«ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ να προσπαθεί να βλέπει τα θετικά σε όλες τις καταστάσεις, γι’ αυτό δεν μετανιώνω ποτέ για τίποτα!». Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίζει τη στάση ζωής του Μίσα Μάισκι, που στα 74 του παραμένει εξίσου ενεργός όπως στην αρχή της καριέρας του.
Στις 2 Ιουλίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συμπράττει με τον κορυφαίο μουσικό που από πολλούς θεωρείται ο σύγχρονος διάδοχος του Ροστροπόβιτς. Με αφορμή τη συναυλία που θα πραγματοποιηθεί στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, ρίχνουμε φως σε βασικές πτυχές της ζωής του, που δικαιολογούν απόλυτα τον μύθο που τον περικλείει.
Όταν στην ηλικία των οκτώ ο μικρός Μίσα δήλωσε στους γονείς του ότι ήθελε να ξεκινήσει μαθήματα βιολοντσέλου, εκείνοι μάλλον «έπεσαν από τα σύννεφα». Διότι ναι μεν η οικογένεια αγαπούσε πολύ τη μουσική και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μάθαιναν ήδη μουσικά όργανα, αλλά ο μικρότερος ήταν υπερκινητικός και γεμάτος ενέργεια. Λάτρευε το ποδόσφαιρο και δεν μπορούσε κανείς να τον φανταστεί να κάθεται με τις ώρες και να μελετάει μουσική.
Ο μικρός, όμως, διέψευσε σύντομα τις αμφιβολίες των γονιών του και, όπως τα περισσότερα παιδιά με μουσικό χάρισμα εκείνη την εποχή, κατάφερε να εισαχθεί σε μουσικό σχολείο της γενέτειράς του, της Ρίγας στη Λετονία. Μόλις στα 14 έφυγε για τη Ρωσία, όπου συνέχισε το σχολείο και τρία χρόνια αργότερα έκανε το ντεμπούτο του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λένινγκραντ, το οποίο του χάρισε το προσωνύμιο «Ροστροπόβιτς του μέλλοντος».
Έχοντας ήδη στοχοποιηθεί από τις αρχές λόγω της διαφυγής της αδερφής του στη Δύση, ο Μάισκι συνελήφθη με την κατηγορία για λαθρεμπόριο, όταν χάλασε το μαγνητόφωνό του και προσπάθησε να αγοράσει ένα καινούργιο. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσει τους επόμενους τέσσερις μήνες στη φυλακή και άλλους δεκατέσσερις κάνοντας καταναγκαστικά έργα.
Έναν χρόνο αργότερα, κερδίζει το έκτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι και αυτή η αναγνώριση τού δίνει την ευκαιρία να εισαχθεί στο Ωδείο της Μόσχας και να μαθητεύσει επιτέλους δίπλα σε αυτόν που αποκαλεί μέχρι και σήμερα «δεύτερο πατέρα» του, τον Μστισλάβ Ροστροπόβιτς. Τα μαθήματα κράτησαν τέσσερα χρόνια και ο Μάισκι συνήθιζε να τα ηχογραφεί.
Αυτή του η συνήθεια θα αποδεικνυόταν κρίσιμη για την καλλιτεχνική του πορεία, αφού εν τέλει αποτέλεσε την αφορμή για να εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση. «Φτυάριζα τσιμέντο αντί να παίζω τσέλο. Έκανα το καθήκον μου βοηθώντας στη θεμελίωση του κομμουνισμού. Τελείως ανεπιτυχώς, προφανώς», λέει χαριτολογώντας.
Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, δεν θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του στο Ωδείο της Μόσχας. Για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, νοσηλεύεται για δύο μήνες σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και το 1973 καταφέρνει να εγκατασταθεί στο Ισραήλ. Μετά από αποχή σχεδόν δύο χρόνων ξαναπιάνει στα χέρια του τσέλο και είναι σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα.
Κάνει το ντεμπούτο του στο Κάρνεγκι Χολ, όπου μετά τη συναυλία ένας από τους ακροατές θα τον πλησιάσει και θα του πουλήσει το τσέλο δια χειρός Ντομένικο Μοντανιάνα με το οποίο παίζει μέχρι και σήμερα. «Το αποκαλώ “η ωραία μου κυρία” γιατί στα ρώσικα η λέξη τσέλο είναι γένους θηλυκού», εξομολογείται ο Μάισκι.
Κάποιοι τον κατηγορούν ότι παίζει όλα τα έργα με τρόπο ρομαντικό. Ακόμα και τον Μπαχ. «Εγώ το εκλαμβάνω σαν κομπλιμέντο αυτό. Πιστεύω ότι ο Μπαχ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ρομαντικούς όλων των εποχών. Ας μην ξεχνάμε ότι, πέραν της εκπληκτικής μουσικής του, ο Μπαχ είχε και είκοσι παιδιά», λέει χαρακτηριστικά.
\«Δεν παίζω ποτέ για τους ειδήμονες γιατί αυτοί δεν με χρειάζονται. Μπορούν να απολαύσουν τη μουσική κοιτάζοντας απλά την παρτιτούρα. Παίζω για εκείνους που ενδεχομένως ακούνε το κομμάτι για πρώτη φορά και προσπαθώ να εκφράσω όσο πιο πολλά μπορώ, σε μια προσπάθεια να τους βοηθήσω να εκτιμήσουν τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από αυτό».
Στη διάρκεια της καριέρας του, έχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους μουσικούς και αρχιμουσικούς παγκοσμίως. Η Μάρτα Άργκεριχ, ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, ο Γιούρι Μπασμέτ, ο Βαντίμ Ρέπιν, ο Ράντου Λούπου και ο Λανγκ Λανγκ είναι κάποιοι μόνο από τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει μοιραστεί τη σκηνή, αλλά και ηχογραφήσει στην αποκλειστική δισκογραφική του εταιρεία, την Deutsche Grammophon.
Ωστόσο, η σταθερότερη συνεργασία του τα τελευταία χρόνια δεν είναι άλλη από αυτή με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, τη Λίλι και τον Σάσα, με τα οποία δίνει πολύ συχνά ρεσιτάλ μουσικής δωματίου. Η Λίλι στο πιάνο, ο Σάσα στο βιολί και ο Μίσα στο βιολοντσέλο, εμφανίζονται με την ονομασία Τρίο Μάισκι. Ο ίδιος περιγράφει τη συνθήκη του να ερμηνεύει μουσική με τα παιδιά του ως κάτι το υπερβολικά ιδιαίτερο, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια.
Παρ' όλα αυτά, όμως, ο Μάισκι εξακολουθεί να αναφέρεται στον εαυτό του ως «ερασιτέχνη». «Στα ρώσικα, η λέξη “ερασιτέχνης” ταυτίζεται με εκείνον που αγαπά τη μουσική. Μετά από τόσα χρόνια εξακολουθώ να αγαπάω τη μουσική. Ο “επαγγελματίας” μου φέρνει στο μυαλό μαύρα κουστούμια και παπιγιόν. Μια ενδυμασία που έχω αφήσει πίσω μου εδώ και χρόνια. Γι’ αυτό δεν μπορώ παρά να την αντιμετωπίζω με κάποιον σκεπτικισμό».
Η ανιδιοτελής αγάπη για τη μουσική, η ακόρεστη όρεξη για ζωή, αλλά και η σχέση του με τους μεγάλους ερμηνευτές του παρελθόντος φαίνεται πως κρατούν τον Μάισκι στην κορυφή ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Εκτός από εκπληκτικός μουσικός, όμως, είναι και ένας συναρπαστικός συνομιλητής που παραμένει σύγχρονος και αφουγκράζεται τις αλλαγές που συμβαίνουν συνεχώς γύρω μας. Εμείς, από τη μεριά μας, αναμένουμε ότι στις 2 Ιουλίου θα αποδείξει για ποιους λόγους η συμφωνική μουσική παραμένει πάντα επίκαιρη.
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών – Lionel Bringuier – Mischa Maisky
Έργα Ευαγγελάτου, Ντβόρζακ, Ραχμάνινοφ
2 Ιουλίου, 21:00
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Περισσότερα εδώ
Online αγορά εδώ