ΥΨΗΛΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ, ΥΨΗΛΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ. Ένα από τα δυο αποθάρρυνε, δυστυχώς, αρκετούς από το να κατευθυνθούν στο Ηρώδειο για τη συναυλία της Anohni και των Johnsons. Έτσι εξηγούνται εν μέρει τα τόσα άδεια καθίσματα σε διάφορες σειρές του θεάτρου. Κρίμα, επειδή ήταν μια καταπληκτική εμφάνιση, βαθιά ανθρώπινη και καθαρτική. Τουλάχιστον όσοι αποφάσισαν να πάνε –και τίμησαν τα ψηλά και πιο οικονομικά διαζώματα– αποζημιώθηκαν με το παραπάνω.
Η συναυλία ξεκίνησε γύρω στις 9:30, ένα τέταρτο αργότερα από την προγραμματισμένη ώρα. Η Anohni δεν βγήκε κατευθείαν. Στην αρχή στη σκηνή ανέβηκε η Μαρίνα Αμπράμοβιτς με μια μακριά ασπρόμαυρη τουαλέτα, παρουσιάζοντας τη Βρετανίδα καλλιτέχνιδα. Η Αμπράμοβιτς άρχισε να μας διηγείται πως όταν ήταν ακόμη έφηβη, στο σπίτι της γιαγιάς της, άκουσε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο τη φωνή της Μαρίας Κάλλας και την έπιασαν τα κλάματα.
Εξήντα χρόνια μετά, την κατέλαβε το ίδιο συναίσθημα με τη φωνή της Anohni – κρύβε χρόνια, που λένε. Στη συνέχεια μάς ζήτησε ευγενικά να κάνουμε μια άσκηση αναπνοής για να απολαύσουμε καλύτερα τη συναυλία ή για να προετοιμαστούμε ψυχολογικά. Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα ακριβώς σε τι αποσκοπούσε αυτός ο πρόλογος, αλλά τέλος πάντων. Μόλις τελείωσε, ήταν η σειρά των ασπροντυμένων Johnsons να καθίσουν στις θέσεις τους. Ανάμεσά τους ο Jimmy Hogarth, που έκανε την παραγωγή στο περσινό αριστουργηματικό της άλμπουμ «My Back Was a Bridge for You to Cross» και η Julia Kent στο τσέλο.
Ήταν μια εμφάνιση που, αντί να βαραίνει, αλάφρυνε κάπως τη διάθεση και ανακούφισε τους πιστούς φαν της που ανηφόρισαν ως το Ηρώδειο παρά την αφόρητη ζέστη. Και αν κάτι ξεχώριζε, ήταν αυτή η αίσθηση της εγγύτητας και της αμεσότητας που δημιουργεί η φωνή της, σαν να απευθύνεται στην ψυχή σου.
Παρακολουθήσαμε και μια μίνι χορευτική περφόρμανς της Johanna Constantine, που ήταν ντυμένη σαν πνεύμα του δάσους βγαλμένο από το «Princess Mononoke» του Miyazaki. Το άσπρο ήταν το χρώμα που κυριαρχούσε σε όλη τη βραδιά. Η Anohni βγήκε μέσα από το σκοτάδι, ντυμένη στα λευκά, με ένα μαύρο πέπλο να ξεχωρίζει –το οποίο αποχωρίστηκε στη συνέχεια–, ερμηνεύοντας το «Why Am I Alive Now?».
Υπήρχαν πολλές ανατριχιαστικές στιγμές κατά τη διάρκεια της συναυλίας, η οποία διήρκεσε δυο ολόκληρες ώρες, που πέρασαν, όμως, σαν νερό. Διέκοψε ελάχιστες φορές το πρόγραμμα για να μας μιλήσει. Αρχικά για να μας πει ότι αισθανόταν νευρικότητα επειδή είχε επτά χρόνια να παίξει ζωντανά, και για να μας συστήσει την εννεαμελή μπάντα της σαν να είναι η οικογένειά της. Σε ένα σημείο ρώτησε το κοινό αν σε αυτούς τους θάμνους τριγύρω από την Ακρόπολη συνήθιζαν να κάνουν σεξ οι γκέι άνδρες.
Όταν κάποιος της φώναξε να πάει να το διαπιστώσει μόνη της, του απάντησε αστειευόμενη ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό επειδή δεν της επιτρέπεται. Η πιο σπαρακτική στιγμή της συναυλίας –πάω στοίχημα ότι πλάνταξε πάλι στο κλάμα η Αμπράμοβιτς– ήταν όταν ερμήνευσε το «Motherless Child» ως φόρο τιμής στον θρυλικό Little Jimmy Scott, λέγοντας ταπεινά ότι δεν μπορεί να πλησιάσει την ερμηνεία του. Το σετ της περιείχε 16 κομμάτια από όλους τους δίσκους της, με αποκορύφωμα το «I Am Bird Now».
Έκανε ένα encore μετά από το θερμό χειροκρότημα και το standing ovation του κοινού. Κάθισε στο πιάνο για να παίξει ένα από τα πιο γνωστά και λατρεμένα της κομμάτια, το «Hope There's Someone». «Αισθάνομαι πολύ τυχερή που βρίσκομαι εδώ. Καθόμουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου και σκεφτόμουν πως ως drag queen αξιώθηκα να τραγουδήσω κάτω απ’ την Ακρόπολη. Θα ξανάρθω κάποια στιγμή», είπε.
Ήταν μια εμφάνιση που, αντί να βαραίνει, αλάφρυνε κάπως τη διάθεση και ανακούφισε τους πιστούς φαν της που ανηφόρισαν ως το Ηρώδειο παρά την αφόρητη ζέστη. Και αν κάτι ξεχώριζε, ήταν αυτή η αίσθηση της εγγύτητας και της αμεσότητας που δημιουργεί η φωνή της, σαν να απευθύνεται στην ψυχή σου. Αυτό καθώς και μια απροσδιόριστη μορφή ελπίδας και αισιοδοξίας ότι όλα θα πάνε καλά.