ΣΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ «Κορίτσι με τα τατουάζ», σε μία από τις πιο ανατριχιαστικές σεκάνς, ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ ετοιμάζεται να βασανίσει μέχρι θανάτου τον Ντάνιελ Κρεγκ υπό τους ήχους του «Orinοco Flow» της Enya. Μάλιστα, ο Σκάρσγκαρντ, που υποδύεται έναν serial killer, φαίνεται να το καταδιασκεδάζει όταν πέφτει το κομμάτι ‒ μέχρι που αρχίζει λικνίζεται σε κάποιο σημείο.
Στους φαν της Ιρλανδής τραγουδοποιού φαίνεται σαν μια απόπειρα του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φίντσερ να κάνει μαύρο χιούμορ. Μοιάζει να το έχει κάνει επίτηδες, δηλαδή να έχει βάλει την ιέρεια των γαλήνιων ήχων ως επένδυση σε μία από τις πιο άβολες σκηνές του φιλμ. Βέβαια, αν το ψάξεις λίγο παραπάνω, μαθαίνεις ότι ο Ντάνιελ Κρεγκ είναι ο βασικός υπεύθυνος γι' αυτήν τη «σατανική» συγκυρία. Πάντως, αν μη τι άλλο, λειτουργεί. Συμβολίζει πετυχημένα τα έντονα συναισθήματα αγάπης-μίσους που δημιουργεί η μουσική της από τότε που πρωτοεμφανίστηκε με τραγούδια τόσο «λοξά», που σίγουρα πρέπει να λατρεύουν, μεταξύ άλλων, οι κατά συρροή δολοφόνοι. Εντάξει, το πιάσαμε το αστείο!
Το «Orinoco Flow» ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Enya. Ήταν το κομμάτι που την έκανε mainstream και σταρ σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Θα ακουστεί κλισέ, αλλά κυριολεκτικά δεν έμοιαζε με τίποτα απ' ό,τι κυκλοφορούσε το 1988. Αν ήσουν παιδί που μεγάλωνε με MTV, αυτό το βίντεο ήταν κάτι μαγικό.
Ο λόγος που το όνομα και η μουσική της, όμως, είναι συνυφασμένα με το κιτς για μια μερίδα κοινού είναι μάλλον ανεξήγητος. Για χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του '80 και μετά το '90, το να πεις σε παρέες, ιδίως με προτίμηση στο ροκ, ότι σου άρεσαν τα τραγούδια της ήταν το χειρότερο πράγμα που μπορούσες να κάνεις.
Ο λόγος που το όνομα και η μουσική της, όμως, είναι συνυφασμένα με το κιτς για μια μερίδα κοινού είναι μάλλον ανεξήγητος. Για χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του '80 και μετά το '90, το να πεις σε παρέες, ιδίως με προτίμηση στο ροκ, ότι σου άρεσαν τα τραγούδια της ήταν το χειρότερο πράγμα που μπορούσες να κάνεις. Κοινώς, ντρεπόσουν για τα άλμπουμ της που είχες στη δισκοθήκη σου. Ήταν κάτι που σε έκανε να φαίνεσαι ξενέρωτος, όπως αναφέρει η μουσικός Julianna Barwick, που έτυχε να τη χρίσουν άξια διάδοχό της πριν από δέκα χρόνια, όταν έκανε τα πρώτα της βήματα. Η σύγκριση ήταν προβληματική, «αλλά, ευτυχώς, πάει, πέρασε» λέει.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πρότινος δεν θυμάμαι ποτέ κανέναν να παραδέχεται ότι του άρεσε. Κι όμως, λίγο πριν φύγει το 2020, λόγω της καραντίνας, το «Pitchfork» τη θυμήθηκε. Σε αυτό το εκτενές άρθρο η Barwick και άλλοι καλλιτέχνες μιλάνε για την αγάπη που της έχουν, διατυμπανίζουν ότι η μουσική της Enya βρίσκεται παντού, ακόμα και όταν η ίδια προτιμά τη μοναξιά και την απομόνωση.
Enya - Orinoco Flow
Δεν ήταν οι πρώτοι που παρατήρησαν κάτι τέτοιο. Πριν από περίπου επτά χρόνια, είχαν γράψει στο «Quietus» για την επιρροή που είχε το έργο της στη σύγχρονη αφρόκρεμα της πειραματικής και ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής και όχι μόνο. Μια πλειάδα καλλιτεχνών, από τη Nicki Minaj και την Grimes μέχρι τον Perfume Genius, τη Laurel Halo και τον Daniel Lopatin, που έχει μια φωτογραφία της σαν εικόνισμα πάνω από τα συνθεσάιζέρ του, την τοποθετεί ανάμεσα στους αγαπημένους της μουσικούς. Η FKA Τwigs, π.χ. την αποκαλεί «μαμά». Επιπλέον, είναι σχετικά γνωστό ότι ακόμη και οι Fugees υπέκυψαν στη γοητεία της όταν σάμπλαραν το «Boadicea» (1987) στο «Ready or Not».
Σύμφωνα με την Jenn Pelly του «Pitchfork», η επανεκτίμηση της δουλειάς της οφείλεται εν μέρει στον τρόπο που το Διαδίκτυο διεύρυνε το μουσικό γούστο των σύγχρονων ακροατηρίων. Ωστόσο, για εμάς, που γνωρίζουμε την Enya από παλιά, παραμένει το αρχικό ερώτημα, γιατί, παρά την τεράστια επιτυχία της, είναι ίσως μία από τις πιο υποτιμημένες και παρεξηγημένες μουσικούς της γενιάς της.
Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα ίσως εντοπίζεται στην ίδια τη μουσική της. Με λίγα λόγια, δεν ήξερες τι ακριβώς να σκεφτείς γι' αυτήν. Ήταν και είναι από τις πιο αταξινόμητες στο ποπ και ροκ πάνθεον. Ειδικά την εποχή που βγήκε δεν μπορούσες π.χ. να την πεις goth ή dream pop (όπως έγινε στην περίπτωση των Cocteau Twins, που μέρος της φήμης τους βασίστηκε στα αιθέρια και ακαταλαβίστικα φωνητικά της Elizabeth Fraser). Ακόμα και ο όρος «new age» που της κόλλησε η εταιρεία της δεν βοήθησε καθόλου την κατάσταση. Χρόνια μετά, η ίδια τον αποκήρυξε ως προϊόν μάρκετινγκ.
Μάλιστα, τη θεωρούσαν τόσο πειραματική μουσική, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς κατάφερε να περάσει στο μαζικό ακροατήριο. Ο Rob Dickins, που την υπέγραψε στη Warner Music UK, είχε δηλώσει σχετικά: «Κάποιες φορές υπογράφεις έναν καλλιτέχνη για να βγάλεις λεφτά και άλλες το κάνεις για τη μουσική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έγινε καθαρά για τον δεύτερο λόγο. Απλώς ήθελα να συμμετέχω στη δημιουργία αυτής της μουσικής».
Ήταν τόσο περίεργη, που δεν μπορούσε να μπει ούτε κάτω από την ομπρέλα του έθνικ ή της world music, κι ας πατούσε, ως επί το πλείστον, πάνω σε κέλτικες μουσικές παραδόσεις. Σήμερα, βέβαια, άνετα την κατηγοριοποιούν έτσι. Τότε, όμως, ήταν εντελώς αλλόκοτη για να της δώσεις τον οποιοδήποτε χαρακτηρισμό.
Enya - Only Time
Με τα σημερινά δεδομένα, ίσως κάποιοι επιχειρήσουν εσφαλμένα να τη συνδέσουν με το hauntology, όπως ακούς συχνά να χαρακτηρίζονται τα τελευταία χρόνια μουσικές που δεν μπορείς να κατατάξεις πουθενά ή να εξηγήσεις. Το απαλό και χαλαρωτικό ηχόχρωμά της, όμως, δεν προκαλεί κανενός είδους νοσταλγία, δεν στοιχειώνεται από κανένα ένδοξο παρελθόν. Οπότε, τι ακριβώς ήταν; Βασικά, ο μόνος όρος που ακούγεται ταιριαστός στην περίπτωσή της είναι η avant-garde pop, όπως τη χαρακτήρισε ο Luke Turner στο «Quietus».
Σε ένα άλλο σημείο, η Pelly φαίνεται να υπονοεί ότι και η Enya έπεσε θύμα της πατριαρχίας που μάστιζε τότε σε μεγάλο βαθμό τον μουσικό κόσμο. Από τη μια η μουσική της θεωρήθηκε υπερβολικά «γυναικεία», υπερβολικά «όμορφη». Από την άλλη, ως εικόνα, ήταν υπερβολικά σοβαρή και απόμακρη, εντελώς αποκομμένη από τα στάνταρ που θέτει η μουσική βιομηχανία στις ποπ-σταρ κάθε εποχής.
Η Enya, που το πραγματικό της όνομα είναι Eithne Pádraigín Ní Bhraonáin, μεγάλωσε σε μια μουσική οικογένεια. Ήταν τo πέμπτο από εννιά παιδιά. Ο πατέρας της είχε μια ιρλανδική μπάντα πριν ανοίξει παμπ και αρχίσει να διοργανώνει συναυλίες και η μητέρα της, εκτός από ερασιτέχνης μουσικός, δίδασκε σε μουσικό σχολείο.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 τα αδέρφια της σχημάτισαν τους Glannad, συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε και η ίδια. Όταν αποχώρησε ο μάνατζερ και παραγωγό τους, Nick Ryan, εξαιτίας μιας διαφωνίας, η Enya αποφάσισε να τον ακολουθήσει και να συνεχίσει ως σόλο καλλιτέχνις. Στην ουσία, η Enya ήταν πάντοτε ένα πρότζεκτ ή, καλύτερα, μια στενή ομάδα τριών ατόμων, αποτελούμενη από την ίδια, τον Nick Ryan, που είναι στην παραγωγή, και τη γυναίκα του και στιχουργό Roma Ryan.
Ο Ryan, μέσα από τη συνεργασία του με την Enya, κατάφερε να αναπτύξει τις δικές του ιδέες πάνω στο wall of sound. Ξεκίνησαν με κάνουν αμέτρητες λούπες από αρμονίες μέχρι να δημιουργήσουν τον χαρακτηριστικό ήχο-σήμα κατατεθέν της μουσικής της. Η Enya κάνει όλα τα φωνητικά και παίζει όλα τα όργανα. Έχοντας κλίση στις γλώσσες, έχει ηχογραφήσει κομμάτια στα γαελικά, στα λατινικά, στα ιαπωνικά και στα σίνταριν – μια φανταστική γλώσσα των ξωτικών που εφηύρε ο J R.R. Tolkien.
The Lord of the Rings • May It Be • Enya
Έχει κυκλοφορήσει οκτώ άλμπουμ συνολικά. Η πρώτη της δουλειά ήταν για το σάουντρακ του «Frog Prince» (1984), ενώ το πρώτο επίσημο άλμπουμ της ήταν το «Celts» (1987), το σάουντρακ για την ομώνυμη σειρά του BBC. Εκείνη την περίοδο υπέγραψε στη Warner Music UK και ο Rob Dickins γοητεύτηκε τόσο πολύ από τη μουσική της, που της έδωσε απόλυτη δημιουργική ελευθερία. Το «Watermark» κυκλοφόρησε το 1988, γνωρίζοντας παγκόσμια εμπορική επιτυχία και κριτική αναγνώριση. Με το επόμενο της άλμπουμ, «Shepherd Moons» (1991), πέτυχε ακόμη μεγαλύτερες πωλήσεις. Ακολούθησαν τα «Memory of Trees» (1995), «A day without rain» (2000), «Amarantine» (2005), «And winter came...» (2008) και, τέλος, το «Dark Sky Island» του 2015.
Είναι η πιο εμπορική μουσικός της Ιρλανδίας μετά τους U2 και μία από τις πιο πλούσιες γυναίκες μουσικούς διεθνώς. Όταν ο Τζέιμς Κάμερον της ζήτησε να γράψει το σάουντρακ του «Τιτανικού», αρνήθηκε, χωρίς να δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Όλα αυτά τα χρόνια έχει αποκτήσει τη φήμη της εκκεντρικής και ερημίτισσας. Ζει στο Δουβλίνο μαζί με τις γάτες της, σε ένα κάστρο που αγόρασε το 1992 για 2,5 εκατομμύρια λίρες και το ονόμασε Mάντερλεϊ από το μυθιστόρημα της Ντι Μοριέ, «Ρεβέκκα». Ένας από τους γείτονές της είναι ο Bono. Δεν περιοδεύει, ενώ σπάνια κάνει εμφανίσεις για να τραγουδήσει.
«Η μουσική πουλάει, όχι ο εαυτός μου ή το τι πιστεύω. Έτσι ήθελα να είναι πάντα»: αυτά αναφέρει πάνω-κάτω στις συνεντεύξεις της όταν τη ρωτούν για την ιδιωτική της ζωή. Στη σημερινή εποχή υπάρχουν, άραγε, πολλές γυναίκες σταρ-μουσικοί που να έχουν καταφέρει κάτι ανάλογο;
σχόλια