Goregraphy
Με το μέταλ και τα παρακλάδια του δεν έχω καλές σχέσεις, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Με το σαξόφωνο, και κυρίως με τη συνηθισμένη άλτο έκφανσή του, έχω ακόμα χειρότερη σχέση. Δεν ξέρω αν κουβαλάω κάποιο παιδικό τραύμα από κανένα ιατρείο που κατά τη διάρκεια της αναμονής έπαιζε Kenny G., αλλά με ενοχλεί αφάνταστα ο ήχος του. Είχα κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια πριν από περίπου 15 χρόνια να ακούσω τον πλέον σημαντικό σύγχρονο σαξοφωνίστα Jan Garbarek, αλλά μόλις έψαξα στη δισκοθήκη και δεν υπάρχει ούτε ένας δίσκος του, οπότε μάλλον ό,τι είχα αγοράσει τότε έχει πουληθεί ή χαριστεί. Με δεδομένο πως η συνάντηση του σαξόφωνου και της τζαζ γενικότερα με το doom metal, όπως την ορίζουν οι εξαιρετικοί Bohren & Der Club Of Gore, με ενθουσιάζει τόσο πολύ, μπορεί και να σημαίνει πως πρέπει να διαπραγματευτώ εκ νέου τη σχέση μου με τους doom ρυθμούς αλλά και με τον Garbarek. Αυτό, λοιπόν, που έχει ονομαστεί doom jazz χαρακτηρίζεται από τα νωχελικά κρουστά και τις λεπτοδουλεμένες μελωδίες. Οι BDCOG εμφανίζονται στο πλαίσιο του τέταρτου Screamin' Athens Horror Film Festival, και ομολογώ πως είναι τουλάχιστον έξυπνη επιλογή. Η μουσική τους έχει νουάρ αισθητική και δεν είναι λίγες οι φορές που αναφέρεται το όνομα του David Lynch στις περιγραφές των δίσκων τους. Η δισκογραφία τους προσφέρεται για πάμπολλα σχόλια, αλλά, εστιάζοντας στα βασικά, ξεκινάς από τον πληρέστερο δίσκο τους, το «Black Earth» (Wonder Rercords, 2002, ****) και καταλήγεις στη μικρή διαφοροποίηση του ήχου τους στο πιο πρόσφατο «Dolores» (PIAS, 2008, ***+). Το πρώτο είναι απαραίτητο, αν θες να καταλάβεις τη μουσική τους. Στα περίπου 70 λεπτά που διαρκεί το «Black Earth», από τα πνευστά με τη σουρντίνα σε αδιάλειπτη χρήση (για να χαμηλώνει η έντασή τους) θα ακούσεις ανατριχιαστικές μελωδίες, ενώ στην παραγωγή έχουν διατηρηθεί απόκοσμα τα ντραμ για να ολοκληρωθεί η κινηματογραφική αίσθηση του δίσκου. Στο «Dolores» έχουν πλέον αφήσει να μπει λίγο φως στη μουσική τους. Δεν το κάνουν ανεβάζοντας τους ρυθμούς ή με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά προσθέτοντας καινούργια όργανα. Μεταλλόφωνο, πλήκτρα, τρομπόνι κ.λπ. επηρεάζουν αισθητά τον ήχο της μπάντας, που είναι πλέον πιο κοντά στην τζαζ απ' ό,τι στο μέταλ, χωρίς όμως να αλλοιώνουν την εδραιωμένη μουσική τους ταυτότητα. Την Παρασκευή θα εμφανιστούν στο Gagarin μετά τις τελευταίες προβολές του φεστιβάλ και υπάρχουν μόνο 300 θέσεις γι' αυτήν τη μεταμεσονύχτια συναυλία μιας πραγματικά σπουδαίας μπάντας.
When I get my... Maserati
Παραφράζοντας τον τίτλο του τραγουδιού του Jeffrey Lee Pierce που ερμήνευε η Lydia Lunch στο πρόσφατο «JLP Sessions Project», τη θέση της Κάντιλακ του μακαρίτη τραγουδιστή των Gun Club παίρνει ένα άλλο ακριβό αμάξι, μια και αυτή την Κυριακή στο Gagarin έρχονται οι Maserati για πρώτη φορά. Την μπάντα μού την πρωτοσύστησε πριν από μερικά χρόνια ο Βερβέρης των Closer, προτείνοντας το «Monoliths», που τελικά αποδεικνύεται η κορυφαία τους σύνθεση (και από τις κορυφαίες του είδους εδώ και πολλά χρόνια). Οι ορχηστρικές τους συνθέσεις βασίζονται εμφανώς στο postrock, αλλά αυτό που τους ξεχωρίζει από τον σωρό είναι η γνώση της ψυχεδέλειας των '70s, που μπλέκεται επιτυχώς στη μουσική τους. Ο τελευταίος τους δίσκος, «Pyramid of the sun» (Temporary Residence, 2010, ***), περιέχει τις τελευταίες ηχογραφήσεις τους με τον αδικοχαμένο και εξαιρετικό ντράμερ Jerry Fuchs (πέθανε τον Νοέμβριο του 2009 σε ένα φρικτό ατύχημα, πέφτοντας στο κενό φρεάτιο ενός χαλασμένου ασανσέρ) κι ενώ κινούνται στα συνηθισμένα τους λημέρια, ό,τι ακούς εκεί το έχουν κάνει καλύτερα στο παρελθόν. Φαντάζομαι πως θα είναι δύσκολο γι' αυτούς να αντικατα- στήσουν τον Fuchs, αλλά είναι ένα άψογο τεχνικά συγκρότημα που θεωρητικά στη σκηνή θα τα πηγαίνει καλύτερα απ' ό,τι στο στούντιο. Τη συναυλία ανοίγουν οι δικοί μας Gardenbox.
σχόλια