13 Οκτωβρίου 2016. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντύλαν. Παίρνουν φωτιά τα τηλέφωνα. Παίρνουν φωτιά οι μνήμες. Οι εκατοντάδες συζητήσεις για την αξία και την προσφορά του Ντύλαν, συζητήσεις που εκκινούν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (για μας, για άλλους από τις αρχές της δεκαετίας του 1960), θεριεύουν πάλι στον νου. Κάθε χρόνο, ακούω συστηματικά τους δίσκους του, από τον πρώτο μέχρι τον πιο πρόσφατο. Κάθε τόσο καβγαδίζω για το εικαστικό του έργο, μιας και θεωρώ τον Ντύλαν και σπουδαίο ζωγράφο. Κάθε μέρα, ξέρω τι του χρωστάω και πόσο τον ευγνωμονώ. Πριν από δέκα χρόνια, το 2006, είχα μεταφράσει Ντύλαν. Σκληρή δουλειά και πολύ γόνιμη. Ακολουθεί ένα κείμενο αλιευμένο από το Επίμετρο του βιβλίου Μπομπ Ντύλαν: Τραγούδια.
Τι ωραία! Ο Μπομπ Ντύλαν είναι και πάλι στους δρόμους!
―David Pichaske, Η Ποίηση του Ροκ
Ο τραγουδιστής Ντύλαν, που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα στον Αμαζόνιο, έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας το δικό του νόμο, για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής
―Λευτέρης Πούλιος, «Άσμα»
Το πρώτο άλμπουμ που αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου ήταν το Desire του Μπομπ Ντύλαν.Μου άλλαξε τη ζωή. Η βελόνα του Kenwood έλιωνε, ξανά και ξανά, παίζοντας το «One more cup of coffee», το «Hurricane», το «Joey». Η ενορχήστρωση απείχε έτη φωτός από ό,τι είχα συνηθίσει ν' ακούω ως τότε, τους βαρύγδουπους Yes, τους Genesis, και το αναπόφευκτο στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα «Smoke on the Water». Μετά, με τον καιρό, απέκτησα τα Άπαντα Ντύλαν. Μετά, τα έχασα (μετακομίσεις, κλοπές, δωρεές, πυρκαγιές!) Τώρα, τα ξαναμαζεύω. Και εξακολουθώ να γοητεύομαι. Ναι, ο Ντύλαν μου άλλαξε τη ζωή. Υπάρχουν έργα τέχνης που σε κλείνουν στο σπίτι. Άλλα, που σε βγάζουν στο δρόμο, που σε στέλνουν σε λαβυρίνθους από τους οποίους αρνείσαι πεισματικά να βγεις. Τέτοια είναι τα τραγούδια, οι στίχοι και η φωνή του Τροβαδούρου. Σε στέλνει μακριά από το σπίτι, μακριά από την όποια ασφάλεια, σε τοπία φλεγόμενα. Και είναι ωραίο αυτό!
Πράγματι, λοιπόν, υπάρχουν καλλιτέχνες και έργα που σε καθηλώνουν στο σπίτι, σε γαληνεύουν, ημερεύουν τις μέρες και τις νύχτες, απομακρύνουν τον ίμερο. Αλλά υπάρχουν καλλιτέχνες και έργα που σε ωθούν να πάρεις τους δρόμους, που κάνουν πρίγκιπα ανήμερο τον ίμερο μέσα σου, που σε ξεσηκώνουν, που σε κάνουν να ποθείς να γίνεις άνθρωπος της περιπέτειας ή τίποτα.
Ήμουν στο Βόλο και ήμουν γύρω στα δεκαπέντε. Η γενιά του σελιλόιντ και του βινύλιου, αλλά και της ποίησης, του νουάρ, της μελωδικής αταξίας μόλις ξεπρόβαλλε, ντυμένη μ' αμπέχονα, με πάντα έτοιμα τα σημειωματάρια και τον Parker στις τσέπες. Και ξάφνου, ακούσαμε Ντύλαν. Σχεδόν τυχαία. Αλλά τόσο καθοριστικά. Λιώναμε τα άλμπουμ του στα εφηβικά πικάπ μας, βγαίναμε απ' την κάμαρά μας, συναντιόμαστε πότε στη Minerva, και πότε στο Saloon, και ώρες ολόκληρες κουβεντιάζαμε για τον Ντύλαν, για τη φωνή του, για τους στίχους που πασχίζαμε ν' αποκρυπτογραφήσουμε, για τη μουσική του που μας φαινόταν σαν κεραυνός σε slow motion.
Με τον φίλο μου ποιητή Γιάννη Τζώρτζη συνεχίσαμε ν' αγαπάμε τον Ντύλαν, να εμπνεόμαστε από την ποίηση και την προσωπικότητά του. Γύρω μας είχαν αρχίσει οι καταλαλιές, οι συσκευασμένοι πυγμαίοι είχαν βρει πάλι τον αποδιοπομπαίο τράγο τους, κι αυτός ήταν ο Ντύλαν. Από σύμβολο, έμβλημα και ίνδαλμα τον είχαν υποβιβάσει σε σκουπίδι. Τόσα ήξεραν. Ας είναι. Ο Γιάννης κι εγώ επιμείναμε, στήναμε ολονύχτιες ακροάσεις τραγουδιών του Μπομπ, και, υπό την επήρεια ουίσκι, βότκας, τσίπουρου, οίνου, και ό,τι άλλου είχαμε διαθέσιμο, καίγαμε το μυαλό μας συζητώντας για τις ενδεχόμενες σχέσεις των στίχων του Ντύλαν με την ποίηση του Τ. Σ. Έλιοτ (ιδίως με τα «Κουαρτέτα»), αναλύαμε τα τσακίσματα, την ειρωνεία, την πίκρα και την οξύτητα της φωνής του στο απαράμιλλο «It ain't me, babe», γράφαμε ποιήματα στο ύφος του «Desolation Row».
Ο Γιάννης στρώθηκε κι έγραψε ένα βιβλίο, το Bob Dylan, Ένα Όχημα, έπαιξε κομμάτια του Μπομπ στις διάφορες εκπομπές που έκανε, μίλησε και στην τηλεόραση για τον τροβαδούρο. Εγώ, σχεδόν απ' τα ίδια. Δεν έπαψα να γράφω για τον Ντύλαν σε εφημερίδες και περιοδικά, να μιλάω με φίλους για το Oh Mercy και το Time Out Of Mind, να συνθέτω ποιήματα επηρεασμένα από το «Highway 61 Revisited», να ακούω μεθυσμένος είκοσι απανωτές φορές το ίδιο κομμάτι του Bob παρέα με τον άλλο ποιητή, τον Γιάννη Ζελιαναίο μέχρι να δούμε τις πρώτες χλομές ηλιαχτίδες ν' απλώνονται θελκτικά στο πρόσωπο της όμορφης Μούσας μας που φρόντιζε γενναιόψυχα να μας γεμίζει τα ποτήρια και τις καρδιές μας.
Δεν υπερβάλλουμε αν πούμε –άλλωστε υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες από σημαντικούς ανθρώπους– ότι ο Μπομπ Ντύλαν άλλαξε τη ζωή μας, άλλαξε τη ζωή χιλιάδων αντρών και γυναικών στη δεκαετία του 1960, αλλά και μετέπειτα. Είναι κάτι περισσότερο από εκφραστής της εποχής μας, και φυσικά είναι κάτι πολύ περισσότερο από τραγουδοποιός: ο Ντύλαν είναι ποιητής, είναι ένας από τους σπουδαιότερους χρονικογράφους του δεύτερου ημίσεως του εικοστού αιώνα – όπως ήταν και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Νόρμαν Μέιλερ, ή ο Τζακ Κέρουακ. Η φωνή του Ντύλαν είναι Η ΦΩΝΗ των καιρών μας, είναι η μνήμη όσων γεγονότων στιγμάτισαν μιαν ολόκληρη εποχή. Όποιος θυμάται το «Κίνημα», το Movement, όλες εκείνες τις στιγμές εξέγερσης και αναζήτησης ενός άλλου τρόπου ζωής, διαφορετικού, ελεύθερου, θυμάται και τη φωνή του Ντύλαν να λέει ότι οι καιροί αλλάζουν, να λέει ότι η απάντηση πνέει στον άνεμο, να λέει ότι θα πέσει μια δυνατή βροχή. Και όχι μονάχα αυτό. Θυμόμαστε, όσοι αναστατωθήκαμε από τον Ντύλαν, ήδη όταν ήμασταν έφηβοι, ότι, αν και θεωρήθηκε σύμβολο του Κινήματος Διαμαρτυρίας, ποτέ δεν ενέδωσε στη φτηνή προπαγάνδα, σε εκείνο το είδος στράτευσης που είναι τόσο εύπεπτο και καταντάει τόσο ανούσιο όταν περάσει λίγος καιρός. Ο Ντύλαν ήταν ήδη από τότε, από τα πρώτα του βήματα, ώριμος ποιητής.
Είναι αλήθεια ότι ο Ντύλαν συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με πολιτικές κινητοποιήσεις και ξεσηκωμούς, με προδοσίες και σκάνδαλα, με ορισμένες από τις πιο κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας. Κι ακόμα, αληθεύει ότι ο Ντύλαν σχετίστηκε φιλικά με κάποιους από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες των τελευταίων πενήντα χρόνων, με την Τζόαν Μπαέζ, με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, με τον Μάικλ Μακλιούρ, μεταξύ άλλων. Τέλος, κανείς δεν μπορεί ν' αμφισβητήσει τη δύναμη των στίχων του ή τη μαγεία της μουσικής του. Μολαταύτα, εκείνο που τον χαρακτηρίζει πάνω απ' όλα είναι ότι έχει κάτι που πάει πέρα απ' όλα αυτά, που τα υπερβαίνει. Είναι η ίδια η προσωπικότητα, αυτό που ο Όρσον Ουέλλες επέμεινε να αποκαλεί «χαρακτήρα» (και είχε δίκιο), κάτι πέρα από το ταλέντο, είναι η αύρα και η γοητεία που αποκτάς μέσα από έναν τρόπο ζωής, που αποκτάς μέσα από τις αποφάσεις σου, μέσα από το πώς αντιμετωπίζεις τον κόσμο που σε περιβάλλει.
Ο Ντύλαν γεννήθηκε στις 24 Μαΐου του 1941. Το πραγματικό του όνομα είναι Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν. Τον Αύγουστο του 1962, ο νεαρός κύριος Ζίμερμαν θα αλλάξει επισήμως το όνομά του, στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης. Έκτοτε θα λέγεται, και θα είναι, ο Μπομπ Ντύλαν. Πολλές εικασίες έχουν διατυπωθεί ως προς την επιλογή του ονόματος, και ο ίδιος ο Ντύλαν έχει δώσει κατά καιρούς αντιφατικές και συγκεχυμένες εκδοχές. Εντέλει, η επικρατέστερη εικασία ήταν και η αληθινή. Το όνομα το εμπνεύστηκε από τον μεγάλο Ουαλλό ποιητή Ντύλαν Τόμας (27 Οκτωβρίου 1914 - 9 Νοεμβρίου 1953), του οποίου ο νεαρός κύριος Ζίμερμαν υπήρξε λάτρης, και σχεδόν πάντα κυκλοφορούσε με έναν τόμο ποιημάτων του Ντύλαν Τόμας ανά χείρας. Ο πρώτος έρωτας του Ντύλαν, η Echo Star Helstrom, μίλησε στον βιογράφο του Ντύλαν και του αποκάλυψε πόσο αγαπούσε ο τροβαδούρος την ποίηση του Ντύλαν Τόμας, αλλά και ότι τον είχε συμπεριλάβει στο πάνθεον των εκλεκτών ηρώων του, μαζί με άλλους πρόωρα χαμένους όπως ο Τζέιμς Ντην (8 Φεβρουαρίου 1931 - 3 Σεπτεμβρίου 1955) και ο Χανκ Ουίλιαμς (17 Σεπτεμβρίου 1923 - 1 Ιανουαρίου 1953).
Από μικρός, ο Ντύλαν θα δείξει την αγάπη του για τη μουσική (την κιθάρα και τη φυσαρμόνικα), και τη ζωγραφική. Θα λατρέψει τα μπλουζ, θα αποφασίσει ότι η έκφραση και η δημιουργία είναι αξεχώριστες πτυχές της ελευθερίας, θα σαγηνευτεί από τον ανεξάντλητο πλούτο της Τέχνης. Η Νέα Υόρκη πρέπει να κατακτηθεί, αποφασίζει ο νεαρός Ντύλαν, όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτόν, όπως και τόσοι άλλοι μετά.
Τον Ιανουάριο του 1961 θα φτάσει στη Νέα Υόρκη, ακολουθώντας, όπως ο ίδιος έχει πει τα χνάρια του θρυλικού Γούντι Γκάθρι. Μέσα σε πέντε μέρες, θα καταφέρει να τον συναντήσει. Θα στείλει μια κάρτα στους φίλους του, στη Μινεάπολη. Καυχιέται: «Τον γνωρίζω και τον συνάντησα και τον είδα και του τραγούδησα. Τον ξέρω τον Γούντι – π' ανάθεμά με». Στην ιδιότυπη αυτοβιογραφία του γράφει ο Μπομπ: «Ήταν καταχείμωνο όταν έφτασα. Το κρύο ήταν ανελέητο και όλες οι κεντρικές αρτηρίες της πόλης ήταν πνιγμένες στο χιόνι, εγώ όμως είχα ξεκινήσει από τον κρυσταλλιασμένο βορρά, από μια μικρή γωνιά της γης όπου τα σκοτεινά χιονισμένα δάση και οι παγωμένοι δρόμοι δεν με τρόμαζαν. Μπορούσα να υπερβώ τα όρια. Δεν γύρευα χρήματα ούτε αγάπη. Ήμουν σε πλήρη εγρήγορση, ήμουν πεισματάρης και ανυποχώρητος, ανεδαφικός και επιπλέον οραματιστής. Είχα τα μυαλά μου τετρακόσια και δεν χρειαζόμουν την επιβεβαίωση κανενός. Δεν γνώριζα ούτε ψυχή σ' αυτήν τη μυστηριώδη και παγωμένη μητρόπολη, αλλά αυτό θα άλλαζε – και σύντομα, μάλιστα» .
Κι ακόμα, στην αυτοβιογραφία του, μας αφηγείται ότι άρχισε να παίζει φολκ τραγούδια σε άθλια καπηλειά και σε κακόφημα στέκια, συνοδευόμενος από μια κοπέλα που έβγαζε το καπέλο της και το έτεινε στην πελατεία για να μαζέψει λίγα κέρματα. Μας μιλάει για τους τότε «συναδέλφους» του, παρίες και μισότρελους που τραγουδούσαν και έδιναν αυτοσχέδιες παραστάσεις, κατ' ουσίαν επαιτώντας. Τέτοιος ήταν ο Μπίλι ο Χασάπης, τρόφιμος φυλακών και ψυχιατρείων, ο οποίος έπαιζε ένα τραγούδι όλο κι όλο, ξανά και ξανά, το «High-Heel Sneakers». Τέτοιος, και πολύ δημοφιλής μάλιστα, σύμφωνα με τον Ντύλαν, ήταν ο Moondog, ένας τυφλός ποιητής που ζούσε στους δρόμους, φορούσε ράσο ιερέα και μπότες με κόκκινες μύτες και μικρά κουδουνάκια, και διηγιόταν διεστραμμένες διασκευές ιστοριών από τη Βίβλο. Τέτοια ήταν και η Κλόι Κιλ, με τα πυρρόξανθα μαλλιά, τα μονίμως βαμμένα μαύρα νύχια, τα φουντουκί μάτια, το αινιγματικό χαμόγελο, και την επιμονή της ότι «ο Δράκουλας εξουσιάζει τον κόσμο και είναι γιος του Γουτεμβέργιου, του τύπου που ανακάλυψε την τυπογραφία». Είναι αληθινά συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο φιλοτεχνεί παγκόσμιος θρύλος της μουσικής τα πορτρέτα ανθρώπων που έμειναν ανώνυμοι στο περιθώριο της ζωής!
Ο Ντύλαν επιμένει πολύ σε ό,τι τον διέπλασε. Μιλάει πολύ για τα βιβλία που διάβασε στα νιάτα του. Και είναι στ' αλήθεια εντυπωσιακή η παιδεία αυτού του αυτοδίδακτου που, όπως και η άλλη συνονόματή του ιδιοφυΐα, ο σκακιστής Ρόμπερτ «Μπομπ» Φίσερ, δεν είχε θητεύσει σε κανένα πανεπιστημιακό ίδρυμα μήτε και είχε ποτέ του κάποιον δάσκαλο, επισήμως τουλάχιστον. Εντρύφησε στον Θουκυδίδη, λέει ότι ο Έλληνας πατέρας της ιστορίας, «γράφει για το πώς στην εποχή του οι λέξεις είχαν χάσει την πραγματική τους έννοια, για το πώς οι πράξεις και οι απόψεις μπορούν ν' αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή. Είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από την εποχή του ως τη δική μου». Μελέτησε καλά τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι, αλλά και το Περί Πολέμου του Καρλ φον Κλάουζεβιτς. Διάβασε την Κόλαση του Δάντη, διάβασε Μπωντλέρ, Ρεμπώ, Φλωμπέρ, Μοπασάν, Μπαλζάκ, Τολστόι, Μπάιρον, Σέλεϊ, Λονγκφέλοου, και Πόε. «Διάβαζα πολλές σελίδες δυνατά και μου άρεσε ο ήχος των λέξεων, η γλώσσα», μας λέει. «Ο Μπαλζάκ είναι ξεκαρδιστικός», μας διαβεβαιώνει ανερυθρίαστα και ντόμπρα.
Τελειοθήρας από μικρός, θα φροντίσει πάντως να έρθει σε επαφή και με τα εφηβικά του ινδάλματα, να διδαχτεί από αυτά, και να τα ξεπεράσει για ν' αποκτήσει τη δική του, μοναδική φωνή. Θα παίξει μαζί με τον μεγάλο Τζόνι Λη Χούκερ, θα γνωρίσει τον αστέρα της φολκ, τον Ντικ Φαρίνα, θα συμμετάσχει στην ηχογράφηση ενός άλμπουμ του βελούδινου Χάρι Μπελαφόντε. Ο τρόπος με τον οποίο παίζει φυσαρμόνικα θα εντυπωσιάσει τον Τζον Χάμοντ (πατέρα), και λίγα μετέπειτα ο Ντύλαν θα έχει τον δικό του, προσωπικό μάνατζερ, τον δαιμόνιο Άλμπερτ Γκρόσμαν. Παράλληλα, θ' αρχίσει να συνθέτει τα δικά του τραγούδια, εκείνα τα τραγούδια που γαλούχησαν κάμποσες γενιές, εκείνα τα τραγούδια που όλοι τραγουδήσαμε, ή έστω σιγοσφυρίξαμε, εκείνα τα τραγούδια με τους στίχους που φτάνουν να είναι ποίηση, και μάλιστα μεγάλη ποίηση.
Εκείνα τα τραγούδια που έκαναν τον Τομ Γουέιτς να πει: «Ο Ντύλαν είναι ένας πλανήτης προς εξερεύνηση. Είναι δάσκαλος – αν θέλεις να γράψεις τραγούδια δεν υπάρχει άλλος καλύτερος ν' ακούσεις. Είναι η πηγή τόσων και τόσων πραγμάτων, κουβαλάει μεγάλη ιστορία στους ώμους του. Πολλές φορές νιώθεις ότι εσύ είσαι εκτεθειμένος απέναντί του, έχεις την αλλόκοτη αίσθηση ότι υπάρχει πολύ παρελθόν μέσα του. Αλλά και πολύ μέλλον, επίσης».
Εκείνα τα τραγούδια που θα κάνουν τον Νικ Κέιβ να πει ότι απόλυτος ήρωάς του είναι ο Μπομπ Ντύλαν, να διηγηθεί ποιητικά την ιστορία της συνάντησής τους: «Έβρεχε καταρρακτωδώς και στεκόμουν στην πόρτα του τρέιλέρ μου, παρακολουθώντας τη στάθμη του νερού ν' ανεβαίνει, καθώς τα πάντα είχαν πλημμυρίσει. Έπεσε μια αστραπή, και διέκρινα έναν άντρα που φορούσε αδιάβροχο να έρχεται με μια βάρκα προς το μέρος μου. Φέρνει τη βάρκα προς το μέρος μου και μου δίνει μια χειραψία ζεστή και σταθερή. Ο άντρας, που δεν είναι άλλος απ' τον Μπομπ Ντύλαν, μου λέει κάτι σαν, 'Μ' αρέσουν αυτά που κάνεις', και, πριν προλάβω να του απαντήσω, γυρνάει τη βάρκα και επιστρέφει στο δικό του τρέιλερ».
Δεν είναι τυχαίο ότι η βροχή είναι πρωταγωνιστής σε πολλά τραγούδια του Ντύλαν, και σε ένα από τα καλύτερά του. A Hard Rain's A-Gonna Fall:
Και τι άκουσες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, και τι άκουσες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Άκουσα τον κεραυνό να πέφτει, και πριν μια τρομερή βροντή
Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη
Άκουσα εκατό τυμπανιστές τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά
Άκουσα χίλιους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά
Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά
Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι
Άκουσα έναν παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Ο Ντύλαν δεν θα γράφει απλώς τραγούδια. Περιπλανιέται στα σοκάκια της Νέας Υόρκης και αφουγκράζεται το βουητό της μεγαλούπολης, ενώ, συνάμα, καταβυθίζεται στις προφητικές εικόνες των ποιητών. Ο Έζρα Πάουντ, ο Τ. Σ. Έλιοτ, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Κάρολος Μπωντλαίρ, ο Ουίλιαμ Μπλέικ, θα είναι οι αγαπημένοι του ποιητές. Και δεν θα τους εγκαταλείψει ποτέ.
Από τροβαδούρος της κάντρι και της φολκ μουσικής, ο Ντύλαν θα γίνει προάγγελος του χάους, θα γίνει ιεροφάντης του ροκ. «Είσαι Ιούδας!» θα του φωνάξουν σε μια συναυλία, στο Μάντσεστερ Φρι Τρέιντ Χολ, το 1966, όταν θα ακουστούν οι τελευταίες νότες του περιλάλητου «Ballad of a Thin Man» και αρχίσουν οι πρώτες ηλεκτρικές νότες του «Like a Rolling Stone». Κι ο Ντύλαν θ' αντιδράσει με οργή: «Κι εσύ είσαι ψευταράς!» Και θα πει με πείσμα στα μέλη της μπάντας του, των Hawks, «Παίξτε όσο πιο δυνατά γίνεται!» Επί δεκαετίες, ξέραμε ότι αυτό το επεισόδιο, που σημάδεψε την καριέρα του Ντύλαν, συνέβη στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου, αλλά ήταν λάθος που οφειλόταν σε μια εσφαλμένη ετικέτα πάνω στη μαγνητοταινία όπου ήταν καταγραμμένη η συναυλία .
Αλλά και ο τρόπος ζωής του θα τραχύνει, όπως η φωνή του. Ο Ντύλαν θα περάσει από τη λαίλαπα των καταχρήσεων, τα ναρκωτικά θ' αρχίσουν να καίνε το μυαλό του, κι ένα θρυλικό ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του θα τον πείσει να λοξοκοιτάξει για λίγο προς τη μεριά της σύνεσης και της νουνέχειας. «Ήμουν ήδη τραυματισμένος από πολλές απόψεις προτού το ατύχημα», θα πει. «Πιθανόν να είχα πεθάνει αν συνέχιζα έτσι». Θα έρθουν ημέρες περισυλλογής και δημιουργικότητας. Και πολλές συναυλίες, με τους Hawks στο πλευρό του.
Οι Hawks θα μετονομαστούν σε The Band, θα συνεργαστούν στενά με τον Ντύλαν επί δεκαετίες, θα γίνουν ίσως η καλύτερη μπάντα που προσηλώθηκε στο ροκ. Η κεντρική μορφή τους, ο Ρόμπι Ρόμπερτσον, καρδιακός φίλος του Μπομπ Ντύλαν, θα επισκεφθεί μαζί του το βιβλιοπωλείο-στέκι των μπήτνικς, το City Lights Books, του ποιητή Λόρενς Φερλινγκέτι. Φωτογραφήθηκαν με τους ποιητές Μάικλ Μακλιούρ και Άλεν Γκίνσμπεργκ, και μάλιστα ο Ντύλαν σκόπευε να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία στο εξώφυλλο του δίσκου του Blonde on Blonde. Θα μείνει φίλος με τον Γκίνσμπεργκ, θα συνεργαστούν σε λογοτεχνικές και μουσικές βραδιές, αργότερα θα φωτογραφηθεί μαζί του, οκλαδόν και με την κιθάρα στα χέρια, στον τάφο του συγγραφέα και χρονικογράφου της Μπιτ Γενιάς, του Τζακ Κέρουακ.
Ο Ντύλαν πάντα διατηρούσε επαφές και με άλλες τέχνες πέρα απ' τη μουσική. Δεν θα σταματήσει ποτέ να γράφει ποίηση και πρόζα (βλέπε το βιβλίο του Tarantula αλλά και τις ζωγραφιές στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των στίχων του Lyrics 1962-1985), αλλά θα ασχοληθεί και με τον κινηματογράφο. Αξιομνημόνευτη είναι η συνεργασία του με τον σπουδαίο Ινδιανοτεξανό σκηνοθέτη Σαμ Πέκινπα (ας μην ξεχνάμε την Άγρια Συμμορία, το αριστουργηματικό γουέστερν, και ένα από τα αγαπημένα φιλμ του Ντύλαν). Ο Πέκινπα θα μεταφέρει στην οθόνη την ιστορία του περιβόητου Μπίλι δε Κιντ, του Ουίλιαμ Χ. Μπόνεϊ, του θρυλικού παράνομου πιστολέρο για τον οποίο έχουν γράψει μεταξύ άλλων ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο Ουίλιαμ Μπάρρουζ. Το ρόλο του Μπίλι ανέλαβε ο τραγουδιστής, ηθοποιός και φίλος του Ντύλαν, ο Κρις Κριστόφερσον. Ο Ντύλαν ανέλαβε να υποδυθεί τον Αλίας, έναν φίλο του Μπίλι δε Κιντ, και να γράψει το soundtrack της ταινίας. Ανάμεσα στα άλλα διαμάντια του soundtrack ξεχωρίζει το χιλιοτραγουδισμένο εμβληματικό άσμα «Knockin' on Heaven's Door».
Το πρόσωπό του θυμίζει όλο και πιο πολύ τις μεταμορφώσεις που υπέστη το πρόσωπο του Αντονέν Αρτό. Οι ρυτίδες σ' αυτό το πρόσωπο έχουν μια μεγάλη ιστορία να πουν. Ο Ντύλαν θα αποφεύγει τον κόσμο, θα ντύνεται παράξενα (αλλά και πολύ απλά πολλές φορές: ένα φοιτητικό φούτερ με κουκούλα και μπλουτζίν), θα κοιμάται συχνά με τα ρούχα, θα περιπλανιέται με τις ώρες μόνος του. Έχει συνεργαστεί με όλα τα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής. Με τον Τζόνι Κας, με τον Έρικ Κλάπτον, με τον Ρον Γουντ, με τον Νηλ Γιανγκ, με τον Κιθ Ρίτσαρντς, με τον Τζορτζ Χάρισον. Οι δίσκοι του πουλάνε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, αλλά ο ίδιος ζει αποτραβηγμένος, συχνάζει σε μικρά ιρλανδέζικα μπαράκια, κάθεται σε μια σκοτεινή γωνιά, πίνει αλλεπάλληλα ουίσκι και ακούει λατρεμένες του ιρλανδικές μπαλάντες.
Όπως θα έλεγε και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, «Ο Μπομπ είναι ένας άνθρωπος που πήγε αποστολή στην Κόλαση και γύρισε σώος για να μας πει τι είδε εκεί».
Αυτά που «είδε εκεί», ο Ντύλαν μπόρεσε να τα κάνει συναρπαστικά αφηγηματικά τραγούδια, να τα βάλει σε στίχους που άλλοτε θυμίζουν ατόφια μπλουζ, άλλοτε απόλυτη ποίηση, και άλλοτε ταινίες μικρού μήκους σκηνοθετημένες από τον Όρσον Ουέλλες και τον Μπέλα Ταρ από κοινού.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 24.5.2017