολης της Κάτω Σαξονίας, θεωρείται το παλαιότερο φεστιβάλ μπαρόκ μουσικής στον κόσμο. Ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή μιας ιστορίας με πολλά σκαμπαναβέσματα: όλα ξεκίνησαν το 1920, όταν ο ιστορικός τέχνης και καθηγητής του πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν, Oscar Hagen, αποφάσισε να ανεβάσει την όπερα «Rodelinda» του Χέντελ.
Ως ερασιτέχνης διευθυντής ορχήστρας συχνά επανερχόταν με την επίσης ερασιτεχνική Akademische Orchesterveinigung στις άριες του εντελώς ξεχασμένου στις αρχές του 20ού αι. Γερμανού συνθέτη της μπαρόκ μουσικής Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ (1686-1759), που είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Αγγλία. Μέχρι που αποφάσισε να κάνει μια διασκευή της όπερας στα γερμανικά και να την παρουσιάσει αναθέτοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη γυναίκα του Thyra Hagen-Leisner, η οποία επίσης ασχολιόταν με το λυρικό τραγούδι και ήταν αδελφή της διάσημης τραγουδίστριας της όπερας Emmi Leisner.
Η παράσταση αισθητικά ήταν στο ύφος της εποχής, δηλαδή εξπρεσιονιστική και καθόλου μπαρόκ. Ωστόσο άρεσε πολύ και αποτέλεσε το γεγονός που ανέσυρε από τη λήθη τον συνθέτη, προκαλώντας την έναρξη ενός φεστιβάλ και επαναφέροντάς τον στον 20ό αι. Αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν «Αναγέννηση Χέντελ».
Τόσο πολύ άρεσε η διασκευή που τους επόμενους μήνες παίχτηκε περί τις εκατό φορές και σε άλλες πόλεις της Γερμανίας. Ένας λόγος είχε να κάνει με την ανάγκη εξύψωσης των Γερμανών μετά τη μεγάλη ταπείνωση και αδικία που ένιωθαν από την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Συμφωνία των Βερσαλλιών. Το αίτημα μιας νέας ταυτότητας που θα εμπεριείχε όλες τις μεγάλες στιγμές του γερμανικού πολιτισμού ήταν κυρίαρχο και φυσικά αυτό που λίγο αργότερα οδήγησε στον εθνικοσοσιαλισμό.
Οι όπερες του Χέντελ δεν ήταν καθόλου γνωστές. Από εδώ ξεκίνησαν και έγιναν από τα μέσα του 20ού αι. και μετά μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σε ολόκληρο τον κόσμο.
Με φόντο την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το Γκέτινγκεν, ως πόλη μεσοαστών και συνταξιούχων, αποτελούσε ένα άκρως συντηρητικό περιβάλλον που αγκάλιασε το φεστιβάλ αμέσως. Ο Hagen δημιούργησε τον «Σύλλογο Χέντελ» στον οποίο έγιναν μέλη όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες της πόλης, ώστε να εξασφαλίσει την ασφαλή διοργάνωση του φεστιβάλ το οποίο χρηματοδοτούνταν από τον δήμο. Ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα του όμως μετακόμισαν το 1924 στην Αμερική όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Σημειωτέον ότι η κόρη του Uta Hagen εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς του αμερικανικού θεάτρου.
Τα ηνία του φεστιβάλ ανέλαβε ο σκηνοθέτης της όπερας Hans-Niedecken-Gebhardt. Αν και ανοιχτά ομοφυλόφιλος, ήταν εκείνος που οδήγησε θριαμβευτικά το φεστιβάλ μέσα στα χρόνια του ναζισμού, άλλωστε ήταν φιλικά προσκείμενος, όντας ένας από τους σκηνοθέτες της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου του 1936. Μάλιστα όχι μόνο επέζησε αλλά συνέχισε να το διευθύνει και μετά τον πόλεμο, όπως συνέβη με πολλούς καλλιτέχνες που, αν και συνεργάστηκαν με το απεχθές καθεστώς, δεν διώχθηκαν μετά το τέλος του ολέθρου!
Με διευθυντή του «Συλλόγου Χέντελ» τον δικαστικό –και μετέπειτα δήμαρχο του Γκέτινγκεν– Walter Meyerhoff και από το 1934 βασικό μαέστρο τον Fritz Lehmann, το φεστιβάλ αναβίωσε τις όπερες «Parthenope» το 1935 και «Tolomeo» το 1938. Το 1944 ο αρχιμουσικός ήρθε σε ρήξη με τη ναζιστική εξουσία και αποχώρησε από τη θέση του για να επιστρέψει το 1946 και να διευθύνει την πρώτη όπερα αμέσως μετά τον πόλεμο, την «Ariadne» (έτοιμη από το 1939, οπότε χρειάστηκε να περιμένει) και το 1947 την όπερα «Teseo». Πέθανε μόλις 51 χρονών το 1953, ενώ έναν χρόνο μετά έφυγε από τη ζωή και ο Hans-Niedecken-Gebhardt. Τη σκυτάλη πήρε ο Ludwig Doorman.
Το 1950 το φεστιβάλ δεν μπόρεσε να γιορτάσει τα 30 του χρόνια λόγω έλλειψης πόρων, καθώς ο δήμος είχε πάψει να το χρηματοδοτεί. Ωστόσο κατάφερε να το γιορτάσει το 1953, όπως και την 200ή επέτειο θανάτου του Χέντελ το 1959. Τη δεκαετία του ’60 το Γκέτινγκεν εκτινάχθηκε τόσο σε πληθυσμό κατοίκων όσο και σε αριθμό φοιτητών. Το Φεστιβάλ Χέντελ απέκτησε διεθνή φήμη, ενώ μια σειρά Άγγλοι μαέστροι, όπως οι σημαντικοί John Eliot Gardiner (1981-1990), που έφερε μαζί του την ορχήστρα του The English Baroque Soloists, Nicholas McGegan (1991-2011) και Laurence Cummings (2011- 2020), ως καλλιτεχνικοί διευθυντές πρόσθεσαν ιδιαίτερη λάμψη στον θεσμό. Από φέτος και για τα επόμενα πέντε χρόνια την τόσο ξεχωριστή θέση ανέλαβε ένας σημαντικός Έλληνας μαέστρος και σκηνοθέτης όπερας, ο Γιώργος Πέτρου.
Υπάρχουν άλλα δύο φεστιβάλ αφιερωμένα στον Χέντελ στη Γερμανία, στη γενέτειρά του, το Χάλε, και στην Καρλσρούη. Το Γκέτινγκεν ωστόσο δικαιούται να υπερηφανεύεται για την πρωτιά στην «Αναγέννηση» του σπουδαίου συνθέτη. Δυστυχώς πριν δύο χρόνια το φεστιβάλ δεν κατάφερε να γιορτάσει την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυσή του λόγω των περιοριστικών μέτρων για τον κορωνοϊό.
Το 2021 επανήλθε με ένα σχετικά περιορισμένο πρόγραμμα, αλλά ουσιαστικά φέτος για πρώτη φορά το νερό ξαναμπαίνει στο αυλάκι. Οπότε δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη την πόλη συναντούσες για ένα διάστημα δύο εβδομάδων γιγάντιες αφίσες με το μότο NEUE HORIZONTE, δηλαδή «Νέοι Ορίζοντες», οι οποίες σηματοδοτούσαν μια επανεκκίνηση που σχετιζόταν με το τέλος της πανδημίας (ωστόσο σε όλες τις αίθουσες ζητούσαν πιστοποιητικό και μάσκες προστασίας) και την ανάληψη καθηκόντων του νέου διευθυντή. Παραβρεθήκαμε στην πρεμιέρα του φεστιβάλ και ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία.
Η εναρκτήρια εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου στην ιστορική αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου Aula, που στο παρελθόν έχει στεγάσει πολλές από τις παραγωγές του φεστιβάλ, και παραμένει για τους επαΐοντες σημείο αναφοράς. Η βραδιά λοιπόν ήταν και το ντεμπούτο του Πέτρου ως διευθυντή και μαέστρου της φετινής διοργάνωσης με την καντάτα «Aminta e Fillide».
Το πρώτο μέρος του δίωρου προγράμματος ξεκίνησε με μια σειρά τεσσάρων εκπληκτικών concerti grossi του Χέντελ, συμπεριλαμβανομένων αυτού που θεωρείται πρώτο του, το Opus 3 No. 1 του 1710, αλλά και του εντυπωσιακού (για τις δυνατότητες που προσφέρει σε μια ορχήστρα) Opus 3 No. 2 (HWN 313). Το δεύτερο μέρος συνέχισε με τραγούδι και τη συμμετοχή δύο σταθερών συνεργατών του μαέστρου, τη σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη και τον σοπρανίστα (male soprano) Bruno de Sa από τη Βραζιλία.
Πρωτόλειο έργο του Χέντελ, η καντάτα «Aminta e Fillide» ή «Arresta il passo» (HWN 83) πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρώμη, στο παλάτι του Μαρκήσιου Φραντσέσκο Μαρί Ρούσπολι το 1706 ή το 1708. Είναι γραμμένο στα ιταλικά από άγνωστο λιμπρετίστα, ο οποίος πιθανολογείται ότι συνδέεται με την Αρκαδική Ακαδημία της Ρώμης, της οποίας ο Ρούσπολι ήταν βασικός πάτρονας, καθώς αντλεί εικόνες από ένα ειδυλλιακό περιβάλλον όπου ο βοσκός Aminta κυνηγάει τη νύμφη Fillide. Οι άριες και το παιχνιδιάρικο ρετσιτατίβο των δύο εξαιρετικών λυρικών ερμηνευτών πρόσφεραν μοναδική απόλαυση στο μάλλον ηλικιωμένο αλλά οπωσδήποτε μουσικόφιλο και βαθιάς γνώσης κοινό.
Το κοινό έφτασε σε σημείο να σιγοντάρει με τις κινήσεις του τις άριες των δύο ερμηνευτών. Μελωδίες που περιείχαν φωνητικούς ακροβατισμούς από τον Ντε Σα και έντονη δραματικότητα από τη Μαργαρίτη, σε ένα άκρως γοητευτικό μπλέξιμο μεταξύ τους. Μετά από τέτοια αποδοχή ήταν φυσικό να καταχειροκροτηθούν με ένα ενθουσιώδες standing ovation και να επαναλάβουν το ντουέτο του τέλους. Μια πρώτη νίκη βέβαια και για τον καλλιτεχνικό διευθυντή και μαέστρο της βραδιάς.
Η επιτυχία όμως του τελευταίου επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο την επομένη. Εκατό χρόνια μετά την πρώτη της παρουσίαση στο Γκέτινγκεν, η όπερα «Giulio Cesare in Egitto» («Ο Ιούλιος Καίσαρας στην Αίγυπτο»), μια συμπαραγωγή με τη Reisopera της Ολλανδίας, έκανε πρεμιέρα στο Deutsches Theater Göttingen στις 13 Μαΐου, υπό τη μουσική διεύθυνση και σκηνοθεσία του Γιώργου Πέτρου, σκηνικά και κοστούμια Πάρι Μέξη, σχεδιασμό φωτισμών Στέλλας Κάλτσου και στους κεντρικούς ρόλους τους Yurie Mynenko (Ιούλιος Καίσαρας), Sophie Junker (Κλεοπάτρα), Nicholas Tamagna (Πτολεμαίος), Francesca Ascioti (Κορνηλία), Katie Coventry (Σέξτος Πομπήιος), Riccardo Novaro (Αχιλλάς), Rafal Tomkiewicz (Νιρένο), στον θίασο συμμετέχουν και οι Έλληνες ηθοποιοί Μανώλης Παπαδομανωλάκης, Στεφανία Παπαβασιλείου και Μαξίμ Σπηλιώτης Γκοντορόζα, ενώ στην ορχήστρα οι Έλληνες μουσικοί Θεόδωρος Κίτσος, Δημήτρης Βάμβας και ο Πάνος Ηλιόπουλος που ανέλαβε και τη μουσική προετοιμασία της παράστασης.
Έργο που συγκαταλέγεται στο είδος opera seria, η παγκόσμια πρεμιέρα του καταγράφεται στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου το 1724. Το λιμπρέτο υπέγραφε ο Νικόλα Φραντσέσκο Χάιμ και είναι βασισμένο σε παλιότερο του Τζιάκομο Φραντσέσκο Μπουσάνι για όπερα του Αντόνιο Σαρτόριο. Η πλοκή, αν και εμπνευσμένη από τα ιστορικά γεγονότα του 40-45 π.Χ. και τον ρωμαϊκό εμφύλιο, δεν διατηρεί πολλά αληθινά στοιχεία, η Κλεοπάτρα δίνει μάχη ποιος θα πάρει την εξουσία με τον αδελφό της Πτολεμαίο, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ, και ο λιμπρετίστας δίνει βάρος στο ειδύλλιό της με τον Καίσαρα.
Η εντυπωσιακή παράσταση πήρε αισθητικά τις δικές της ελευθερίες, τοποθετώντας τη δράση στη δεκαετία του 1920. Με δάνεια από το Χόλιγουντ και από ταινίες όπως της σειράς περιπετειών του Ιντιάνα Τζόουνς και άλλες παρεμφερείς, ο Μέξης έχτισε μια φαντασιακή Αίγυπτο που δεν απέχει πολύ όχι μόνο από τον κινηματογράφο αλλά και από τα κόμικς.
Αυτό δεν παρέκλινε από την κυρίαρχη σκηνοθετική γραμμή, που έπαιζε και με το κωμικό στοιχείο αλλά και με τις μουσικές παρεμβολές που προσφέρει η παρτιτούρα του Χέντελ. Έτσι, οτιδήποτε θα μπορούσε να ενοχλήσει ένα συντηρητικό κοινό –το κοινό της πρεμιέρας της πεντάωρης με δύο διαλείμματα παράστασης ήταν ηλικιακά τέτοιο που θα περίμενες να είναι αναπόφευκτα συντηρητικό– ξεγλιστρούσε προς το χιούμορ και το χαριτωμένο. Η χρήση του βίντεο ήταν σε πολλές στιγμές καθοριστική, ενώ ακούστηκαν από τζαζ μέχρι ρεμπέτικοτροπες μελωδίες.
Είτε με το οριενταλιστικής έμπνευσης φόντο ενός αιγυπτιακού καφενέ είτε με ένα αβανγκαρντίστικο φιλμ με αναφορές στα καλλιτεχνικά κινήματα του Μεσοπολέμου, η εικόνα συχνά εντυπωσίαζε όσο και η μουσική. Όταν ο ευνούχος της Κλεοπάτρας Νιρένο κάτω από το κοστούμι αποκαλύπτει ότι είναι ντυμένος ως χορεύτρια της κοιλιάς, σε ένα ευρηματικό και ευχάριστο παιχνίδι με την κουήρ σεξουαλικότητα αλλά και τη δραματουργία της παράστασης – ένα παιχνίδι μεταξύ του ιστορικού παρελθόντος και της μοντέρνας εποχής.
Δυστυχώς στην πρεμιέρα ο Rafael Tomkiewicz λόγω θετικού του αποτελέσματος κόβιντ αντικαταστάθηκε από τον βοηθό σκηνοθέτη και η άριά του τραγουδήθηκε από τον Nicholas Tamagna με τάμπλετ ανά χείρας. Κάτι για το οποίο το κοινό ήταν προετοιμασμένο και το αποδέχτηκε, καθώς οι Γερμανοί λάτρεις της όπερας ενδιαφέρονται πάνω απ’ όλα για την επιτυχημένη απόδοση των τραγουδιστών και λιγότερο για την παραστασιακή αρτιότητα. Λόγου χάρη, ο Ουκρανός κόντρα-τενόρος Yurie Mynenko στον ρόλο του Καίσαρα αποθεώθηκε όχι λόγω της πολιτικής συγκυρίας αλλά γιατί το άξιζε ως ένας από τους πλέον δεξιοτέχνες λυρικούς τραγουδιστές στην όπερα διεθνώς.
Εντυπωσιακά σκηνικά κατασκευασμένα υπό την επίβλεψη του Πάρι Μέξη στα εργαστήρια της ολλανδικής κρατικής όπερας, ένας γιγάντιος Άνουβις, ο θεός που οδηγεί τις ψυχές των πεθαμένων με κεφάλι τσακαλιού, σαρκοφάγοι (μέσα από μία σαρκοφάγο εισβάλλει στη σκηνή και αποκτάει ζωή η Κλεοπάτρα), ιερογλυφικά, όλα βασισμένα σε έρευνα σχετικά με τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό, όπως και τα κοστούμια των Αιγυπτίων, ενώ οτιδήποτε φορούσαν οι Ρωμαίοι παρέπεμπε στη σύγχρονη Ιταλία και στη Λεγεώνα των Ξένων.
Ο Καίσαρας βέβαια θυμίζει αρχαιολόγο σε ανασκαφές της αρχαίας Αιγύπτου με σαφή αναφορά στον Χάουαρντ Κάρτερ που ανακάλυψε το 1922 τον τάφο του Τουταγχαμών ενώ αφού προβάλλεται σε γιγαντοοθόνη σεκάνς από αυθεντική ασπρόμαυρη ταινία με καταδιωκτικά στον αέρα, κάνει την εμφάνιση του επί σκηνής και με ένα αεροπλάνο (πάντρεμα Fokker και Spifire της RAF) λίγο πριν από το τέλος, το οποίο παίζει καταλυτικό ρόλο στο εκρηκτικό φινάλε. Όλα αυτά καθόλου δεν έμοιαζε να ενοχλούν το παραδοσιακό κοινό, μάλλον το αντίθετο, και πιθανόν να έφεραν νεαρότερους στις παραστάσεις που ακολούθησαν που ήταν και το ζητούμενο από τη νέα διεύθυνση του Φεστιβάλ. Νομίζω ότι είναι μια παράσταση η οποία θα άρεσε πολύ και στο αθηναϊκό κοινό της όπερας.
Μουσικά πάντως το ορατόριο «Belshazzar» στην εκκλησία St. Johannis-Kirche που ακολούθησε την επόμενη βραδιά 14 Μαΐου ήταν μια αποκάλυψη για πολλούς, καθώς σπάνια παρουσιάζεται, ενώ το ίδιο το φεστιβάλ το έχει εντάξει στο πρόγραμμά του μόλις δύο φορές, το 1959 και το 2007. Το NDR Vocal Ensemble και το Concerto Köln με τον αρχιμουσικό Václav Luks στο πόντιουμ εκτέλεσαν εκπληκτικά το δραματικό είδος με σολίστες διεθνούς φήμης όπως ο τενόρος Juan Sancho, η σοπράνο Jeanine De Bique, η Ελληνίδα μέτζο σοπράνο Μαίρη-Έλεν Νέζη, ο κόντρα-τενόρος Raffaele Pe και ο βαρύτονο Stephan MacLeod. Ήταν ακόμα μια αποθεωτική παράσταση για το πιστό κοινό του φεστιβάλ.
Μία από τις πάμπολλες εκδηλώσεις και δραστηριότητες που ξεχώριζαν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ ήταν και το γκαλά με τη διεθνούς φήμης σοπράνο Julia Lezhneva υπό τη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, επίσης στην εκκλησία St. Johannis-Kirche.
Λίγο πριν τη μοναδική αυτή εμπειρία και πριν αποχωρήσω από το Γκέτινγκεν, μιλήσαμε με τον αρχιμουσικό Γιώργο Πέτρου. Ανάμεσα σε πολλά που ειπώθηκαν ξεχωρίζω τα παρακάτω: «Οι όπερες του Χέντελ δεν ήταν καθόλου γνωστές. Από εδώ ξεκίνησαν και έγιναν από τα μέσα του 20ού αι. και μετά μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σε ολόκληρο τον κόσμο. Η δική μου σχέση με την μπαρόκ μουσική και τον Χέντελ έχει ξεκινήσει από το 2004 με μια σειρά ηχογραφήσεων με τη γερμανική εταιρία MDG και αργότερα με την DECCA στο Λονδίνο. Συνέχισε να με απασχολεί, οπότε θεωρήθηκα ειδικός μέχρι που πήρα Grammy nomination.
Το φεστιβάλ έχει διεθνές κοινό, έρχεται πολύς κόσμος από άλλες πόλεις της Γερμανίας, αλλά και από τη Γαλλία και την Ιταλία. Έχει ένα σταθερό κοινό που το παρακολουθεί εδώ και χρόνια, κάτι που οπωσδήποτε είναι θετικό και για την πόλη. Έχουμε τρεις προσκεκλημένες πολύ σημαντικές ορχήστρες, όπως η B’Rock από το Βέλγιο που αναμειγνύει μουσική του Χέντελ με τον Χέντρικς και παρουσιάζει τη συναυλία Händel and Hendrix. Συνολικά 50 παραγωγές, τόσο στην πόλη όσο και στην περιφέρεια. Έχουμε την ατυχία η κεντρική αίθουσα συναυλιών της πόλης να είναι σε ανακαίνιση και δεν θα την έχουμε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023.
Φέτος είναι η πρώτη μου χρονιά ως καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ και έχω τρεις παραγωγές, το εναρκτήριο κονσέρτο, την όπερα και ένα γκαλά με τη Julia Lezhneva. Του χρόνου το φεστιβάλ θα είναι αφιερωμένο στην Ελλάδα, στη σχέση του Χέντελ με τη μυθολογία, την ιστορία, και όλα όσα ήξερε ή φανταζόταν ο 18ος αιώνας για την Αρκαδία. Όπως φανταζόντουσαν δηλαδή την Ελλάδα οι Ευρωπαίοι, ότι ζουν μέσα σε ερείπια και κίονες και αρχαίους ναούς, ένας ιδεατός κόσμος βοσκών –όπως στο "Aminta e Fillide"– που φιλοσοφούν και ζουν χωρίς να χρειάζεται να βγάζουν χρήματα. Για την Ευρώπη του 18ου αι. και για τον Χέντελ, η Ελλάδα ήταν η έμπνευση. Μία από τις παραστάσεις που είναι να παρουσιάσουμε και στην περίφημη Elbphilarmonie του Αμβούργου είναι το ορατόριο "Ηρακλής". Σκέφτομαι να καλέσω και την Καμεράτα για μια συναυλία»
Δεν μπορούσα να μη ζητήσω ένα σχόλιο για την Καμεράτα, που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Μου είπε: «Για την ώρα βέβαια το μέλλον της βρίσκεται στα χέρια του ΥΠΠΟ και του Μεγάρου. Τι να πούμε; Είναι η πιο διακεκριμένη διεθνώς από τις ελληνικές ορχήστρες, του χρόνου θα εμφανιστεί και στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Theater an de Wien, στην Concertgebouw του Άμστερνταμ, στην Όπερα του Βισμπάντεν, στο φεστιβάλ μπαρόκ του Bayreuth. Η υπουργός διόρισε τους 7 συμβασιούχους της Καμεράτα στο Μέγαρο Μουσικής. Αυτό είναι κάτι, αλλά δεν αρκεί, χρειάζεται μια βούληση από το Μέγαρο να αξιοποιήσει τα στοιχεία του θεσμού. Περιμένω η καμεράτα να κάνει σύντομα ένα εντυπωσιακό restart με τις συνθήκες που της αξίζουν!».