Τη μέρα που χάθηκε ξαφνικά η Trish Keenan γινόταν το πάρτι για το mhulotsnothingdays με Hype Williams και Demdike Stare και θυμάμαι ότι ήταν το πρώτο πράγμα που μας είπαν μόλις πάτησαν το πόδι τους στο αεροδρόμιο. Είχαμε πάει να τους υποδεχτούμε και η είδηση ήταν για μένα σαν κεραυνός.
Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν εξαιρέσω τον θάνατο του Curt Cobain, νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που η είδηση του θανάτου κάποιου από το χώρο της μουσικής με είχε αγγίξει τόσο, ίσως επειδή την είχα πολύ ψηλά στην εκτίμησή μου. Μπορεί κι επειδή ήταν στην πιο δημιουργική της φάση, -οι Broadcast την εποχή που χάθηκε ήταν ένα από καλύτερα σχήματα που είχε η Βρετανία εκείνη την περίοδο και μετά το πειραματικό άλμπουμ που έκλεινε τα ’00s –το Investigate Witch Cults of the Radio Age με τον Focus Group και το single Familiar Shapes and Noises που ακολούθησε είχαν περάσει σε άλλη κατηγορία.
Έπρεπε να τους δεις live για να καταλάβεις ότι δεν είχαν καμία σχέση με τα άλλα γκρουπ της ίδιας εποχής. Και το πόσο ιδιαίτερη περίπτωση ήταν, όχι μόνο ως μουσικοί, αλλά και ως οι καλλιτέχνες που άνοιξαν το δρόμο για όλο αυτό το –ας το πούμε κίνημα- της hauntology που εμφανίστηκε στην Αγγλία τα επόμενα χρόνια.
Από την στιγμή που τους άκουσα για πρώτη φορά στο Work and NonWork, τη συλλογή με τα κομμάτια από τα αρχικά singles τους όπου υπήρχε και το The Booklovers, για μένα ήταν ξεχωριστοί. Όταν πρωτοβγήκαν ήταν ένα υβρίδιο ηλεκτρονικού ροκ με αιθέρια φωνητικά, με ήχο που είχε πολλά κοινά στοιχεία με των Stereolab, με krautrock ρυθμούς και τη φωνή της Trish πεντακάθαρη και γλυκιά να αναβιώνει την ποπ των ’60s με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και οι St. Etienne και λίγο νωρίτερα τα συγκροτήματα της Sarah Records. Οι Broadcast παρόλο που τους κόλλησαν την ταμπέλα indie -γιατί δεν ήταν και εύκολο να τους κατατάξεις κάπου- δεν ήταν ποτέ απλά ένα indie συγκρότημα. Ήταν το πρώτο σχήμα που κυκλοφόρησε η Warp που δεν ήταν αμιγώς ηλεκτρονικό, με ήχο που δανειζόταν περισσότερα στοιχεία από το παρελθόν και την ηλιόλουστη ποπ του Burt Bacharach παρά την κιθαριστική ποπ που ήταν κυρίαρχη στο τέλος των 90s, αλλά και από τους αβάντ-γκαρντ πειραματισμούς των United States of America που είχαν ποτίσει το DNA τους. Αυτό το «κάτι» όμως που τους έκανε μοναδικούς και πρωτοπόρους ήταν η λατρεία τους για οτιδήποτε ήταν βρετανικό με έναν τρόπο σκοτεινό και απόκοσμο: τα πρώιμα ψυχεδελικά κομμάτια με synth, τα μυστηριώδη παλιά σάουντρακ για ταινίες και εκπομπές της τηλεόρασης, οι ανατριχιαστικές ιστορίες και τα αλλόκοτα παραμύθια που έκαναν εφιαλτικό τον παιδικό κόσμο την εποχή που μεγάλωναν. Το 2000 κυκλοφόρησαν το The Noise Made By People, ένα απίθανο άλμπουμ που έδινε το στίγμα όλων αυτών που θα επακολουθούσαν, μια τρυφερή αναβίωση της ποπ των ’60s με ήχο σύγχρονο και μια μινιμαλιστική αισθητική που δημιούργησε «σχολή» τα επόμενα χρόνια –αυστηρή και ψυχρή, αλλά την ίδια στιγμή νοσταλγική, όπως τα παλιά εξώφυλλα της Penguin, οι αφίσες που στόλιζαν παλιά τα βενζινάδικα ή τα λογότυπα στις συσκευασίες των κορν φλέικς. Το The Noise Made By People ήταν ένα νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν με έναν τρόπο φουτουριστικό, ακούγονταν λες και κάποιος πρωτοπόρος μουσικός στα ’60s προσπαθούσε να συνθέσει τη μουσική του μέλλοντος χωρίς να χαθεί όμως η ποπ υπόστασή της. Είχαν γράψει τόσο χαμηλών τόνων και εύθραυστα κομμάτια, τόσο συναισθηματικά και με τέτοια εμμονική ομοιομορφία που ο δίσκος απαιτούσε προσοχή για να τα εκτιμήσεις. Η αλήθεια είναι ότι παρόλο που απέκτησαν φανατικό κοινό από την αρχή, άργησαν να εκτιμηθούν ως κάτι ξεχωριστό, έπρεπε να τους δεις live για να καταλάβεις ότι δεν είχαν καμία σχέση με τα άλλα γκρουπ της ίδιας εποχής. Και το πόσο ιδιαίτερη περίπτωση ήταν, όχι μόνο ως μουσικοί, αλλά και ως οι καλλιτέχνες που άνοιξαν το δρόμο για όλο αυτό το –ας το πούμε κίνημα- της hauntology που εμφανίστηκε στην Αγγλία τα επόμενα χρόνια.
Ανέμελες μέρες στο Moseley Folk σε ένα Super 8 που γύρισε η ίδια όταν δεν ήταν ακόμα τόσο γνωστοί:
To Haha Sound που κυκλοφόρησε το 2003 είχε το πιο δυνατό single τους, το Pendulum, με έντονο krautrock ρυθμό και ψυχεδελικά synth, ενώ οι αναφορές τους προχώρησαν ακόμα πιο πολύ προς τα «πρωτόγονα» ηλεκτρονικά των ηχογραφήσεων για το BBC Radiophonic Workshop (ο ορισμός του ρετροφουτουρισμού), τα προπαγανδιστικά βρετανικά φιλμάκια των ’70s, τον τσέχικο σουρεαλισμό, το Moog, τα ξεχασμένα σάουντρακ και την κιτς μεμοραμπίλια που με το πέρασμα των χρόνων αναβαθμίζεται αισθητικά και γίνεται σχεδόν καλόγουστη. Το Haha Sound τους έκανε τόσο δημοφιλείς που γέμισαν ασφυκτικά το An Club στην μοναδική εμφάνισή τους στην Αθήνα στις 3 Οκτωβρίου του 2003. Νομίζω ότι ήταν το καλύτερο live που έχω δει στο An, αν και τώρα πια που δεν υπάρχει η Trish έχει περάσει στη σφαίρα των «μυθικών εμφανίσεων» και δεν είμαι σίγουρος αν όντως ήταν τόσο εξωπραγματικά καταπληκτικό όσο το έχω στο μυαλό μου. Ήταν σίγουρα ένα live που δεν ξεχνάς ποτέ και μια απίστευτη εμπειρία, γιατί από εκείνη τη βραδιά έγινα φαν και για μένα έπαιζαν σε διαφορετική κατηγορία από οτιδήποτε άλλο είχε η Αγγλία. Είναι επίσης ένα live που δεν μπορώ να περιγράψω γιατί το μόνο που θυμάμαι είναι η ψευδαίσθηση ότι είχα διακτινιστεί σε ένα κλαμπ άλλης εποχής και ζούσα την εμπειρία κάποιου μουσικόφιλου λίγο πριν το τέλος των ’60s, με την Trish να τραγουδάει χωμένη σε ψυχεδελικά projections με τις μαύρες αφέλειες, σχεδόν ακίνητη, και έναν παγερό εστετισμό που περιέργως δεν την έκανε καθόλου ψυχρή. Και ότι έφυγα ευτυχισμένος. Τίποτα άλλο.
Το Tender Buttons του 2005 που θεωρείται ο καλύτερος δίσκος τους ήταν η αρχή όλου αυτού του πειραματισμού που συνεχίστηκε στην επόμενη φάση τους, όταν έμειναν ντουέτο για οικονομικούς λόγους –αν και είμαι σίγουρος ότι χώρισαν τους δρόμους με τους άλλους δυο για να μπορούν ανενόχλητοι να εντρυφήσουν σε όσα είχαν αρχίσει να τους «καίνε». Με το Tender Buttons πέρασαν και αισθητικά σε άλλη διάσταση. Εκεί που τα ινδάλματα της Trish ήταν η Γερτρούδη Στάιν και ο Ένγκαρ Άλαν Πόε, άρχισε να την ενδιαφέρει ο κόσμος του HG Wells και ο παγανισμός, οι αιρέσεις για την πρωτόγονη φύση και όλες οι ρίζες και η φιλοσοφία του hauntologic που είχε αρχίσει να ανθεί παράλληλα, κυρίως από τα ονόματα της Ghost Box. Άρχισε να γράφει μυσταγωγικά, απόκοσμα κομμάτια «μελετώντας τον ρυθμό ¾ και την χαλαρότητα του αυτοσχεδιασμού στη φωνή που μπορούσε να σε υπνωτίσει» και να μιλάει με έναν τρόπο που ήθελες λεξικό για να καταλάβεις τι εννοούσε. Και όσο πιο «δύσκολη» και ιδιοσυγκρασιακή γινόταν, τόσο πιο μεγάλο ενδιαφέρον αποκτούσε η μουσική των Broadcast. Στην συνεργασία τους με τον Focus Group το 2009 στο αριστουργηματικό Investigate Witch Cults of the Radio Age ήταν κυριολεκτικά άλλο γκρουπ, ένα νέο σχήμα που έφτιαχνε μουσική για το Time Machine του Wells, ένα σάουντρακ για ένα θρίλερ που θα μπορούσε να γυριστεί το 2200, φτιαγμένο από ψήγματα μουσικής του παρελθόντος. Και ταυτόχρονα έγραψαν το σάουντρακ του Berberian Sound Studio –μιας από τις καλύτερες αγγλικές ταινίες των τελευταίων χρόνων- που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα της.
Η Trish ήταν χαρισματική. Είχε κάτι εντελώς δικό της στον τρόπο που τραγουδούσε, στον τρόπο που στεκόταν στην σκηνή και σε γοήτευε χωρίς να κάνει ούτε μία κίνηση, στον τρόπο που ανεβοκατέβαινε στη μελωδία χωρίς καθόλου εξάρσεις, με μια ψυχραιμία που ήταν χαρακτηριστική ακόμα και όταν τραγούδαγε τους πιο συγκινητικούς στίχους. Αυτό την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο ακαταμάχητα british -είχε έναν μοναδικό τρόπο να αποστασιοποιείται από τους στίχους και να γίνεται ψυχρή μέσα σε μια τρυφερότητα που προσπαθούσε επιμελώς να κρύψει. Κάποιες φορές ήμουν σίγουρος ότι πάσχιζε για να το καταφέρει.
Η Trish είχε γεννηθεί στο Winson Green στο Μπέρμινχαμ και από τα 21 της ήταν πάντα δίπλα στον James Cargill, από την ημέρα που τον γνώρισε σε ένα φεστιβάλ ψυχεδελικής μουσικής. Μαζί σχημάτισαν τους Pan Am Flight Bag και μετά από δύο εμφανίσεις έφτιαξαν τους Broadcast. Ήταν ζευγάρι ως το τέλος. Στην τελευταία τους περιοδεία στην Αυστραλία η Trish κρύωσε, το κρύωμα εξελίχθηκε σε πνευμονία και μόλις γύρισαν στην Αγγλία μπήκε στο νοσοκομείο όπου πέθανε στα 42 της, πριν από πέντε ακριβώς χρόνια. Ήταν 14 Ιανουαρίου του 2011.
Σήμερα η Αγγλία δεν έχει καμία που να μπορεί να την αντικαταστήσει.
Ένα από τα κομμάτια της από το Haha Sound -που τραγουδάει για τα απειλητικά σύννεφα- μετά το θάνατό της ακούγεται σχεδόν προφητικό:
“Oh let me sail away / On the beach and on the earth
The boats on the sea are blissfully free / They will come to no harm / 'Cause the waves are so calm
Oh let me think a while / To the playground of your smile
The wind through the flame / Whistles your name / Though you said goodbye
You did not leave my mind
Oh I've got to get away / From this town don't want to face / The ominous clouds
But not now / not now / not now
I've got to find a place / Be myself and learn to face / The ominous clouds
But not now / not now / not now…”
(Εδώ είναι μια συλλογή που έφιαξε λίγο πρν πεθάνει με πολλές από τις επιροοές της).
Broadcast - Ominous Cloud
Broadcast - The book lovers
Broadcast - Papercuts
Broadcast - Come On Let's Go
Broadcast- Before We Begin
Broadcast - Pendulum
Broadcast - Tender Buttons
Broadcast - Winter Now
Broadcast - Accidentals
Broadcast - Valerie (And Her Week Of Wonders)
Broadcast's - America's Boy
Broadcast and The Focus Group - #2: I See, So I See So
Broadcast & The Focus Group - Make My Sleep His Song
σχόλια