Χρειάζεται μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσει κάποιος να καταθέσει έστω και μια σύντομη σύνοψη από τα έργα και τις ημέρες των Beastie Boys στο πεδίο της σύγχρονης ποπ κούλτουρας και την τεράστια και διαρκώς πρωτοποριακή συνεισφορά τους στη μουσική (από το πανκ στο hip-hop, στην μετα-ποπ και σε δεκάδες άλλα ενδιάμεσα υβρίδια, κάποια από τα οποία οι ίδιοι άλλωστε εφηύραν) αλλά και στο βίντεο, τα media, τη μόδα, την εικόνα και την αισθητική γενικώς.
Και βέβαια, υπήρξαν οι πρώτοι που εκμεταλλεύτηκαν τόσο δημιουργικά και αποτελεσματικά τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και οι πρώτοι που επέκτειναν το brand τους σε τόσα διαφορετικά επίπεδα και πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχο των ίδιων.
Με αφετηρία - και μόνιμη αναφορά - στην μακρόχρονη καριέρα τους το εγκαταλελειμμένο τότε από τις Αρχές αποκαλυπτικό περιβάλλον (αλλά συγχρόνως και λούνα παρκ DIY δημιουργικής έκφρασης οριοθετημένο μόνο με τους κανόνες απόλυτης ελευθερίας που είχε θέσει το πανκ) downtown της Νέας Υόρκης στην αυγή της δεκαετίας του '80, ο Michael ("Mike D") Diamond, ο Adam ("MCA") Yauch και ο Adam ("Ad-Rock") Horovitz, ξεκίνησαν όπως τόσα άλλα γκρουπ για να εκτονώσουν νεανικές ορμές και λαχτάρες και τελικά κατέκτησαν τον κόσμο.
Ξεκίνησαν όπως τόσα άλλα γκρουπ για να εκτονώσουν νεανικές ορμές και λαχτάρες και τελικά κατέκτησαν τον κόσμο.
Πάνω από τριάντα χρόνια (και πάνω από πενήντα εκατομμύρια πωλήσεις των δίσκων τους) κράτησε η θριαμβευτική και αδιάκοπα καινοτόμος πορεία τους στο στερέωμα της σύγχρονης μουσικής, μια πορεία που διακόπηκε απότομα στις 4 Μαΐου του 2012 όταν κόπηκε το νήμα της ζωής του Adam Yauch εξαιτίας καλπάζουσας μορφής καρκίνου του παρωτιδικού σιελογόνου αδένα. Ήταν 47 χρονών.
Μετά από μια περίοδο πένθους και περισυλλογής που ακολούθησε για τα δύο εναπομείναντα μέλη, τον Ιούνιο του 2014 ο Mike D ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να συνεχίσουν με το όνομα Beastie Boys από στοιχειώδη σεβασμό στη μνήμη του ανθρώπου που υπήρξε η «ψυχή» στις αρχές και αργότερα – με τις εισηγήσεις του υπέρ της βουδιστικής σκέψης και της φεμινιστικής αντίληψης - η «συνείδηση» του γκρουπ.
Τέσσερα χρόνια μετά, φτάνει η επιμνημόσυνη λιτανεία για ένα πολύ σημαντικό συγκρότημα με τη μορφή ενός ογκώδους τόμου 571 σελίδων αναμενόμενα άψογης αισθητικής και εντυπωσιακού ντιζάιν, γεμάτου εικόνες, κόμικς, αφηγήσεις, βινιέτες και, όπως θα ήταν αναμενόμενο, μικρές ελεγείες για έναν χαμένο φίλο.
Στην έκδοση που ονομάζεται απλώς «Beastie Boys Book», συμμετέχουν πολλοί επώνυμοι γνωστοί και φίλοι, καλλιτέχνες και συγγραφείς, όπως ο Τζόναθαν Λέδεμ, ο οποίος γράφει υπομειδιώντας για το ημι-χουλιγκανικό ντεμπούτο τους «Licensed to Ill»: «Αν ορίζουμε το gangsta rap με θεματικά συστατικά όπως την "παραβατική" αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, τον μισογυνισμό, την αποθέωση της εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών και την μηδενιστική βία, τότε σίγουρα αυτοί έκαναν το πρώτο gangsta rap άλμπουμ στην ιστορία».
Μαθαίνουμε επίσης από το λεύκωμα ότι αρχικά το πρώτο συνθετικό του ονόματος αποτελούσε ακρωνύμιο των λέξεων "Boys Entering Anarchistic States Toward Internal Excellence" (!). «Μην τα ρωτάτε, δεν θυμάμαι πώς και γιατί», λέει ο Mike D στο βιβλίο, καθώς παραδέχεται ότι δεν έχει ιδέα πώς προέκυψε και ότι προφανώς δεν βγάζει σοβαρό νόημα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η λέξη «Boys» υπάρχει και στο δεύτερο συνθετικό και επίσης ότι στην πρώιμη (hardcore punk) εκδοχή του γκρουπ υπήρχε στις τάξεις του κι ένα κορίτσι στα ντραμς, η Kate Schellenbach
Οι Beastie Boys αγαπήθηκαν (και αγαπιούνται ακόμα, φυσικά) πολύ από μια ευρύτατη γκάμα κοινού παγκοσμίως – ειδικά από όσους είναι λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα πενήντα και το γκρουπ υπήρχε πάντα στη ζωή τους από την εφηβεία και μετά - και φυσικά και στη χώρα μας.
Γι΄ αυτό είχε υπάρξει και ιδιαιτέρως τραυματική εκείνη η πολυαναμενόμενη εμφάνισή τους τον Ιούνιο του 2007 στο γήπεδο του μπέιζμπολ στο Ελληνικό, εμφάνιση που διακόπηκε άδοξα από τις μολότωφ, τις φωτιές και την ακραία μπαχαλοκατάσταση που προέκυψε ξαφνικά και κατέστησε μη ασφαλή τη συνέχιση της συναυλίας τόσο για το γκρουπ όσο και για χιλιάδες κόσμου που είχε έρθει αδημονώντας να τους δει.
Πριν από μερικές μέρες και εξ αφορμής της επίσημης κυκλοφορίας του βιβλίου τους, ο Μάικλ Ντάιμοντ και ο Άνταμ Χόροβιτζ συναντήθηκαν κατόπιν πρόσκλησης των New York Times με τον εξαίρετο κριτικό της εφημερίδας A.O.Scott με τον οποίον είχαν και μια μικρή κουβέντα, κατά την οποία είπαν μεταξύ άλλων και τα εξής...
Για την ιδέα πίσω από τη δημιουργία του βιβλίου...
MICHAEL DIAMOND: Νομίζω είναι καλύτερο από το να επιχειρούσαμε να ανεβάσουμε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ με θέμα το γκρουπ... Σίγουρα δεν θέλαμε με τίποτα να είναι μια τυπική ροκ αυτοβιογραφία του στυλ 'μια μέρα μπήκα μικρός στο λεωφορείο και ήταν μέσα ένα αγόρι με μια κιθάρα και τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο Τζον Λένον'. Ή του τύπου 'πάρε 20 σελίδες από όταν μεγαλώναμε, πάρε κι άλλες 20 από τότε που γίναμε επιτέλους διάσημοι, πάρε τέλος κι άλλες 20 από τότε που δεν αντέχαμε ο ένας τον άλλον και τώρα γράφω ένα συκοφαντικό επιμύθιο εναντίον ανθρώπων με τους οποίους κάποτε ήμασταν αχώριστοι.
ADAM HOROVITZ: Έχουμε 2018 και μπορεί κανείς να βρει ό,τι θέλει στο Google και να γράψει το δικό του βιβλίο. Δεν θέλαμε να το γεμίσουμε με προσωπικές ιστορίες ή εξωφρενικές ακρότητες ή μαλακίες που κάναμε και δεν είναι δουλειά κανενός άλλου.
Για τις πρώτες μέρες του γκρουπ στην πανκ σκηνή του «Κάτω» Μανχάταν...
HOROVITZ: Ήμασταν 15 χρονών και τρέχαμε διαρκώς να δούμε hard –core μπάντες. Πήρα λοιπόν κι εγώ μια κιθάρα, έμαθα καναδυό ακόρντα και συνειδητοποίησα με έκπληξη και συγκίνηση ότι μπορούσα να παίξω κομμάτια των Ramones.
DIAMOND: Έμοιαζε να έχει καταργηθεί το όριο ανάμεσα στο κοινό και την μπάντα, ειδικά σε χώρους όπως το κλαμπ Α7 που όλο το μαγαζί ήταν μεγέθους δωματίου ξενοδοχείου μ΄ έναν καναπέ στην άκρη της σκηνής. Όταν αρχίσαμε ως έφηβοι να πηγαίνουμε σε κλαμπ όπως το Mudd Club ή η Danceteria, συναντήσαμε αυτή την κουλτούρα όπου όλοι έκαναν κάτι. Μπάντες, φανζίν, ποίηση, εικαστικά... Όλοι μετέφεραν κάποια δημιουργική ορμή.
Για την μετάβαση στον κόσμο του hip-hop...
HOROVITZ: Ήμασταν οι μόνοι στο downtown που προσπαθούσαμε να ραπάρουμε. Δεν κάναμε πλάκα, το αγαπούσαμε και θέλαμε να γίνουμε ένα μικρό έστω τμήμα αυτής της κουλτούρας. Φορέσαμε λοιπόν ίδιες Puma φόρμες και διάφορα σχετικά αξεσουάρ και παίξαμε σ' ένα κλαμπ στο Κουίνς, ως σαπόρτ στον Kurtis Blow.
DIAMOND: Το κοινό γελούσε κι εμείς καταλάβαμε με οδυνηρό τρόπο ότι αν πράγματι ήμασταν αποφασισμένοι να σταθούμε σ' αυτήν την πίστα θα πρέπει να παρουσιάσουμε τη δική μας, προσωπική και αυθεντική εκδοχή του είδους.
Για τον αείμνηστο Adam Yauch...
DIAMOND: Αυτό που άνοιξε διάπλατα την πόρτα και μας απελευθέρωσε σε σημείο που να μην ντρεπόμαστε πια για εκείνες τις πρώτες επιτυχίες με τις «καφρίλες» στους στίχους και στην πόζα ήταν ο στίχος του Yauch, τέλη των '90s, στο "Sure Shot" που δηλώνει εμφατικά ότι «η έλλειψη σεβασμού στις γυναίκες πρέπει να λήξει τώρα». Ήταν μια γλυκιά ευλογία όλη αυτή η διαδικασία του βιβλίου και η αναμόχλευση ιστοριών στις οποίες ήταν ο πρωταγωνιστής. Η θλίψη και η αίσθηση της απώλειας προσέδωσε μια ειλικρίνεια και μια εντιμότητα στις μνήμες μας.
HOROVITZ: Τι να λέμε τώρα... Εκείνος ξεκίνησε την μπάντα. Τελεία και παύλα.
σχόλια