Η lounge music μπορεί να υπήρξε πολύ δημοφιλής σε παλαιότερες δεκαετίες, αν και ποτέ δεν έλειψε, ούτε θα λείψει από την καθημερινότητά μας. Και τούτο γιατί η γέννησή της συνδέθηκε από την αρχή με βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες. Βασικά έχουμε να κάνουμε μ' ένα είδος μουσικής που δεν αξιολογείται σώνει και καλά με όρους γούστου («μ' αρέσει - δε μ' αρέσει»), αλλά με όρους χρήσης. Κατεβαίνει καλύτερα το... πατέ ντε φουά γκρα ακούγοντας ένα ξεπλυμένο «September song» σ' ένα ρεστοράν, ναι ή όχι; Αυτό είναι το ερώτημα! Προσωπικά, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα αυτή τη χρηστική αντίληψη για τον ήχο, που ισοπεδώνει τις μεγαλοστομίες τού... κάθε πικραμένου περί Τέχνης τοποθετώντας τη μουσική σε βάσεις ρεαλιστικές. Ο Ιάννης Ξενάκης στο βιβλίο «Κείμενα περί μουσικής και αρχιτεκτονικής» [Ψυχογιός, Αθήνα 2001] γράφει επί λέξει: «Αληθινή μουσική υπάρχει όπου βρίσκεται και κάποιο μήνυμα, είτε αισθητικό, είτε συναισθηματικό ή σκέψης.(...) Ο ίδιος άνθρωπος διαλέγει την κατάλληλη μουσική ανάλογα με τις ανάγκες του. Συνήθως όταν χορεύω, προτιμώ να μην σκέφτομαι. Και όταν σκέφτομαι προτιμώ να μην χορεύω».
Η ουσία του lounge ήταν ακριβώς αυτή. Η απόπειρα να κλασικοποιηθούν, να «γεροντοποιηθούν» τα επιτεύγματα της pop, ώστε να μπορούν να καταναλωθούν με μεγαλύτερη ευκολία από τις όψιμες ηλικίες (με τα ανάλογα υψηλά εισοδήματα).
Αυτές οι απόψεις, που μπορεί να είναι τόσο παλαιές όσο και η Ιστορία, απέκτησαν άλλη διάσταση, ακόμη πιο κυριολεκτική, μέσα στην pop της space-age, τη δεκαετία 1954-1964 δηλαδή, η αρχή της οποίας τοποθετείται στην αυγή του χαϊφιντελισμού και το τέλος της τη χρονιά που οι Beatles πάτησαν πόδι στην Αμερική, μετατοπίζοντας το άπαν. Είναι η εποχή των μεγάλων τεχνολογικών επιτευγμάτων όσον αφορά στην αναπαραγωγή του ήχου με την επέλαση της στερεοφωνίας, και κατ' επέκταση η προσπάθεια των μαέστρων της εποχής να εκμεταλλευτούν τις νέες δυνατότητες εγγραφής που παρείχαν τα δύο κανάλια, δημιουργώντας πρωτόγνωρες ηχητικές ταπετσαρίες. Ίσως δεν είναι λάθος αν υποστηριχθεί πως κάθε απόπειρα της τεχνολογίας-αιχμή της περιόδου να ξεπεράσει την ανθρώπινη κλίμακα (βλ. διαστημικά προγράμματα της NASA) εύρισκε πρόσφορο έδαφος εφαρμογής στη βιομηχανία του ήχου. Αυτό το ξεπέταγμα της τεχνικής στα mid-fifties, που θα μπορούσε να συγκριθεί, μέχρι ενός ορίου φυσικά, με το ιντερνέτ και τη ζούρλα των γκάτζετ του καιρού μας, ήταν ο κύριος λόγος των πρώτων αστικών σοκ και συγχρόνως της άμεσης ανάγκης να επινοηθούν τρόποι χαλάρωσης από το κουραστικό κάθε-μέρα. Πολύ πριν τον αναχωρητισμό, που υποβοήθησε μέσω της φόρμας του ένα κομμάτι του rock (κάτι, ας πούμε, σαν το εμπορικό κόλπο «καλοκαίρι της αγάπης») προσανατολισμένο σφόδρα σε ό,τι θα χαρακτηρίζαμε, έτσι γενικά, ως «νεανική κουλτούρα», οι λιγότερο νέοι της αμέσως προηγούμενης γενιάς (late fifties), συνήθως μεσοαστοί με κάποια χρήματα, που μπορούσε να έχουν ακριβό αυτοκίνητο και να τρώνε έξω τα βράδια μετά από μια κοπιαστική μέρα, «ταξίδευαν» και μέσω της μουσικής ακούγοντας Esquivel, Ray Conniff, ή άλμπουμ όπως το «Music for Relaxation» του George Melachrino. Τι απίστευτος τίτλος για ένα άλμπουμ του 1958!
Το lounge δεν ήταν άμοιρο των εξελίξεων στην pop, στις καθοριστικές δεκαετίες του '50 και του '60. Ούτε είναι παράξενο το γεγονός της σύνδεσής του με την ευζωία στην Ευρώπη και την Αμερική. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου μετά τον Πόλεμο, η ταχεία ανάπτυξη των αεροπορικών συγκοινωνιών, η άνθηση του τουρισμού, το μακρύ μεσογειακό καλοκαίρι (αν μιλάμε για τη euro-lounge εκδοχή) και ακόμη η πολυδιάστατη ανάπτυξη της ίδιας της pop (με την διάχυσή της στον κινηματογράφο, την μόδα, τον Τύπο, παντού) οδήγησαν τους μαέστρους στη δημιουργία... μικρομεσαίων ορχηστρών, που είχαν για βάση τους τις προηγούμενες μπάντες του swing (αμερικανικού και ευρωπαϊκού), αποφλοιώνοντας συνήθως ένα δημοφιλές ρεπερτόριο που τότε βρισκόταν στην υψηλότερη (αισθητική) κορυφή του. Η ουσία του lounge ήταν ακριβώς αυτή. Η απόπειρα να κλασικοποιηθούν, να «γεροντοποιηθούν» τα επιτεύγματα της pop, ώστε να μπορούν να καταναλωθούν με μεγαλύτερη ευκολία από τις όψιμες ηλικίες (με τα ανάλογα υψηλά εισοδήματα). Εξώφυλλο άλμπουμ, που λειτουργεί και ως «σύμβολο» του στυλ, είναι το... «More Mauriat» [Philips, 1967] του Paul Mauriat και της Ορχήστρας του, στο οποίο εικονίζονται μία καλοντυμένη κυρία κι ένας κύριος με παπιγιόν να πλοηγούν ένα ελικόπτερο! Φόντο, στη φωτογραφία, ψηλά κτήρια και ουρανοξύστες. Η pop του jet-set σε όλο της το μεγαλείο.
Έχοντας απενοχοποιήσει εντός μου οποιαδήποτε μουσική έκφραση εδώ και χρόνια (σε τελευταία ανάλυση ως... περί τη μουσική γραφιάς δεν με παίρνει να κάνω κι αλλιώς), μπορώ να πω πως εξακολουθώ να απολαμβάνω, ακόμη και τώρα, ό,τι άκουγα μικρός – και βασικά την «ελαφρότητα». Έχω τη γνώμη δηλαδή πως ο άνθρωπος, και όσον αφορά στα ακούσματα, πάντα θα επιστρέφει στη μουσική της... μήτρας ή και λίγο πιο πέρα – σε ό,τι ηχητικό τον διαπερνούσε εννοώ, πριν αρχίσει να καταναλώνει με δικά του χρήματα. Πριν κάμποσα χρόνια ήξερα π.χ. γιατί το «Ερωτικό» (Η πιρόγα) του Θάνου Μικρούτσικου ήταν πιο σημαντικό τραγούδι από το «Ποιος θα μπορούσε» του Φίλιππου Νικολάου ή από το «Άσπρα περιστέρια» του Λάκη Αλεξάνδρου, που τα άκουγα όταν ήμουνα μικρός. Τώρα δεν ξέρω. Και καλύτερα...
Ο Mελαχρινός θεωρούσε πως η μοντέρνα επιστήμη του καιρού του ευνοούσε την ύπαρξη μιας μουσικής, που ν' ακούγεται σαν χαλί, όσην ώρα θα έκανες κάτι περισσότερο σημαντικό. Ήθελε δηλαδή να δημιουργήσει έναν ηχητικό χυλό, χωρίς εξάρσεις, χωρίς καμία συναισθηματική ή καλλιτεχνική φόρτιση, που να μην διακόπτει οποιαδήποτε άλλη ταυτόχρονη εργασία – απλώς, μόνον, να... αρωματίζει το χώρο.
Paul Mauriat θυμάμαι πως αγόρασα για πρώτη φορά πριν μια δεκαπενταετία περίπου, όταν ξεκίνησα να βάζω... κρασί στο νερό μου. Όταν είχαν σφίξει τα οικονομικά μου (για πολλούς οι κρίσεις έρχονται κι επανέρχονται σαν τις φάσεις της σελήνης...) ξεκινώντας ν' αγοράζω δίσκους που μ' ενδιέφεραν έχοντας κατά νου, σχεδόν πάντα, ένα κριτήριο... μ' ένα αστεράκι. Να είναι φθηνοί... αλλά ωραίοι φθηνοί! Σταμάτησα δηλαδή να μπαίνω σε «θεσμοθετημένα» δισκάδικα, επικεντρώνοντας το ψάξιμό μου μόνο στα γιουσουρούμ και στα second-hands. Θα μπορούσα, έτσι, ν' αγοράσω δίσκο στραβό, φθαρμένο, με σχισμένο εξώφυλλο ή και χωρίς εξώφυλλο, αν υπήρχε λόγος να το κάνω. Έτσι κάπως άρχισα να ανακαλύπτω κόσμους μουσικούς, τους οποίους ενώ δεν αγνοούσα, πάντα, δεν με άφηναν οι Rolling Stones και οι Led Zeppelin να προσεγγίσω. Στα κομμάτια...
Θυμάμαι, επίσης, τα μουσικά τηλεοπτικά διαλείμματα του ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ, όπως και τα... «σας ζητούμε συγγνώμη για τη διακοπή» εκεί στα μέσα του '70. Οι μουσικές του Paul Mauriat, του Franck Pοurcel, του Raymond Lefevre και βεβαίως του Γιώργου Κατσαρού (από τα άλμπουμ «1», «2», «3» κ.λπ.) φρόντιζαν πάραυτα για τη χαλάρωσή μας, για την διευθέτηση της αδημονίας μας. Τo «Black is black», το «Taka takata», το «Malaguena», το «The only live twice» (από το υπέροχο «James Bond's Greatest Hits» του Pourcel), ακόμη και το «Serpico», το «Jesahel» ή την «Εμμανουέλα» τα θυμάμαι ολοζώντανα από τότε. Τώρα που τα ξανακούω, βλέποντας τους σχετικούς δίσκους να ενδιαφέρουν DJs και λοιπούς επαγγελματίες της διασκέδασης, νοιώθω ξανά ωραία. Το ξέρω... το μήνυμα που ρίχνω είναι αντικαταναλωτικό και αντι-αναπτυξιακό (φωτιά στα μπατζάκια μας!), αφού το να αγοράζεις πράγματα, που έχουν αγοράσει άλλοι πριν από εσένα, βοηθάει σε πολλών ειδών ισορροπίες. Αυτά σκέφτομαι κι ας πάνε να κουρεύονται οι Arctic Monkeys.
Έτσι, στην προσπάθεια που κατέβαλα εκείνη την εποχή να εισχωρήσω βαθύτερα στον ελαφρό πυρήνα της pop music άρχισα να ξανακούω όχι μόνο την ιερή γαλλική τριάδα (Mauriat, Pοurcel, Lefevre), αλλά να την ψάχνω με τους απανταχού lounge ήχους, που είχαν θεριέψει σε Δύση (Ted Heath, Herb Alpert, Γιάννης Σπανός, Giorgio Carnini, Manuel Gas...), Ανατολή (Roman Butina, Γιώργης Γκαρανιάν, Josef Vobruba – το φοβερό "Variations on Classics") και Άπω Ανατολή (Susumu Arima, Hiro Yanagida). Και ήταν κάτω από αυτό το σκηνικό, όταν ευτύχησα να ανασύρω από τη λήθη έναν πραγματικά πρωτοπόρο μουσικό –μην το γελάτε καθόλου– τον Γιώργο Μελαχρινό ή George Melachrino (1909-1965), η περίπτωση του οποίου μάλλον είχε παραπέσει στο σχετικό κατάλογο. Πρωτοπόρο λοιπόν, όχι γιατί παρουσίασε κάποια προχωρημένη φόρμα, ούτε γιατί καινοτόμησε επί των ηχοπλοκών, αλλά γιατί, ο άνθρωπος εκείνος, είχε πρώτος τη φαεινή ιδέα –ή έστω από τους πρώτους– να παράξει μουσική προς χρήση και μάλιστα να αναγράψει κάτι τέτοιο, σαφώς, στα εξώφυλλα των δίσκων του! Μπορεί να φανεί υπερβολικό αυτό που θα πω, αλλά είναι έτσι ακριβώς. Δεν μπορεί να ακουστεί πουθενά αλλού με κάποιο νόημα το «Music for Dining» της Melachrino Strings and Orchestra, παρ' εκτός ενός καλού εστιατορίου.
Ο George Miltiades Melachrino είχε γεννηθεί στο Λονδίνο το 1909 από Έλληνα πατέρα (καπνοβιομήχανος) και αγγλίδα(;) μητέρα. Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με το βιολί και στα 13 του πια, το 1922, ήταν έτοιμος για την πρώτη δημόσια εμφάνισή του. Τρία χρόνια αργότερα εγγράφεται στο Trinity College of Music και διακρίνεται εκεί για τη δουλειά του στα έγχορδα. Συγχρόνως ανακαλύπτει πως έχει και φωνητικό μέταλλο, μπαίνοντας νεότατος το 1927 στο στούντιο του BBC για ακρόαση. Έχοντας μάθει ήδη να χειρίζεται διάφορα όργανα (κλαρινέτο, άλτο σαξόφωνο, τενόρο, βιολί, βιόλα) και βεβαίως τραγουδώντας, ο Melachrino θα γίνει σύντομα περιζήτητος στα κλαμπ παίζοντας και ηχογραφώντας με τα μεγαλύτερα ονόματα της jazz σκηνής της εποχής. Οι συνεργασίες του περιελάμβαναν gigs μετά των Harry Hudson, Jack Jackson, Van Phillips, Rudy Starita, Jay Wilbur, Marius B. Winter και Carroll Gibbons, μεγάλα ονόματα, γενικώς, της βρετανικής προπολεμικής διασκέδασης. Ο Gibbons, δε, τον ανέδειξε σε σταρ, κυρίως λόγω των φωνητικών ντουέτων του με την Anne Lenner. Το 1939, στα τριάντα του, ήταν κιόλας leader δικής του ορχήστρας με σταθερή παρουσία στο λονδρέζικο Café de Paris. Παρότι ο πόλεμος υπήρξε ανασταλτικός παράγων της καριέρας του –στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου φαίνεται να σκοτώθηκαν η γυναίκα του και οι δύο γιοί του– ο Melachrino θα εμπλακεί, ως bandleader, με την διασκέδαση των στρατευμένων Βρετανών στην ηπειρωτική Ευρώπη, έχοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα να παρουσιάσει τις μουσικές του με πολυμελείς ορχήστρες, όπως η Allied Expeditionary Forces· μια μπάντα που θα αποτελούσε έκτοτε τη βάση της Melachrino Strings and Orchestra, με την οποία θα κατακτούσε τον κόσμο και στη Νέα Γη, τα προσεχή 20 χρόνια. Αυτά σημειώνει μεταξύ άλλων ο David Ades στο booklet του CD "Melachrino, His Orchestra & Strings: Cascade of Stars" [Vocalion, 2001]...
Στο αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διάστημα και μέχρι το 1958, όταν θα κυκλοφορούσαν στην Αμερική πια τα «Moods In Music», ο George Melachrino θα ηχογραφήσει γύρω στους 100(!) δίσκους 78 στροφών –και μέχρι το πέρας της καριέρας του περισσότερα από 50 LP– παρουσιάζοντας τις... string απόψεις του, για όλη την pop της περιόδου (από Kurt Weill και Ernesto Lecuona, μέχρι τζαζ στάνταρντ και cine-scores). Σε μιαν εποχή μάλιστα (1956) όπου η επιρροή του στη βρετανική σκηνή είχε αρχίσει να φθίνει, θα γνωρίσει και μια είσοδο στο Top 50 με το «Autumn concerto», που παρέμεινε ένα μήνα στον κατάλογο επιτυχιών φθάνοντας μέχρι τη θέση 18.
Ο Mελαχρινός θεωρούσε πως η μοντέρνα επιστήμη του καιρού του ευνοούσε την ύπαρξη μιας μουσικής, που ν' ακούγεται σαν χαλί, όσην ώρα θα έκανες κάτι περισσότερο σημαντικό. Ήθελε δηλαδή να δημιουργήσει έναν ηχητικό χυλό, χωρίς εξάρσεις, χωρίς καμία συναισθηματική ή καλλιτεχνική φόρτιση, που να μην διακόπτει οποιαδήποτε άλλη ταυτόχρονη εργασία – απλώς, μόνον, να... αρωματίζει το χώρο. Έτσι κάπως θα προβεί στην ηχογράφηση των LP «Moods in Music», τα οποία σε πρώτη φάση περιελάμβαναν τους εξής τίτλους: «Music for Dining», «Music for Relaxation», «Music for Reading», «Music for Daydreaming» και «Music for Courage and Inspiration» – απίστευτες hip ονομασίες ακόμη και για τα... σημερινά δεδομένα! Στο «Music for Dining» π.χ. είναι εντυπωσιακό αυτό που έγραψα στην αρχή. Η μουσική που συνοδεύει ένα πλήρες δείπνο, από το απεριτίφ μέχρι τη... χώνεψη, δεν έχει καμία συναισθηματική ή αισθητική αξία. Πρόκειται για μία ρέουσα μελωδία, χωρίς εξάρσεις, με βαθιά strings, που δεν προκαλεί απολύτως τίποτα. Το επίτευγμα του Melachrino είναι ότι κατορθώνει να αποφλοιώσει εντελώς κομμάτια όπως το «September song» του Kurt Weill ή το «Legend of the glass mountain» του Nino Rota, επιτυγχάνοντας ό,τι ακριβώς το κυρίως σώμα της new-age. Μία ηχητική πλαδαρότητα περιχαρούς ευτέλειας.
Εκεί όμως που φαίνεται η original αξία του μαέστρου μας ως «κατασκευαστή ατμόσφαιρας» είναι στο πολύ επιτυχημένο από την ίδια χρονιά (1958) «Music for Relaxation». Τα λόγια κάποιου Ferris Benda στο οπισθόφυλλο θα μπορούσε να αφορούν στους πάσης φύσεως μετακινούμενους της εποχής, τον λεγόμενο «παγκόσμιο πολίτη».
«Είναι ώρα για ξεκούραση. Άφησε κατά μέρος τον ήχο των φρένων στους αυτοκινητοδρόμους, τον βόμβο των αεροπλάνων μέσα στο κεφάλι σου, τον θόρυβο των τρένων πάνω στις ράγες. Ήρθε η στιγμή να χαλαρώσεις».
Ο Melachrino επενδύοντας σ' ένα set κλασικών («Autumn leaves», «Stardust», «Moonlight serenade») και λιγότερο κλασικών μελωδιών, αφαιρεί κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να προκαλέσει την... εγρήγορση του ακροατή, βυθίζοντάς τον, ψυχή τε και σώματι, στην πολυθρόνα του. Μικρή μουσική, για μεγάλες νύστες... Βλέποντας την επιτυχία που είχαν στην Αμερική τα πρώτα «Moods in Music», ο George Melachrino αποφασίζει να συνεχίσει τις σχετικές παραγωγές, δίνοντας νέους απίθανους τίτλους: «Music to Help you Sleep», «Music for Two People», «Music to Work or Study», «Music for the Nostalgic Traveller», αλλά και... «More Music for Dining», για όσους δεν είχαν προλάβει να καταβροχθίσουν... lobster mayonnaise με την κατάλληλη μούζικα.
Στις αρχές του '60 και έως το 1964, ένα νέο παράλληλο project θα δώσει νέα ώθηση στην Melachrino Strings and Orchestra. Ήταν μια σειρά από άλμπουμ-διασκευές αφιερωμένα στους μεγάλους συνθέτες του Hollywood και της Tin Pan Alley, στα οποία ο Βρετανός, ελληνικής καταγωγής, μαέστρος θα κατέθετε όλον τον μελοδραματισμό του: «The Waltzes of Irving Berlin», «The Music of Rodgers and Hammerstein», «The Music of Jerome Kern», «The Music of Victor Herbert», «The Music of Sigmund Romberg», «The Ballads of Irving Berlin» και πάει λέγοντας... Προσεγμένες οπωσδήποτε παραγωγές, οι οποίες μάλλον ηχογραφούνταν στην Αγγλία, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τη γνωστή υπερατλαντική πορεία. Ο George Melachrino θα βρει απροσδόκητο θάνατο στην μπανιέρα του, την 18η Ιουνίου 1965. Τον πήρε ο ύπνος, ενώ χαλάρωνε, και πνίγηκε. Και για να κάνω λίγο μαύρο χιούμορ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ μήπως άκουγε τη μουσική του...
σχόλια