ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν εσείς είχατε κάνει τόσο πρόωρα σχέδια για το καλοκαίρι, εγώ όμως ήξερα ακριβώς πού θα γιόρταζα την αργία της 4ης Ιουλίου φέτος: σ΄ ένα τεράστιο χώρο έξω από την Ουάσιγκτον μαζί με την μπάντα μου τους Foo Fighters και γύρω στους 80.000 στενούς μας φίλους. Μ' αυτή τη μεγάλη συναυλία, επρόκειτο να γιορτάσουμε την 25η επέτειο από την κυκλοφορία του παρθενικού μας άλμπουμ...
Δυστυχώς όμως, με την πανδημία του κορωνοϊού, η ζωντανή μουσική κατάντησε πλέον να συμβαίνει σε μικρά, διόλου κολακευτικά παράθυρα όπου η εικόνα μοιάζει με υλικό security κάμερας και ο ήχος ακούγεται συμπιεσμένος και σπαστός σαν τις ανταποκρίσεις του Νιλ Άρμστρονγκ από την Σελήνη. Μην με παρεξηγείτε, κατάφερα να διαχειριστώ την μονοτονία της καραντίνας και γνωρίζω ότι όσοι δεν εργαζόμαστε σε νοσοκομεία είμαστε οι τυχεροί της υπόθεσης, όμως δεν μπορώ να μην νοιώθω μια ακόρεστη επιθυμία για ζωντανό, εκκωφαντικό, ιδρωμένο rock and roll, και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Το είδος που κάνει την καρδιά σου να τρέχει, το σώμα σου να δονείται και την ψυχή σου να σκιρτά με πάθος.
Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να συγκριθεί με την ενέργεια και την ατμόσφαιρα της ζωντανής μουσικής. Αποτελεί επιβεβαίωση της ίδιας της ζωής η εμπειρία του να βλέπεις στην σκηνή τους αγαπημένους ερμηνευτές, με σάρκα και οστά, αντί για μια μονοδιάστατη εικόνα που ακτινοβολεί στην οθόνη σου καθώς έχεις χαθεί σε άλλη μια περιδίνηση στο YouTube αργά τη νύχτα. Ακόμα και οι πιο αγαπημένοι μας υπερ-ήρωες, δια ζώσης αποκτούν ανθρώπινη διάσταση.
Φαντάσου να βρισκόσουν στο Στάδιο Γουέμπλεϊ το 1985 για το Live Aid, την ώρα που βγαίνει στη σκηνή ο Freddie Mercury για να ξεκινήσει με τους Queen μια από τις πιο θριαμβευτικές ζωντανές εμφανίσεις όλων των εποχών (διάρκειας μόλις 22 λεπτών)...
Δεν ήταν απαραίτητα η μουσική μαγεία των Queen αυτή που έγραψε ιστορία εκείνη τη μέρα. Ήταν κυρίως ο σύνδεσμος του Freddie με το κοινό αυτός που μεταμόρφωσε ένα αχανές ποδοσφαιρικό στάδιο σε καθεδρικό του ήχου. Στο φως της ημέρας, έκανε 72.000 ανθρώπους να λειτουργούν ως όργανό του, με τον ίδιο να ενώνεται μαζί τους σε μια μεγαλειώδη αρμονική συμφωνία.
Έχω περάσει όλη μου τη ζωή πηγαίνοντας σε συναυλίες και γνωρίζω καλά αυτό το συναίσθημα. Έχω γίνει χαλκομανία στην πρώτη σειρά, έχω παίξει αόρατα ντραμς στα αγαπημένα μου τραγούδια, έχω τσαλαπατηθεί στο πλήθος, έχω χαθεί χορεύοντας στο ρυθμό ενώ τα ντεσιμπέλ έφταναν σε επικίνδυνα για την ακοή επίπεδα. Με έχουν σηκώσει στα χέρια τους άγνωστοι κουβαλώντας με μέχρι την σκηνή μόνο και μόνο για να πετύχω από εκεί ψηλά την ιδανική ένδοξη βουτιά πίσω στα ιδρωμένα αλλά ασφαλή χέρια τους. Έχω τραγουδήσει μέχρι αφωνίας αγκαλιά με ανθρώπους που δεν γνώριζα και δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ. Όλα αυτά για να γιορτάσω και να μοιραστώ αυτή την χειροπιαστή και βαθιά κοινωνική δύναμη της μουσικής...
Ένα βράδυ, πριν την συναυλία των Foo Fighters στο Βανκούβερ, ο μάνατζερ της περιοδείας μου ανακοίνωσε ότι το «Αφεντικό» το ίδιο, ο Bruce Springsteen βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό (άμεση παράλυση νεύρων εκ μέρους μου). Παγωμένος από φόβο, αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσα να παίξω ενώπιον αυτού του θρυλικού performer, διάσημου για τις επικές συναυλίες του που έφταναν τις τέσσερις ώρες. Με τίποτα δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στις υψηλές προσδοκίες του! Λίγο αργότερα βέβαια, έμαθα ότι δεν είχε έρθει για να δει εμάς, αλλά την μπάντα που άνοιγε τη συναυλία (συντριπτική ταπείνωση εγώ), οπότε μου έφυγε ένα βάρος. Κουβεντιάσαμε όμως μαζί για λίγο πριν το live και αυτή η συνάντηση μου υπενθύμισε όχι μόνο τον άνθρωπο πίσω από τον υπερ-ήρωα αλλά και τον λόγο που εκατομμύρια άνθρωποι ταυτίζονται μαζί του: Επειδή είναι αληθινός.
Τρεις ώρες αργότερα, καθώς βρισκόμουν εξαντλημένος από τη συναυλία σ' ένα πάγκο στα αποδυτήρια, μουσκεμένος στον ιδρώτα, χτύπησε ξαφνικά η πόρτα. Ο Bruce ήθελε να μας χαιρετήσει. Είχε μείνει τελικά και για την δική μας εμφάνιση (το πηγούνι μου έπεσε και συνετρίβη στο πάτωμα από το δέος και τη συγκίνηση), και ήθελε να μας ευχαριστήσει και να μας συγχαρεί ειδικά για την επαφή που φαινόταν να έχουμε με το κοινό. Όταν τον ρώτησα από ποια θέση παρακολούθησε τη συναυλία, μου αποκρίθηκε ότι ήταν όρθιος κάτω μαζί με τον κόσμο. Εννοείται πως ήταν. Αυτός ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ να αναζητά αυτή τη σύνδεση.
Μερικές μέρες αργότερα, έλαβα ένα γράμμα από τον Bruce – χειρόγραφο σε επιστολόχαρτο ξενοδοχείου – στο οποίο μου εξηγούσε ξεκάθαρα αυτό το συναίσθημα: «Όταν κοιτάς από τη σκηνή τον κόσμο, θα πρέπει να βλέπεις τον εαυτό σου στο κοινό, όπως ακριβώς εκείνοι βλέπουν τον εαυτό τους σε σένα».
Όχι για να το παινευτώ, αλλά μπορώ να δηλώσω ότι εδώ και 25 χρόνια έχω την καλύτερη θέση στη συναυλία. Επειδή όντως σε βλέπω. Σε βλέπω να συμπιέζεσαι μπροστά από τη σκηνή. Σε βλέπω να παίζεις αόρατα ντραμς στα αγαπημένα σου τραγούδια. Σε βλέπω να σε σηκώνουν στα χέρια τους και να σε μεταφέρουν μέχρι τη σκηνή για να κάνεις μετά την ένδοξη βουτιά και να προσγειωθείς πίσω στην ιδρωμένη τους αγκαλιά. Βλέπω το vintage μπλουζάκι σου με το όνομα της μπάντας. Ακούω τα γέλια και τις κραυγές σου. Σε βλέπω την ώρα που δακρύζεις.
Σε έχω δει να χασμουριέσαι (ναι, για σένα το λέω) και σ΄ έχω δει να πέφτεις κάτω λιώμα στο μεθύσι. Σ' έχω δει να στέκεσαι αγέρωχα ενώ λυσσομανάει ο άνεμος ή μέσα στο πιο καυτό λιοπύρι ή σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Έχω δει ακόμα και κάποιους από εσάς να μεγαλώνετε και να γίνεστε γονείς, και να έρχεστε στη συναυλία με το παιδί στους ώμους.
Στο σημερινό κόσμο του φόβου και της ανησυχίας και της κοινωνικής απόστασης, δυσκολευόμαστε ακόμα και να φανταστούμε ότι θα μοιραστούμε ποτέ ξανά τέτοιες εμπειρίες. Δεν ξέρω πότε θα είναι ασφαλές και πάλι να τραγουδήσουμε σε μια συναυλία αγκαλιά, χέρι με χέρι, με τις καρδιές μας να τρέχουν, τα σώματα μας να πάλλονται και τις ψυχές μας να σκιρτούν από το πάθος για ζωή. Ξέρω όμως ότι θα το ξανακάνουμε, επειδή είμαστε αναγκασμένοι. Δεν είναι ζήτημα επιλογής. Είμαστε άνθρωποι. Έχουμε ανάγκη από στιγμές που μας επιβεβαιώνουν ότι δεν είμαστε μόνοι. Ότι μας καταλαβαίνουν. Ότι δεν είμαστε τέλειοι. Και, το πιο σημαντικό, ότι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.
Έχω μοιραστεί τη μουσική μου, τα λόγια μου, τη ζωή μου, με τους ανθρώπους που έρχονται στις συναυλίες μας. Κι εκείνοι έχουν μοιραστεί τη φωνή τους με μένα. Χωρίς το κοινό – αυτό το ακροατήριο που ιδρώνει και ουρλιάζει – τα τραγούδια μου θα ήταν απλά ένας ήχος. Μαζί όμως, είμαστε τα όργανα σ΄ έναν καθεδρικό ναό ήχων, που χτίσαμε μαζί νύχτα παρά νύχτα. Και είμαι σίγουρος ότι θα τον χτίσουμε ξανά.
Από το κείμενο του Dave Grohl, "The Day the Live Concert Returns" που δημοσιεύτηκε στο Atlantic.
Επιμέλεια: Δ. Πολιτάκης
σχόλια