Σαν σήμερα, πριν από 78 χρόνια (23 Μαΐου 1943) γεννήθηκε η Βίκυ Μοσχολιού – για πολλούς η σημαντικότερη ελληνίδα τραγουδίστρια από τo 1960 και μετά. (Υπάρχουν πηγές που αναφέρουν ως ημερομηνία γέννησης την 17η Μαρτίου, αλλά εδώ, εμείς, προκρίνουμε την 23η). Οπωσδήποτε υπήρξαν, και υπάρχουν ακόμη και σήμερα, σπουδαίες φωνές στο ελληνικό τραγούδι, όμως τι είναι εκείνο, τελικά, που καταξιώνει έναν τραγουδιστή, στο πέρασμα του χρόνου;
Μόνον η φωνή του; Η φωνή του, σε σχέση με το ρεπερτόριό του; Η γενικότερη στάση του στα πράγματα, η δημόσια παρουσία του μέσα στις δεκαετίες; Οι απόψεις του, έτσι όπως αυτές καταγράφονται στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του; Στοιχεία της προσωπικής ζωής του, που ο ίδιος αφήνει να βγουν προς τα έξω και που φανερώνουν, και αυτά, όψεις της προσωπικότητάς του;
Είναι δύσκολη η απάντηση. Το εύκολο φαίνεται πως είναι να αποτιμήσεις μόνο φωνή και ρεπερτόριο, ξεχνώντας, διαγράφοντας ή αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα.
Ακόμη και επί δικτατορίας υπάρχουν διάφορα περιστατικά, που δείχνουν ότι η Μοσχολιού δεν μάσαγε. Για παράδειγμα, τραγουδούσε Θεοδωράκη ζωντανά, όταν ήταν από παντού απαγορευμένος. Κάτι για το οποίο δεν ξέρουμε αν το έχει πει η ίδια –γιατί ο γενναίος άνθρωπος δεν κοκορεύεται για τέτοια θέματα–, αλλά το έχουν πει σε ανύποπτη φάση συνεργάτες της.
Όμως και αυτό ενέχει κινδύνους, υπό την έννοια ότι υπάρχουν σημαντικές φωνές τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, και σπουδαία τραγούδια, ποικίλων ειδών, που εκφράζουν εντελώς διαφορετικές καταστάσεις. Γιατί, φερ’ ειπείν, ένας ελαφρός-ερωτικός τραγουδιστής να είναι σώνει και καλά λιγότερο σημαντικός, από κάποιον που τραγουδάει κοινωνικό τραγούδι; Ή γιατί ένα τραγούδι που μπορεί να προβάλλει υγιείς προβληματισμούς, πάνω σε καθημερινά θέματα, να είναι πιο σημαντικό εξ αρχής, από ένα τραγούδι που δοκιμάζεται και πετυχαίνει στο πεδίο της διασκέδασης;
Καταξιωμένοι δημιουργοί (εδώ και στο εξωτερικό) έχουν μπει ακόμη και στη φυλακή, για ποινικά αδικήματα, έχουν συνεργαστεί στενά με τις εξουσίες (ακόμα και σε ανώμαλες περιόδους), έχουν εκφράσει ακραίες θέσεις σε ζητήματα κοινωνικά κ.ά. Άλλοι το κάνουν αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην καριέρα τους, για το αν θα δυσαρεστήσουν ένα μέρος του κοινού τους, άλλοι «κρύβονται», δεν μιλάνε ή είναι προσεκτικοί, άλλοι λένε εκείνα που θέλει ν’ ακούσει ο κόσμος, σε κάθε εποχή. Κάποιοι, εν τω μεταξύ, είναι απλώς ο εαυτός τους – και με τούτο εννοούμε πως είναι ανυπόκριτοι, απλοί, δίχως να αποβλέπουν σε κάτι, ειλικρινείς και με τις προθέσεις τους και με τα αισθήματά τους. Πώς γίνεται όλα αυτά να μην τα λαμβάνει κάποιος υπ’ όψιν του, όταν αποφαίνεται για το ένα ή το άλλο;
Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν, πάντα, ένας άνθρωπος συντηρητικός σε ιδέες και απόψεις, μα συγχρόνως και ελεύθερος.
Δεν ντρεπόταν να μιλήσει για όσα πίστευε, για όσα την είχαν σημαδέψει στη ζωή της, για την προσήλωσή της στο μότο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», για να το πούμε κάπως… προβοκατόρικα, δίχως τούτο να σημαίνει πως ήταν «χουντικιά», και πως δεν θα επαναστατούσε αν έβλεπε το άδικο.
Ακόμη και επί δικτατορίας υπάρχουν διάφορα περιστατικά, που δείχνουν ότι η Μοσχολιού δεν μάσαγε. Για παράδειγμα, τραγουδούσε Θεοδωράκη ζωντανά, όταν ήταν από παντού απαγορευμένος. Κάτι για το οποίο δεν ξέρουμε αν το έχει πει η ίδια –γιατί ο γενναίος άνθρωπος δεν κοκορεύεται για τέτοια θέματα–, αλλά το έχουν πει σε ανύποπτη φάση συνεργάτες της.
Για όλα αυτά, για όσα πίστευε και ένοιωθε, μιλούσε στις συνεντεύξεις της η Βίκυ Μοσχολιού, που αν τις δεις έτσι εν τάχει και επιλεκτικά, μέσα στις δεκαετίες, θα διαπιστώσεις κάτι πολύ σημαντικό. Πως η Μοσχολιού έλεγε πάντοτε τα ίδια πράγματα! Και επί χούντας, και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, και στα χρόνια του ’80, και στην τελευταία περίοδο της ζωής της, λίγο καιρό πριν φύγει από την ζωή (τον Αύγουστο του 2005).
Αυτό είναι κάτι σπάνιο, που το συναντάς, συνήθως, μόνο σε αγνούς, λαϊκούς ανθρώπους, στους οποίους λειτουργεί ένα πολύ σοβαρό ένστικτο. Ανθρώπους, που δεν ξέχασαν από πού ξεκίνησαν και πώς γαλουχήθηκαν, ανθρώπους που κατάφεραν να διαχειριστούν την επιτυχία με απαράμιλλη σωφροσύνη και που παρέμειναν ταπεινά οι «εαυτοί» τους, ακόμη και όταν τα πράγματα άλλαζαν, όταν η εξέλιξη της κοινωνίας τούς ξεπερνούσε.
Μιλούσε με πάθος για τα συντηρητικά πιστεύω της η Βίκυ Μοσχολιού, αλλά όπως είχε πει και ο εξόχως σεβαστικός, ανάμεσα σε άλλα, Βασίλης Ραφαηλίδης σ’ εκείνη την παράξενη τηλεοπτική συνάντησή τους, στο στούντιο του Alpha, την εποχή του ζητήματος των «ταυτοτήτων» (2000), πάντα ένας καλλιτέχνης της κλάσης της Βίκυς Μοσχολιού θα μιλάει με πάθος, γιατί το πάθος είναι η τέχνη του, καθώς μέσω εκείνου έφθασε εκεί όπου έφθασε, και εξ αιτίας εκείνου καταξιώθηκε στη συνείδηση του κόσμου πριν τον καταγράψει η ιστορία.
Η συνέντευξη στα Επίκαιρα, το 1972
Το 1972, η Βίκυ Μοσχολιού είχε δώσει μια μεγάλη συνέντευξη στον δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη, για το περιοδικό Επίκαιρα, με τη φωτογραφία της να καταλαμβάνει και το εξώφυλλο τού συγκεκριμένου τεύχους (#225, 24-30 Νοεμβρίου). Είναι άπειρα τα εξώφυλλα τής Βίκυς Μοσχολιού, σε όλα τα λαϊκά και οικογενειακά περιοδικά τής εποχής, μα ακόμη και στα πολιτικά / ειδησεογραφικά, όπως ήταν τα Επίκαιρα. Συνήθως μόνη της, αλλά και με τον Μίμη Δομάζο στο πλευρό της κάποιες φορές...
Ήταν μια καλή συζήτηση, εκείνη με τον Γιώργο Λιάνη, και για όσους ενδιαφέρονται, σήμερα πια, για τα γεγονότα της περιόδου, καθότι στην κουβέντα ανακατευόταν η τότε βασιλική οικογένεια (η Μοσχολιού είχε λάβει, ως δώρο, ένα χρυσό μετάλλιο από τον ακόμη τότε βασιλιά Κωνσταντίνο) και βεβαίως το ποδόσφαιρο (λόγω του τότε συζύγου της και ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζου), μα και γενικότερα, καθότι η Βίκυ Μοσχολιού αναφερόταν και σε καλλιτεχνικά θέματα, και σε προσωπικά, εκφράζοντας τις δικές της απόψεις.
Αποσπάσματα από εκείνη τη συνέντευξη θα μεταφέρουμε τώρα, εδώ, διανθίζοντας τις απαντήσεις τής μεγάλης ερμηνεύτριας με μερικά χαρακτηριστικά τραγούδια της.
Στην αρχή η Βίκυ Μοσχολιού μιλά για το ξεκίνημά της, στην γειτονιά της, την Αγία Βαρβάρα...
«Δέκα σπίτια όλα κι όλα τριγύρω. Ξέραμε και τις αναπνοές μας ακόμη. Βουνό, πεύκα, αμυγδαλιές, πηγάδια, ελευθερία, ξενοιασιά, τραγούδι μέρα και νύχτα ήταν η ζωή μου. Ψωμί μάς έφερναν τα γαϊδουράκια απ’ αλλού. Τραγουδούσε η ψυχή μου λαϊκά και πετούσα, από τα όνειρα που έκανα. Γλυκά μεσάνυχτα και δεν κοιμόταν κανείς. Ο πατέρας μου είχε το ωραιότερο γραμμόφωνο της γειτονιάς και πολλούς δίσκους. Πρώτα τραγούδια που αγάπησα το «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω» (είναι του Λουκά Νταράλα, του πατέρα του Γιώργου Νταλάρα) και το «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» του Μάνου Χατζιδάκι. Στο γραμμόφωνο έβαζα το αυτί και άκουγα Στράτο (Παγιουμτζή), Μάρκο, Τσιτσάνη, Πέτρο Κυριακό. Τραγουδούσα στο λόφο και ακουγόταν στο τέρμα!
Μετά εμφανίστηκα με μια φίλη μου σε μια εκπομπή ταλέντων (σ.σ. του Γιώργου Οικονομίδη) και ξεθάρρεψα. Το ονειρευόμουνα να γίνω τραγουδίστρια. Ανέβαινα στην ταράτσα, έπαιρνα μια παλιά σωλήνα για μικρόφωνο και έκανα χειρονομίες!».
Από την αρχή τής συνέντευξης η Βίκυ Μοσχολιού θα μιλήσει για τα θρησκευτικά πιστεύω της –λόγια που θα τα ακούγαμε από την ίδιαν και 30 χρόνια αργότερα, με άλλες αφορμές–, όπως και για την αγάπη της για την πατρίδα. Και ήταν εκείνη, η αγάπη της, που την είχε οδηγήσει να δώσει τέσσερις συναυλίες στην Κύπρο (σε Λευκωσία, Λεμεσό, Αμμόχωστο και Λάρνακα), τον Μάιο του 1969, όταν κάτι τέτοιο δεν συνηθιζόταν από τους Ελλαδίτες.
«Πιστεύω στο Θεό με πάθος. Πιστεύω στο Χριστό, στους Αγίους και σ’ όλη την ορθοδοξία. Όχι, όμως, όπως την κάνανε... αιρετική. Εγώ είμαι παλαιοημερολογίτισσα. Μόνο εκεί υπάρχουν οι αλήθειες των πατέρων από τα πολύ παλιά χρόνια. Εμείς κρατάμε την Ορθοδοξία!(...) Είμαι Ελληνίδα. Αυτό είναι όλο. Αν με χρειαστεί η πατρίδα μου, εγώ είμαι μπροστά».
Σε κάποιο σημείο ερωτάται η Βίκυ Μοσχολιού σε σχέση με τον Μίκη Θεοδωράκη – για τους δίσκους που είχε κάνει μ’ εκείνον. Στο τέλος του 1972, και καθ’ όλη την διάρκεια της επταετίας, τα τραγούδια του Θεοδωράκη ήταν, ως γνωστόν, απαγορευμένα, οπότε η κουβέντα αποκτούσε ξάφνου ένα άλλο ενδιαφέρον...
— Με τον Μίκη Θεοδωράκη τι δίσκους γύρισες;
Δεν έχω γυρίσει...
— Πώς, ο Θεοδωράκης μου είπε ότι έχεις τραγουδήσει θαυμάσια μερικά τραγούδια του...
Α... ναι. Οι δίσκοι δεν βγήκαν όμως... Είναι τα «Έξη φεγγάρια της θάλασσας» σε στίχους Γκάτσου, όπου τρία τραγούδια ερμηνεύει ο Μπιθικώτσης και τρία εγώ. Δεν πρόλαβαν να βγουν. Ο Μίκης με είχε ζητήσει τότε από τον Λαμπρόπουλο. Τον πρωτοείδα κατ’ ευθείαν στην πρόβα στο στούντιο. Έμεινα. Πώς διηύθυνε! Αλλά κι αυτός είχε χαζέψει. Γύρισε και μου είπε: «Η φωνή σου είναι βιολοντσέλο».
Όντως η Βίκυ Μοσχολιού είχε συνεργαστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη στον κύκλο τραγουδιών «Έξη Φεγγάρια της Θάλασσας». Ήταν έξι τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου (τρία θα τα έλεγε η Μοσχολιού και τρία ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης), που είχαν παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην μπουάτ Τζάκι, τον Δεκέμβριο του 1966, για να ηχογραφηθούν αμέσως μετά, προκειμένου να κυκλοφορήσουν σε τρεις δίσκους 45 στροφών σε ετικέτα His Master’s Voice. Είχαν ετοιμαστεί οι μήτρες (Μάρτιος ’67), είχαν δοθεί οι κωδικοί (7PG 3673, 7PG 3674, 7PG 3675), αλλά οι δίσκοι δεν έφθασαν ποτέ στο εμπόριο, καθότι τους πρόλαβε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Τελικά, τα τραγούδια αυτά θα κυκλοφορούσαν στην πρώτη πλευρά τού LP «Θαλασσινά Φεγγάρια» [ΕΜΙ / Columbia, 1974], τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης (σε νέες εκτελέσεις από την Μοσχολιού). Από το ίδιο απόσπασμα να επισημάνουμε και την φράση «η φωνή σου είναι βιολοντσέλο», που είχε πει για την φωνή τής Μοσχολιού ο Μίκης Θεοδωράκης, μια φράση η οποία μέσα στα χρόνια έχει αποδοθεί, λανθασμένα, πότε στον Σταύρο Ξαρχάκο και πότε στον Μάνο Χατζιδάκι.
Παρακάτω, στην συνέντευξη στα Επίκαιρα και στον Γιώργο Λιάνη, η Βίκυ Μοσχολιού αναφέρεται στον Μάνο Χατζιδάκι...
«Χρυσός και πολύ γλυκός άνθρωπος ο Μάνος Χατζιδάκις, αν και τον γνώρισα τελευταία σε κείνη την γιορτινή εκπομπή με την τηλεόραση στο Λονδίνο. Ήμουν συγκινημένη. Οι φίλοι μου λένε ότι είχα τρακ... Τι τρακ βρε παιδιά, μετά από δέκα χρόνια που τραγουδάω. Συγκινημένη ήμουνα, τρέμανε τα χείλη μου. Συναντηθήκαμε στην Ελλάδα μετά, σαν φίλοι που γνωριζόμασταν χρόνια πολλά. Θα ’θελα πολύ από δω και μπρος να συνεργαστώ μαζί του. Τον θεωρώ πολύ μεγάλο συνθέτη και δάσκαλο στο τραγούδι».
Όντως δεν συνεργάστηκε η Βίκυ Μοσχολιού με τον Μάνο Χατζιδάκι, πέραν εκείνης της φάσης στο Λονδίνο, για την οποίαν είχε ξαναμιλήσει η σπουδαία ερμηνεύτρια, πολλά χρόνια αργότερα (το 2000;), σε μιαν άλλη συνέντευξή της, τηλεοπτική αυτή την φορά, στην Έλενα Ακρίτα, στην εκπομπή «Φώτα Πορείας» της κρατικής τηλεόρασης. Εκεί ακούμε την Βίκυ Μοσχολιού να λέει:
«Δεν δούλεψα ποτέ με τον Μάνο Χατζιδάκι, γιατί δισκογραφικά πάντα είμαστε σε διαφορετικές εταιρείες. Μια φορά μόνο ήτανε... δεν θυμάμαι ποια χρονολογία... επί χούντας ήτανε πάντως... ο Μάνος Χατζιδάκις έμενε στην Νέα Υόρκη και έρχεται ένα πρωί ο (Νίκος) Μαστοράκης και λέει του Ζαμπέτα... θέλω να ρθείτε στο Λονδίνο, να κάνουμε μια εκπομπή με τον Μάνο Χατζιδάκι. Βέβαια, εμένα ήταν η χαρά μου η μεγάλη. Και φύγαμε λοιπόν ένα πρωί, με τον Γιώργο τον Ζαμπέτα, και πήγαμε στο Λονδίνο και κάναμε μια καταπληκτική εκπομπή. Δηλαδή έπαιζε πιάνο ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Ζαμπέτας μπουζούκι. Τίποτ’ άλλο. Κι εγώ τραγούδαγα τα τραγούδια του. Ήτανε ονειρεμένο. Μας είχε βραβεύσει το BBC, δείχνοντας την εκπομπή πολλές φορές».
Η εκπομπή εκείνη είχε τίτλο «Χατζιδάκις παίζει Χατζιδάκι» και μάλλον είχε μεταδοθεί από το ΕΙΡΤ το Σάββατο 1 Ιανουαρίου 1972, στις 13:10 το μεσημέρι. Απόσπασμά της έχει ανεβάσει στο YouTube (μαγνητοφωνημένο εξωτερικά, από την τηλεόραση) ο τραγουδιστής, ηθοποιός, φίλος και συνεργάτης της Βίκυς Μοσχολιού, Νίκος Αβαγιανός. Λέμε «μάλλον», επειδή στο βίντεο διαβάζουμε περί ΥΕΝΕΔ και για βράδυ Πρωτοχρονιάς του ’72 – αν και το τηλεοπτικό πρόγραμμα εκείνης της ημέρας δεν επιβεβαιώνει την βραδινή μετάδοση. Στην εκπομπή συμμετείχε, επίσης, ο Αλέκος Σακελλάριος, ενώ ακούγονται τα τραγούδια «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» και «Χάρτινο το φεγγαράκι». Απλώς ντοκουμέντο...
Στη συνέχεια της συνέντευξης, στα Επίκαιρα, η Βίκυ Μοσχολιού αναφέρεται στον Σταύρο Ξαρχάκο...
«Αν και έχω να τραγουδήσω τραγούδια του τέσσερα χρόνια (σ.σ. από το 1968-69), ο Σταύρος Ξαρχάκος με καθιέρωσε και ήταν αποφασιστική στιγμή στην εξέλιξή μου. Είπα το “Χάθηκε το φεγγάρι” και η επιτυχία φτερούγισε κοντά μου».
Το «Χάθηκε το φεγγάρι» προερχόταν, φυσικά, από την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Λόλα» (1964). Ήταν βασισμένο σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα, κι είχε κυκλοφορήσει το 1964 σε δισκάκι από την Columbia…
Η Βίκυ Μοσχολιού δεν εμποδιζόταν να μιλήσει για τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές της. Δεν είχε σου ξου-μου ξου. Ό,τι ήθελε να πει το έλεγε καθαρά. Όπου έπρεπε να πατήσει φρένο πάταγε. Είχε τον πλήρη έλεγχο των λόγων της. Το ότι μιλάει έτσι για την Μαρία Φαραντούρη, το 1972, ήθελε κι αυτό κότσια...
Μιλάει επίσης για τον Στέλιο Καζαντζίδη (με τον οποίον είχε και μιαν άσχημη περιπέτεια στο ξεκίνημα της καριέρας της), όπως και για την πιο μεγάλη «αντίπαλό» της εκείνα τα χρόνια, την Μαρινέλλα.
Το δίδυμο «Μοσχολιού-Μαρινέλλα» ήταν εξίσου δυνατό με το δίδυμο «Καζαντζίδης-Μπιθικώτσης». Δίχαζε τον κόσμο, δημιουργούσε έριδες, καθόριζε σχέσεις.
Δύο τεράστιες τραγουδίστριες, με απίστευτες, με σπάνιες φωνές και με τελείως διαφορετική αντίληψη για την παρουσία τους στα πράγματα. Μεγάλη αρτίστα τού πάλκου και της σκηνής η Μαρινέλλα, πιο «εσωτερική» και δωρική η Μοσχολιού. Πιο προχωρημένη η Μαρινέλλα, με πρωτοποριακές αντιλήψεις για το πρόγραμμα, το σώου κ.λπ., πιο αποφασιστική η Μοσχολιού σε σχέση με την δισκογραφία, που, κακά τα ψέματα, είναι τελικά εκείνη που γράφει την ιστορία.
«Θεωρώ την Φαραντούρη πραγματικά μεγάλη τραγουδίστρια και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση εφάμιλλό της. Ο Μπιθικώτσης με μπαστούνι να τραγουδάει, θα είναι ο Μπιθικώτσης. Δηλαδή μια σπάνια φωνή, μια τεράστια καριέρα».
— Ποια είναι η γνώμη σας για τον Στέλιο Καζαντζίδη;
Πάρα πολύ μεγάλη φωνή, που εμένα όμως δεν με συγκίνησε ποτέ!
— Αλήθεια υπάρχει κάποια αντιζηλία με την Μαρινέλλα;
Δεν έχω ζηλέψει ακόμη...
— Σας αρέσει;
Να μου επιτρέψεις να μην απαντήσω... Είναι αλήθεια ότι ξέρει να παρουσιάζεται στη σκηνή.
Λίγα λόγια ακόμη από την Βίκυ Μοσχολιού, για το ξεκίνημά της αυτή τη φορά, πάντα από την συνέντευξή της στα Επίκαιρα, από την οποία επισημαίνουμε και τούτο το αξιοπρόσεκτο. Πως η Βίκυ Μοσχολιού παρεξέκλινε τής μέχρι τότε πορείας της στη «νύχτα», προκειμένου να υπηρετήσει ένα πιο καθαρό τραγούδι, σε χώρους (μπουάτ) που θα μπορούσε να τους «ελέγχει» καλύτερα η ίδια. Και σ’ αυτό υπήρξε, επίσης, πρωτοπόρα.
«Πρωτοτραγούδησα το 1962 στην Τριάνα του Χειλά με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ανέβηκα γρήγορα, αλλά κοπίασα πολύ. Έκανα μεγάλες επιτυχίες με τους πιο μεγάλους έλληνες συνθέτες. Τα “Τραίνα”, το “Χάθηκε το φεγγάρι” και τον “Λευτέρη” του Ξαρχάκου, τα “Δειλινά” και το “Κοντά στα ξημερώματα” του Ζαμπέτα, το “Πέρα από τις θάλασσες” του Μαρκόπουλου και το “Ένα αστέρι πέφτει πέφτει” του Καλδάρα. Τώρα εμφανίζομαι σε μπουάτ στην Πλάκα (σ.σ. ΖΟΟΜ) και έχω εκλεκτή συνεργασία με τον Δήμο Μούτση. Έφυγα από τα μπουλούκια, για να με ακούνε προσεκτικά, χωρίς τον θόρυβο των σπασμένων πιάτων...».