Δεν γίνεται να μην ταρακουνηθείς από τη θέα που αντικρίζεις από το αρχοντικό της Χαμκώς, το μέρος που φιλοξένησε για δεύτερη χρονιά με ιδανικό τρόπο το τριήμερο φεστιβάλ του Christopher King και της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση «Γιατί 'ναι μαύρα τα βουνά» στην Κόνιτσα. Από τη μια ένας απέραντος κάμπος και από την άλλη ένα βουνό, όπου τα πάντα είναι καταπράσινα, όσο σου επιτρέπει να δεις η αφόρητη ζέστη, βέβαια· αν ο καιρός ήταν πιο δροσερός, θα απολαμβάναμε το συναρπαστικό τοπίο περισσότερο. Μέρος μυστηριακό που αν το επισκεφτείς μια φορά δεν αρκεί για να μάθεις όλα τα μυστικά του – επιστρέφεις ξανά και ξανά. Καταλαβαίνεις εν μέρει τον λόγο που ο King, ο Κρις όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, έχει επιλέξει να μένει εκεί μόνιμα.
Για το φεστιβάλ έχει χτίσει ένα απαράμιλλο σκηνικό από ήχους της παράδοσης των νότιων Βαλκανίων, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Η σύνδεση μεταξύ τους είναι ουσιώδης, ώστε ο επισκέπτης να κατανοήσει σε βαθύτερο επίπεδο τον διάλογο που πρόκειται να διεξαχθεί ανάμεσα στα σχήματα που συμμετέχουν.
«Η μουσική πρέπει να αλλάξει και να εξελιχθεί ώστε να επιβιώσει και να παραμείνει ζωντανή. Πρέπει να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τα νήματα και τις ρίζες της μουσικής μας από το παρελθόν, έτσι ώστε να κατανοήσουμε σε ποια κατεύθυνση θα πάει η μουσική μας στο μέλλον», αναφέρει ο King, υπογραμμίζοντας την ουσία του φεστιβάλ που επιμελείται.
Το φεστιβάλ έκλεισε ίσως με τον καλύτερο και πιο διονυσιακό τρόπο. Το σαρωτικό παίξιμο του Ρομά κουαρτέτου από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία, με τον δεξιοτέχνη Samir Kurtov να ηγείται, θύμιζε περισσότερο rave παρά παραδοσιακή μουσική και αυτό οφειλόταν κυρίως στον απίθανο τυμπανιστή του και στο γεγονός ότι έπαιζαν τους ζουρνάδες στον ίδιο τόνο.
Η μετεξέλιξη της παραδοσιακής μουσικής καθώς και ο ρόλος των Ρομά στη μουσική των νότιων Βαλκανίων είναι οι δυο θεματικές που τον απασχόλησαν το φετινό «Γιατί 'ναι μαύρα τα βουνά».
Ο King, ως μοντέρνος τελετάρχης, υποδεχόταν το κοινό κάθε μέρα με μια μικρή παρουσίαση όσων θα παρακολουθούσαμε. Αυτό που έκανε τον πρόλογο τόσο απαραίτητο και ιδιαίτερο ήταν η εμμονή του με τους παλιούς δίσκους.
Επιλέγοντας ανάμεσα σε ηχογραφήσεις που έγιναν μεταξύ 1913 και 1958, διάλεγε βινύλια που του θύμιζαν τη μουσική των σχημάτων και των καλλιτεχνών του προγράμματος, δίνοντας τον τόνο της ημέρας. Βοηθούσε σε αυτό η βαριά φωνή του με την έντονη αμερικανική προφορά. Συνοδοιπόρος του ήταν ο κ. Δημήτρης (Δάλλας), ο μεταφραστής του, που τον ακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ. Μαζί αποτελούσαν ένα αχτύπητο δίδυμο, από αυτά που συναντάς σε παλιές κλασικές ασπρόμαυρες ταινίες.
Ορισμένοι από τους αυτούς τους δίσκους 78 στροφών που έπαιξε ο King είναι πραγματικά σπάνιες, μοναδικές κόπιες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν σπάσουν θα χαθούν για πάντα και οι ήχοι που έχουν αποτυπωθεί σε αυτές δεν θα ξανακουστούν ποτέ. Η ιστορία ποτέ δεν φαντάζε τόσο εύθραυστη όσο σε αυτή την περίσταση. Γι’ αυτό σε ένα από τα πιο αστεία στιγμιότυπα που βιώσαμε ο King με τρόμο παρακάλεσε τον κ. Δημήτρη να προσέχει πώς πιάνει τους δίσκους τους, γιατί είναι ένας θησαυρός για τον συλλέκτη που τους έχει στην κατοχή του.
Την πρώτη μέρα το πρόγραμμα χωρίστηκε σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είχε το πολυφωνικό γκρουπ των Grupi Lab, έξι τραγουδιστές από την περιοχή της Λιαπουριάς στην Αλβανία με επικεφαλής τον Golik Jaupi που εμφανίστηκαν με παραδοσιακές φορεσιές. Στο δεύτερο μέρος ο Ηλίας Κακαρούκας παρουσίασε το σχήμα του από το Αγρίνιο που αποτελείται από τρεις Ρομά μουσικούς, οι οποίοι συνοδεύονται από μέλη του Συλλόγου πανηγυριστών «Ο Άη Σύμιος», κι αυτοί ντυμένοι ανάλογα για την περίσταση. Τη βραδιά έκλεισε μια παλιά ταινία του Viktor Gjika, από τις αγαπημένες του King, που αφορά τη μουσική της νότιας Αλβανίας την περίοδο της ιταλικής κατοχής στη χώρα. Στην προβολή παρευρέθηκε η κόρη του σκηνοθέτη, Ester Gjika, που θυμήθηκε τα γυρίσματα όπως τα βίωσε ως άτακτο παιδί, κάνοντας ζημιές συνέχεια.
Τη δεύτερη ημέρα στην σκηνή εμφανίστηκε ο Adam Semijalac και το πολυφωνικό σχήμα των Fige που ερμήνευσε κροάτικα «πειραγμένα» παραδοσιακά τραγούδια με μια δόση μπλουζ. Δεν ήταν σε όλα τα σημεία πετυχημένη αυτή η σύμπραξη, αλλά μέχρι το τέλος σε είχαν κερδίσει. Οι Fige είχαν κλέψει την παράσταση νωρίτερα το πρωί με ένα καταπληκτικό workshop που έβαλε την κεντρική πλατεία του χωριού να τραγουδάει στα κροάτικα με τον ρυθμό που έδιναν οι ίδιοι. Το Σάββατο έκλεισε με άλλη μία ταινία, το «Ενθύμιον - Μια ωδή στην Ήπειρο», του Νίκου Ζιώγα, που αφορά το πέρασμα του χρόνου, τις αλλαγές στην παράδοση και την παρουσία της μουσικής σε ένα χωριό της Θεσπρωτίας.
Την τελευταία μέρα του φεστιβάλ είδαμε δύο μουσικά σχήματα. Το γκρουπ της Αλκυόνης εμφανίστηκε πρώτο. Ήταν η ημέρα γενεθλίων της νεαρής ερμηνεύτριας, που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει φανατικό κοινό με το ονειρικό fusion που κάνει σε ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια από τη Μικρασία και την Ήπειρο. Η ιδιαίτερη φωνή της είναι αυτό που την κάνει τόσο μοναδική. Συγκινημένη, ανέβασε στη σκηνή τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για την ενασχόλησή της με τη μουσική, τον πατέρα της, που τη συνόδευσε στο ακορντεόν σε μια πολύ τρυφερή στιγμή.
Το φεστιβάλ έκλεισε ίσως με τον καλύτερο και πιο διονυσιακό τρόπο, το σαρωτικό Ρομά κουαρτέτο από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία, του οποίου ηγείται ο δεξιοτέχνης Samir Kurtov. Θύμιζε περισσότερο rave παρά παραδοσιακή μουσική κι αυτό οφειλόταν κυρίως στον απίθανο τυμπανιστή του και στο γεγονός ότι έπαιζαν τους ζουρνάδες στον ίδιο τόνο. Ο Kurtov, μούσκεμα στον ιδρώτα, σχεδόν δεν έπαιρνε ανάσα, όπως ούτε και το κοινό, που δεν έσπασε ούτε στιγμή τον κύκλο τριγύρω του.
Η μόνη παραφωνία σε όλο το φεστιβάλ ήταν οι πάρα πολλές κάμερες που κατέγραφαν τα πάντα και διαταράσσαν κάπως τη φυσικότητα και την αίσθηση της οργανικότητας, ότι συμμετέχεις σε ένα αυθεντικό πανηγύρι.
Στην αρχή της βραδιάς ο Κρις μας ζήτησε να τον δούμε ως τον ταξιτζή μιας μηχανής του χρόνου που θα μας μετέφερε για λίγα λεπτά στο μέλλον και σε όσα έχει στο μυαλό του για το 2025, αλλά δεν χρειάζεται να κάνουμε σπόιλερ. Εις το επανιδείν!