Γεννήθηκε του Αγίου Αντωνίου ανήμερα του 1933 και πέθανε 3 Μαΐου του 1987, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.
«Η ζωή είναι ανυπόφορη για μένα... συγχωρέστε με» ήταν τα τελευταία λόγια της σε ένα κομμάτι χαρτί πριν την απονενοημένη κίνησή της. Τι παράδοξο εκ πρώτης όψεως που το σημείωμα αυτό δεν το άφησε πίσω της μία ρημαγμένη από τη ζωή γυναίκα, αλλά μία τεράστια καλλιτέχνιδα που τα έζησε όλα στο κόκκινο: Καριέρα, έρωτες, καταξίωση, μυθοποίηση.
Μία καλλιτέχνιδα, ωστόσο, που καθ' όλη τη διάρκεια της προσωπικής της πορείας έμοιαζε σαν ο θάνατος να της είχε στήσει καρτέρι: Οι τρεις άντρες της ζωής της, ο ερμηνευτής και τραγουδοποιός Λουίτζι Τένκο, ο Λισιέν Μορίς και ο Ρισάρ Σανφρέ, είναι γνωστό πως επίσης έδωσαν οι ίδιοι τέρμα στη ζωή τους.
Όταν τον Οκτώβρη του 2016 ζήτησα από τη Μαριάν Φέιθφουλ στο Παρίσι να μου μιλήσει για τις απώλειες της ζωής της, η απάντηση της ήταν ξερή και μονολεκτική: «Δες τον βίο της Νταλιντά. Μοιάζουμε στο κομμάτι των απωλειών...».
Ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι είναι η πιο μεγάλη της επιτυχία με την είσοδο στη δεκαετία του 1960. Μιλάμε φυσικά για τη γαλλόφωνη έκδοση των «Παιδιών του Πειραιά» με το «Hasapiko nostalgique» στην άλλη όψη του δίσκου 45 στροφών - ενός δίσκου που κυκλοφόρησε ευρέως στη χώρα μας και ακόμη βρίσκεται εύκολα στο Μοναστηράκι με μια βόλτα στα παλιατζίδικα.
Η Νταλιντά γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου από Ιταλούς εμιγκρέδες, πατέρα - πρώτο βιολί στην Όπερα του Καΐρου και μητέρα ράφτρα. Είχε άλλους δύο αδερφούς, ο ένας απ' τους οποίους χρόνια αργότερα θα γινόταν μάνατζέρ της.
Φοίτησε σε ιταλικό καθολικό κολέγιο μέχρι που η βράβευσή της σε έναν διαγωνισμό ομορφιάς, στα 20 της, την έστειλε νωρίς-νωρίς στα κινηματογραφικά πλατό: Το έπαθλο για τον «τίτλο τιμής» που κατέκτησε ήταν η συμμετοχή της στο αιγυπτιακό μελόδραμα A glass and a cigarette του Νιαζί Μουσταφά, όπου υποδυόταν τη νεαρή Γιολάντα.
Την Νταλιντά, που εκείνη την εποχή λεγόταν Νταλιλά, ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Μαρκ Ντε Γκαστίν και την πήρε μαζί του στο Παρίσι με σκοπό να την αναδείξει στη μεγάλη οθόνη, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.
Εκεί έγινε η πρώτη προσωπική της επανάσταση: άλλαξε το όνομά της στο πιο εύηχο «Νταλιντά» και λίγο αργότερα έκανε τον πρώτο της γάμο με τον Ζαν Σομπιέσκι, που κράτησε μόλις δυο χρόνια, έγινε αφορμή όμως για να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα.
Πιστεύοντας πως δεν το έχει με το σινεμά, σε αντίθεση με το τραγούδι, στο οποίο από την Αίγυπτο είχε δώσει δείγματα επιτυχίας, φρόντισε να κάνει μαθήματα φωνητικής και να πιάσει δουλειά ως performer στο περίφημο παρισινό καμπαρέ του Σαμπ-Ελιζέ.
Σύντομα της δίνεται η ευκαιρία να υπογράψει συμβόλαιο για την κυκλοφορία δέκα μικρών δίσκων με προοπτική για δύο μεγάλα LPs: Οι Γάλλοι μουσικοί παράγοντες αναγνωρίζουν στη φωνή της «χρώμα και ένταση, ευγένεια, αισθησιασμό και ερωτισμό, όλα όσα αγαπούν οι άντρες».
Το τραγούδι «Bambino» που ηχογραφεί το 1956, έναν χρόνο μετά, γίνεται χρυσό και τη στέφει σταρ εν μία νυκτί κυριολεκτικά, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για μία καλλιτέχνιδα στη Γαλλία που ήταν και δεν ήταν Γαλλίδα.
Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, το '57, κυκλοφορεί και ο πρώτος της μεγάλος δίσκος με τίτλο «Son nom est Dalida» (Το όνομα της είναι Νταλιντά), συστήνοντας κανονικά πια στο γαλλικό κοινό μία καινούργια υπέροχη τραγουδίστρια.
Το 1958 η Νταλιντά γίνεται η «τραγουδίστρια της χρονιάς» στη Γερμανία, έχοντας ήδη ξεκινήσει να ηχογραφεί σε γερμανικά και ιταλικά, αλλά και να περιοδεύει εκτός γαλλικών συνόρων. Το όνομα της φτάνει μέχρι τις ΗΠΑ, όπου αρνείται να υπογράψει συμβόλαιο, παρά το ότι τη θέλουν τα πιο κραταιά στελέχη της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας. Κι εδώ είναι κατά έναν τρόπο η δεύτερη επανάστασή της, σε επαγγελματικό πλέον επίπεδο.
Ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι είναι η πιο μεγάλη της επιτυχία με την είσοδο στη δεκαετία του 1960. Μιλάμε φυσικά για τη γαλλόφωνη έκδοση των «Παιδιών του Πειραιά» με το «Hasapiko nostalgique» στην άλλη όψη του δίσκου 45 στροφών - ενός δίσκου που κυκλοφόρησε ευρέως στη χώρα μας και ακόμη βρίσκεται εύκολα στο Μοναστηράκι με μια βόλτα στα παλιατζίδικα.
Λέγεται πως ο ίδιος ο Χατζιδάκις, που από τότε έβγαζε... φλύκταινες με το κομμάτι που του χάρισε το Όσκαρ, πολλά χρόνια αργότερα θα εκτιμούσε αναλόγως την εκτέλεση με την Νταλιντά.
Ως φάνηκε, η σχέση της με την Ελλάδα και τη μουσική της δεν θα περιοριζόταν μόνο στον Χατζιδάκι. Το 1965, ενόσω η διεθνή της επιτυχία συνεχιζόταν, ο Μίκης Θεοδωράκης διασκεύασε προσωπικά γι' αυτήν στα γαλλικά και τα ιταλικά τον «Χορό του Ζορμπά» του.
Για την ιστορία, να πούμε ότι ο «Ζορμπάς» ως τραγούδι με τη φωνή της Νταλιντά έγινε χρυσός δίσκος στη μακρινή Βραζιλία εκείνη τη χρονιά.
Η γνωριμία της με τον Ιταλό τραγουδοποιό, ηθοποιό και τραγουδιστή Λουίτζι Τένκο γίνεται το 1967 με αφορμή το φεστιβάλ του Σαν Ρέμο: Η ήδη φτασμένη Νταλιντά δέχεται ως σαπόρτ τον πρωτοεμφανιζόμενο Τένκο προκειμένου να τραγουδήσουν μαζί ένα δικό της τραγούδι, το οποίο δεν περνάει στο διαγωνισμό, τον Νοέμβριο όμως του '67 κλείνει μια σειρά συναυλιών στο Olympia, όλες sold out.
Χαρακτηριστικό είναι πως ο πιο σημαντικός παρισινός συναυλιακός χώρος για την Νταλιντά γίνεται κάπως σαν την καθημερινότητά της μέχρι και το 1981, που θα δώσει την εκεί τελευταία συναυλία της.
Το 1968 είναι η πρώτη και μοναδική καλλιτέχνιδα που βραβεύεται από τον Στρατηγό Σαρλ Ντε Γκολ, τον τότε Πρόεδρο της Γαλλίας, για την προσφορά της στον πολιτισμό.
Το καλοκαίρι του 1969 η Νταλιντά εμφανίζεται σε δύο συναυλίες στην Ελλάδα, στο τότε Σκυλίτσειο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ουσιαστικά μην αφήνοντας εκτός συναυλιακής «πιάτσας» μια χώρα με την οποία συνδεόταν καλλιτεχνικά (ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης που λέγαμε πριν).
Dalida & Alain Delon - Paroles, paroles
Τη μία από τις δύο συναυλίες της Νταλιντά στο Δημοτικό Θέατρο είχε παρακολουθήσει και ο Σκυλίτσης, ο τότε δήμαρχος του Πειραιά. Το γεγονός της προηγηθείσας βράβευσής της από τον Ντε Γκολ εικάζεται πως έγινε αιτία για να αλλάξει ρεπερτόριο και να τραγουδήσει τραγούδια που είχαν πιο υψηλά νοήματα από στιχουργικής άποψης.
Ο θάνατος του Λουίτζι Τένκο την επηρεάζει ψυχολογικά. Πλέον τα τραγούδια της γίνονται πιο μελαγχολικά και η ίδια βρίσκει πρόσκαιρο καταφύγιο στους Ινδούς γκουρού, κάτι αρκετά σύνηθες μεταξύ των καλλιτεχνών με ανησυχίες του καιρού εκείνου. Εννοείται, παρ' όλα αυτά, πως εξακολουθεί να περιοδεύει με τεράστια επιτυχία ανά τον κόσμο.
Η δεκαετία του 1970 την οδηγεί στο απόγειο της καριέρας της. Η γαλλόφωνη διασκευή της στο αριστουργηματικό θέμα του Νίνο Ρότα από τον κινηματογραφικό «Νονό» το 1972 πουλάει 500.000 αντίτυπα!
Την ίδια χρονιά γνωρίζει τον αριστοκράτη Ρισάρ Σανφρέ που έφερε τον τίτλο του Κόμη του Σαν Ζερμέν και μένουν μαζί μέχρι το 1981. Η «χρονιά της Νταλιντά» είναι αναμφισβήτητα το 1973, τότε που ηχογραφεί ντουέτο με τον Αλέν Ντελόν, το «Paroles paroles», το πιο δημοφιλές κομμάτι στην ιστορία του γαλλικού τραγουδιού, που για μήνες ήταν το Νο 1 single σε Γαλλία, Ιαπωνία και χώρες της Ευρώπης, με τις οποίες η Νταλιντά προηγουμένως δεν είχε καμία καλλιτεχνική σχέση.
Ένα σκληρό χτύπημα δέχεται τον Απρίλιο του 1975, όταν ο Ισραηλινός τραγουδιστής και στενός της φίλος, ο Μάικ Μπραντ, που έκανε καριέρα στη Γαλλία, πηδάει από το διαμέρισμά του στο κενό και σκοτώνεται σε ηλικία 28 ετών.
Καθ' όλη τη διάρκεια των seventies, η Νταλιντά, που δεν σταματά να ενδιαφέρεται για την καριέρα της, απλά εδραιώνει τη διεθνή καταξίωσή της με ηχογραφήσεις τραγουδιών σε διαφορετικές γλώσσες, περιοδείες, βραβεύσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Ξεχωριστής σημασίας είναι το τραγούδι της με τίτλο «J' attendrai», στις αρχές του '76, αφού γίνεται το πρώτο γαλλικό «disco hit» που τη χρήζει εν μία νυκτί πάλι «Disco Queen».
Δύο συναυλίες της στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης τον Νοέμβριο του 1978 την ξαναφέρνουν στις ΗΠΑ για δεύτερη φορά από τη δεκαετία του '50 και της προσφέρουν ακόμη μία ευκαιρία για υπογραφή συμβολαίου. Το αρνείται και πάλι.
Ως «Disco Queen» που τη θεωρούν οι άλλοι, αλλά και όπως θεωρεί η ίδια τον εαυτό της, κινείται στον συγκεκριμένο μοντέρνο μουσικό δρόμο και γνωρίζει την αποθέωση με τις εμφανίσεις της στο παρισινό Παλαί Ντε Σπορ. Η Νταλιντά είναι πια η μεγαλύτερη και η πιο αγαπημένη τραγουδίστρια των Γάλλων.
Στη δεκαετία του 1980 αλλάζει γραμμή πλεύσης και μεγάλο ρόλο σ' αυτό παίζει η τρικυμιώδης προσωπική ζωή της. Χωρίζει με τον Τσάνφρεϊ και προτιμά να ερμηνεύει μελαγχολικά κομμάτια. Σήμα κατατεθέν της γίνεται ένα παλιότερο τραγούδι της από το 1973. Τίτλος του «Je suis malade» (Είμαι άρρωστη) κι η ίδια δεν έχει πρόβλημα να δηλώνει πως εκείνη ακριβώς την περίοδο αντικατοπτρίζει στην εντέλεια τα μεγάλα υπαρξιακά της προβλήματα και αδιέξοδα.
Dalida - Nostalgie
Τον Ιούλιο του 1983 ο πρώην σύντροφος της, Ρισάρ Σανφρέ, αυτοκτονεί με το γκάζι του αυτοκινήτου του. Σύντομα, σαν τον φοίνικα που αναγεννιέται απ' τις στάχτες, η Νταλιντά στρέφεται σε πιο χορευτικά τραγούδια: Το 1984 ο σκηνοθέτης Ζαν-Κριστόφ Αβερτί τη σκηνοθετεί σε μία αξέχαστη τηλεοπτική εμφάνιση, όπου τραγουδά σε εφτά διαφορετικές γλώσσες, χορεύει τα παλιά της hits και αλλάζει πάνω από 40 κοστούμια - δημιουργίες των μεγαλύτερων διεθνώς fashion designers.
Παρ' ότι στο συγκεκριμένο τηλεοπτικό σόου, που μάλιστα διανεμήθηκε στο εμπορικό κύκλωμα της τότε VHS κασέτας, η Νταλιντά εντυπωσιάζει με τα κάλλη της, παρά το ώριμο της ηλικίας της, βρίσκεται στην αρχή του τέλους της.
Ένα σοβαρό πρόβλημα με τα μάτια της την οδηγεί στο χειρουργείο με δύο επεμβάσεις τη χρονιά του 1985. Έκτοτε τα φώτα της σκηνής γίνονται απαγορευτικά γι' αυτήν και αποφασίζει να στραφεί ξανά στον κινηματογράφο. Παίζει στην ταινία του Αιγύπτιου Γιουσέφ Σαχίν Le sixieme jour και προσπαθεί με τη φήμη τόσων χρόνων να συμβάλει στο προμοτάρισμα της συγκεκριμένης δουλειάς.
Το ίδιο διάστημα αποδίδει στα γαλλικά και το «Last Christmas», την τεράστια ποπ επιτυχία του Τζορτζ Μάικλ με τους Wham.
Το 1987 πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Προσπαθεί να το παλέψει με περιοδείες, από τη Μέση Ανατολή μέχρι τις ΗΠΑ, παρ' ότι δεν έχει κανένα καινούργιο τραγούδι. Παίζονται όμως ακόμη τα τραγούδια της κι η ίδια συμμετέχει σε τηλεοπτικά τοκ σόου.
Τελευταία τηλεοπτική της εμφάνιση στη γαλλική τηλεόραση είναι τον Μάρτιο του '87 και τελευταίες της συναυλίες στην Τουρκία στα τέλη Απριλίου, λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία της.
Όλα τα χρόνια μετά τον θάνατό της, η Νταλιντά δεν έπαψε να λατρεύεται από τις επόμενες γενιές Γάλλων φαν και ακροατών. Από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007 στο Paris City Hall φιλοξενήθηκε έκθεση με σπάνια προσωπικά της αντικείμενα και φωτογραφίες για τη συμπλήρωση των 20 χρόνων από την απουσία της.
Μόλις πέρσι, 30 χρόνια από τον θάνατό της, κυκλοφόρησε μία εξαιρετική ταινία βασισμένη στον πολυτάραχο βίο της: Επρόκειτο για το φιλμ Dalida που σκηνοθέτησε η Λίζα Αζουέλος, κόρη της Γαλλίδας τραγουδίστριας Μαρί Λαφορέ, στην οποία την Νταλιντά υποδύθηκε η Σβέβα Αλβίτι.