Το «Κέντρο Διερχομένων», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1982, ήταν ένας από τους τελευταίους αληθινά μεγάλους «έντεχνους» δίσκους της Lyra – δίσκους, εννοούμε, που παρέπεμπαν στην τρανή εποχή του είδους, στη δεκαετία του ’70.
Έχουμε, δηλαδή, την παρουσία ενός καταξιωμένου συνθέτη και τραγουδοποιού, όπως ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης (1929-2013) και ενός το ίδιο καταξιωμένου φιλολόγου, λογοτέχνη και ποιητή, του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985), ο οποίος για πρώτη φορά θα δοκίμαζε να γράψει στίχους, για να γίνουν τραγούδια.
Το άλμπουμ περιλάμβανε έντεκα κομμάτια, έξι στην πρώτη πλευρά του βινυλίου και πέντε στην δεύτερη, είχε gatefold cover, με στίχους, φωτογραφίες και credits εντός, και βεβαίως ταιριαστό, όπως θα αποδεικνυόταν, εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη. Όπως διαβάζουμε... ο πίνακας του εξωφύλλου ανήκει στην σειρά «ζεϊμπέκικα», έχει τίτλο «ναύτης χορεύει ζεϊμπέκικο με δύο καπέλλα κρεμασμένα» και είναι φιλοτεχνημένος με την τεχνική γκουάς, στις 7 Φεβ. 1981 – δηλαδή ενάμιση χρόνο πριν από την κυκλοφορία του δίσκου. Το εξώφυλλο διέθετε «ανοιχτό» φόντο, που σε κάθε περίπτωση ήταν προτιμότερο από το μαύρο της τελευταίας CD-επανέκδοσης.
Ο Γ. Ιωάννου δεν ήταν μικρός ποιητής. Μπορεί η ποίηση να μην ήταν η βασική ασχολία του, όμως πολλά ποιήματά του από τις συλλογές «Ηλιοτρόπια» (1954) και «Τα Χίλια Δέντρα» (1963) είναι καταπληκτικά και διαβάζονται ακόμη και σήμερα σαν να είναι γραμμένα τώρα.
Στον δίσκο θα τραγουδούσαν ο Δημήτρης Ψαριανός, μέγιστος ερμηνευτής, ο οποίος είχε συνεργαστεί ξανά με τον Νίκο Μαμαγκάκη στο άλμπουμ «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» [Lyra, 1974], που βασιζόταν σε ποίηση του Κώστα Βάρναλη, και ακόμη ο Δημήτρης Κοντογιάννης και η Ελευθερία Αρβανιτάκη – με τους δύο τελευταίους να είναι κάπως παράξενες, σε πρώτη φάση, επιλογές.
Ο Κοντογιάννης ήταν ένας λαϊκός τραγουδιστής με μεγάλο hook εκείνη την εποχή. Μέλος της Ρεμπέτικης Κομπανίας από τα μέσα του ’70, ο Κοντογιάννης τραγουδά, το 1978-79, για την Lyra, στα LP «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και «Τα Δήθεν» (αμφότερα των Ξυδάκη-Ρασούλη), συμμετέχει στα «Τραγούδια της Χαρούλας» [MINOS, 1979] του Μάνου Λοΐζου και στην «Ρεζέρβα» [Lyra, 1979] του Διονύση Σαββόπουλου, ενώ είναι βασικός ερμηνευτής και στο «Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε Μα η Αγάπη Μένει» [Lyra, 1981] των Νικολόπουλου-Ρασούλη.
Ακόμη μέσα στο ’82, και πριν από την κυκλοφορία του «Κέντρου Διερχομένων», ο Κοντογιάννης θα τραγουδούσε στο «Παίξε Χρήστο Επειγόντως» [MINOS] ξανά των Νικολόπουλου-Ρασούλη, έχοντας δώσει και το προσωπικό του live «Μια Βραδιά στου Σαμπάνη» [Lyra].
Κοντολογίς λέμε για δίσκους και τραγούδια, που θα πουλούσαν δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και που θα ακούγονταν παντού στη χώρα (σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, συναυλίες, ρεμπετάδικα, ταβέρνες κ.λπ.). Με άλλα λόγια, ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι χωμένος με τα μπούνια μέσα στο νεολαϊκό, που εκείνη την εποχή στηρίζει, δημοσιογραφικά, και με όλες του τις δυνάμεις, το περιοδικό «Ντέφι».
Χαρακτηρίζω την παρουσία του Κοντογιάννη «παράξενη» στο «Κέντρο Διερχομένων», γιατί θα περίμενα από τον Νίκο Μαμαγκάκη να επιλέξει έναν λιγότερο «σταμπαρισμένο» λαϊκό τραγουδιστή της εποχής. Το ότι επιλέγεται τελικά ο Κοντογιάννης σημαίνει πως ο δίσκος ήταν φτιαγμένος για να κάνει την εμπορική διαδρομή του πουλώντας και μέσα στο νεολαϊκό περιβάλλον – κάτι μάλλον δύσκολο, αφού τόσο οι μουσικές του Μαμαγκάκη όσο και οι στίχοι του Ιωάννου υπερέβαιναν τα στεγανά του χώρου.
Από κοντά και η νεο-εμφανιζόμενη, τότε, Ελευθερία Αρβανιτάκη. Κι αυτή μια «παράξενη» επιλογή και μάλλον τολμηρή, καθώς η Ελευθερία (έτσι την ξέραμε τότε, με το μικρό όνομά της) είχε πενιχρότατη δισκογραφία, καθώς θα ακουγόταν μόνο σαν «συμμετοχή» στα «Ρεμπέτικα Βράδια» του Γιώργου Ξηντάρη, το 1980 και στα «Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού το ’81, ενώ θα τραγουδούσε βεβαίως και στο πρώτο LP τής Οπισθοδρομικής Κομπανίας «Στης Ξανθής, στο Αιγινήτειο...», ως τακτικό μέλος της – δίσκος, που θα κυκλοφορούσε τον Απρίλη του ’82. Ανερχόμενη το δίχως άλλο η Ελευθερία Αρβανιτάκη, με το επώνυμό της πια, θα έδινε τις ερμηνείες της ζωής της στο «Κέντρο Διερχομένων».
Προσωπικά ακούω (στο ραδιόφωνο αρχικά) και αγοράζω το «Κέντρο Διερχομένων» την εποχή που βγαίνει στα δισκάδικα. Σίγουρα στις αρχές του ’83 ακούω τον δίσκο συνεχώς και εντυπωσιάζομαι από τις συνθέσεις του Νίκου Μαμαγκάκη, από τα λόγια του Γιώργου Ιωάννου και από τις ερμηνείες της Αρβανιτάκη και του Ψαριανού. Και καθώς επανέρχομαι, μέσα στα χρόνια, πολλές φορές σ’ αυτόν τον καταπληκτικό δίσκο λέω πως «κολλάω» (και παραμένω εκεί «κολλημένος») στα τρία τραγούδια, που θα έλεγε στο άλμπουμ ο Δημήτρης Ψαριανός. Δεν υποτιμώ κανένα από τα υπόλοιπα κομμάτια (ούτε όσα θα έλεγε ο Δημήτρης Κοντογιάννης φυσικά), αλλά εκείνα τα τρία τραγούδια ήταν, είναι και παραμένουν, από κάθε άποψη, το κάτι άλλο!
Αν στα οκτώ τραγούδια του δίσκου («Όχι μαζί», «Ο Σαλονικιός», «Η Ομόνοια», «Το γράμμα», «Κέντρο διερχομένων», «Λαϊκά ξενοδοχεία», «Μείνε κοντά μου», «Τατουάζ») ο Γιώργος Ιωάννου θα έγραφε επί τούτου στίχους –στίχους, δηλαδή, για να τραγουδηθούν–, στα τρία τραγούδια που θα ερμήνευε ανεπανάληπτα ο Δημήτρης Ψαριανός είχαμε εκείνο που λέμε «μελοποιημένη ποίηση».
Εννοούμε πως εκείνα τα τρία τραγούδια, ήτοι τα «Κλειστά παράθυρα», «Το νοιώθω τώρα» και «Δεν ξέρω πια», ήταν κάτι διαφορετικό. Κάτι, που ως κλίμα (λεκτικό, συγκινησιακό, ερωτικό, συνθετικό, ενορχηστρωτικό) δεν σχετίζεται και τόσο με τα υπόλοιπα οκτώ κομμάτια – ένα γεγονός, που οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στους συγκεκριμένους στίχους του Ιωάννου (οι οποίοι θα επηρέαζαν μελωδίες, ενορχηστρώσεις και ερμηνείες).
Να πούμε λοιπόν πως για τις ανάγκες του δίσκου ο Ιωάννου με τον Μαμαγκάκη θα διασκεύαζαν στίχους (γιατί αυτό θα συνέβαινε) από τρία ποιήματα του πρώτου, που θα δημοσιεύονταν, κατ’ αρχάς, στην περιοδική έκδοση (βιβλίο) «Ποίηση ’80» [Εκδόσεις Εγνατία, 1980], η οποία περιλάμβανε ανέκδοτα ποιήματα (γνωστών και πολύ γνωστών ποιητών) επιλεγμένα από τους Θανάση Θ. Νιάρχο και Αντώνη Φωστιέρη.
Η σειρά είχε ξεκινήσει το 1975 με τον τόμο «Ποίηση ’75» [Μικρή Άρκτος] και σ’ εκείνο τον πρώτο τόμο διάβαζες το παρακάτω κείμενο των Νιάρχου-Φωστιέρη:
«Η “Ποίηση ’75” εγκαινιάζει μια ετήσια έκδοση-“ανθολογία” ανέκδοτης ποίησης. Τις δυσκολίες για μια τέτοια δουλειά δεν τις δημιουργεί μόνο η αφθονία της ποιητικής παραγωγής, αλλά και η προσπάθεια να επισημανθούν και τελικά να ισορροπήσουν, σε μια ενιαία σύνθεση, μορφές και τάσεις που λειτουργούν σήμερα στον ποιητικό χώρο. Μια “ανθολογία”, που δεν έχει σκοπό τη μουσειακή παρουσίαση και κατάταξη παρωχημένων έργων, αλλά νομιμοποιεί την ύπαρξή της στηριζόμενη σε αποκλειστικά ανέκδοτη ποίηση, αντιμετωπίζει, από τη σύλληψή της ακόμη, το αίτημα τής όσο το δυνατόν πλατύτερης, πανοραμικής και αντιπροσωπευτικής παρουσίασης του ποιητικού λόγου – όπως πράγματι έχει διαμορφωθεί στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, προκειμένου ν’ αποτελέσει ένα ζωντανό και διαρκώς ανανεούμενο κύτταρο της πνευματικής ζωής. Με συνείδηση αυτής ακριβώς της θεώρησης του πράγματος προχωρήσαμε στη σύνθεση του τόμου».
Το πόσο σημαντική ήταν εκείνη η σειρά, που εκδοτικά θα «πήγαινε» μέχρι το 1981, δεν φαίνεται μόνον από τα ονόματα των ποιητών, που θα παρείχαν ανέκδοτα ποιήματά τους (ανάμεσά τους όλη η «γενιά του ’70», συν τους Νικηφόρο Βρεττάκο, Νίκο Εγγονόπουλο, Ν.Δ. Καρούζο, Τάσο Λειβαδίτη, Μελισσάνθη, Γιάννη Ρίτσο, Κική Δημουλά, Μιχάλη Κατσαρό, Νικόλαο Κάλα, Μάνο Χατζιδάκι, Δημήτρη Χριστοδούλου, Θωμά Γκόρπα, Άρη Δικταίο, Μίλτο Σαχτούρη κ.ά.), μα και από αυτήν καθ’ αυτήν την ποιότητα του ποιητικού υλικού. Κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα (και) από τη σειρά των τεσσάρων ποιημάτων (I, II, III, IV) «Δούλος Ιερός του Έρωτα», που θα παρέδιδε για τον τόμο «Ποίηση ’80» ο Γιώργος Ιωάννου.
Ο Γ. Ιωάννου δεν ήταν μικρός ποιητής (πέρα από σημαντικότατος και αναγνωρισμένος συγγραφέας και ερευνητής της λαϊκής παράδοσης). Μπορεί η ποίηση να μην ήταν η βασική ασχολία του, όμως πολλά ποιήματά του από τις συλλογές «Ηλιοτρόπια» (1954) και «Τα Χίλια Δέντρα» (1963) είναι καταπληκτικά και διαβάζονται ακόμη και σήμερα σαν να είναι γραμμένα τώρα. Φαίνεται, όμως, πως και στην ποίησή του είχε κάνει άλματα μέσα στα χρόνια ο Ιωάννου – με τη σειρά «Δούλος Ιερός του Έρωτα» να αποκτά αίφνης άλλη οντότητα.
Ο λόγος εδώ είναι ερωτικός φυσικά, απόλυτα ερωτικός, με το υποκείμενο τού έρωτα να διαλύεται, εσωτερικά, μπροστά στο πάθος. Μάλιστα ο έρωτας μετατρέπεται σε κάτι το απόλυτο και έξω από τα όρια, όταν περιγράφεται όχι η ερωτική πράξη, αλλά η απουσία της. Ή και η απουσία γενικότερα. Ο αποχαιρετισμός και η απόσταση είναι εκείνα που μετατρέπουν τον έρωτα σε μια αδυσώπητη κατάσταση. Ο πόνος τού έρωτα είναι ανελέητος, έχοντας σαν μόνο γιατρικό την εκμηδένιση του εαυτού σου.
(...)
Το νιώθω τώρα πως θα ρθεις,
αν όχι, φτάνει μόνο που με κοίταξες,
εμένα τον ουτιδανό, τον άσχημο,
τον τιποτένιο, το φριχτό και τον απαίσιο.
Αχ, θέλω να τ’ ακούσω από το στόμα σου,
μια γεύση κι εγώ να ’χω απ’ το μαρτύριο.
Ευτυχισμένος πέφτω στο κρεβάτι μου,
δε νιώθω πια την επανάσταση της σάρκας μου.
Εσύ με νοιάζεις και θα έρθεις κάποτε.
Μπορώ να περιμένω χρόνους άπειρους,
να περπατώ και να μη βλέπω γύρω μου.
Έστω για να με φτύσεις, έλα κάποτε.
Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε σ’ ένα από τα τρία τραγούδια που αποδίδει ο Δημήτρης Ψαριανός στο «Κέντρο Διερχομένων». Είναι το Α5, που τιτλοφορείται «Το νοιώθω τώρα». Το ποίημα, που δεν είναι ομοιοκατάληκτο, έχει πέντε εξάστιχες στροφές, με κάθε στίχο να διαφέρει, γενικώς, στον αριθμό των συλλαβών του. Η μορφή του δηλαδή δεν είναι από αυτές που θα λέγαμε «εύκολα μελοποιήσιμη». Παρά ταύτα ο Νίκος Μαμαγκάκης θα το επιχειρήσει και μάλιστα με θαυμαστά αποτελέσματα.
Κατ’ αρχάς από τις πέντε στροφές του ποιήματος «τρώγεται» η μία, προκειμένου η διάρκεια του τραγουδιού (3:35 στον δίσκο) να μην ξεφύγει – και τούτο δίχως να βλάπτεται η νοηματική ουσία του ποιήματος. Απεναντίας το τραγούδι δεν μοιάζει απλώς, αλλά είναι κάτι παραπάνω από ολοκληρωμένο. Και τούτο παρά (και) τις επιμέρους αλλαγές σε φράσεις και λέξεις, ώστε η προσαρμογή στο μέτρο να είναι ακόμη πιο ταιριαστή.
Περαιτέρω και η αλλαγή της συγκλονιστικής κατακλείδας του ποιήματος «έστω για να με φτύσεις, έλα κάποτε», η οποία για τις ανάγκες του τραγουδιού θα γινόταν «έστω για να βρίσεις, έλα κάποτε», μπορεί να χάνει σε δύναμη, όταν διαβάζεις τον στίχο στο gatefold (και γνωρίζεις το ποίημα), αλλά είναι περισσότερο ταιριαστή με το μέλος και με την ερμηνεία του Ψαριανού. Οι άνθρωποι, ο Μαμαγκάκης και ο Ιωάννου, ήξεραν τι έκαναν, καθώς –όπως έγραφαν στο κοινό τους κείμενο στις liner notes του άλμπουμ– θα δούλευαν «επί πολύ καιρό αλληλοεπηρεαζόμενοι και αλληλοεμπνεόμενοι». Το αποτέλεσμα, φυσικά, θα τους δικαίωνε.
Ενορχηστρωτικά το τραγούδι στηρίζεται στις κιθάρες (κλασική και 12χορδη), στο μπάσο, στο βιολί και το τσέλο. Η μουσική μοιάζει με «δωματίου», με τον μελωδικό διάκοσμο να αλλάζει συνεχώς όψεις, παραμένοντας πάντα στο ίδιο υψηλό επίπεδο.
Νίκος Μαμαγκάκης - Το νιώθω τώρα
Το δεύτερο τραγούδι από τη σειρά «Δούλος Ιερός του Έρωτα», που μελοποιείται στο «Κέντρο Διερχομένων», είναι το A2 (του δίσκου), το «Κλειστά παράθυρα». Και εδώ το ποίημα αποτελείται από πέντε εξάστιχες στροφές, ενώ για την ανάγκη της μελοποίησης χρησιμοποιούνται μόνον οι δύο τελευταίες – με ανεπαίσθητες αλλαγές σε λέξεις.
Στο ποίημα υπάρχουν δύο στροφές, που δεν χρησιμοποιούνται στο τραγούδι, και οι οποίες δίνουν μια επιπλέον χωροχρονική διάσταση στον λόγο – τον τοποθετούν κάπου. Η διάσταση αυτή δεν υπάρχει στις δύο τελευταίες στροφές που μελοποιούνται. Έτσι, το τραγούδι μοιάζει άχρονο, αιώνιο, παντοτινό, καθώς αναπτύσσεται πέρα από το χώρο και το χρόνο. Να η μία από τις δύο εκείνες στροφές:
Συμπλέκομαι με άλλους βιαστικούς,
δεν ξέρω αν το κάνουνε επίτηδες.
Κοιτάω στην πλατεία τους αναρχικούς,
τις κλούβες πιο εκεί κι αντιπαρέρχομαι.
Καιρό δεν έχουμε γι’ αυτά,
κοιτάω το μπαλκόνι φλογιζόμενος.
Το τραγούδι ανοίγει με κάτι σαν ταξίμι στο βιολί, με τις κιθάρες να έχουν κι εδώ κεντρικό ρόλο (με την 12χορδη να ακούγεται σαν τσέμπαλο), ενώ τα υπόλοιπα έγχορδα (μπάσο και τσέλο) κρατούν υποστηρικτικό ρόλο.
Νίκος Μαμαγκάκης - Κλειστά παράθυρα
Το τελευταίο τραγούδι του δίσκου «Κέντρο Διερχομένων» των Νίκου Μαμαγκάκη-Γιώργου Ιωάννου, που αποδίδει ο Δημήτρης Ψαριανός, είναι το Β3 «Δεν ξέρω πια». Το ποίημα έχει πέντε στροφές, με πέντε στίχους η καθεμιά και επί του προκειμένου μελοποιούνται, με κάποιες αλλαγές, οι τέσσερις πρώτες.
Εδώ η εισαγωγή είναι καθαρά λαϊκή, με το μπουζούκι να κυριαρχεί, αλλά αμέσως μετά η μελωδική και ενορχηστρωτική γραμμή αλλάζει. Οι κιθάρες και τα έγχορδα τοποθετούνται και πάλι σε πρώτη θέση, με το τραγούδι να είναι (και αυτό) «δύσκολο» και ειδικών απαιτήσεων.
Χοντρικά και τα τρία τραγούδια της σειράς «Δούλος Ιερός του Έρωτα», έχουν δύστροπες μελωδίες, ρυθμικές αλλαγές, στίχους με ιδιάζουσα ροή, ανεβάσματα και κατεβάσματα της φωνής, επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, και ενορχηστρώσεις με στοιχεία «μουσικής δωματίου», πάνω στις οποίες ένας «λαϊκός» κατά βάση τραγουδιστής καλείται να τοποθετήσει τη φωνή του. Όχι ό,τι πιο εύκολο, για τον Δημήτρη Ψαριανό, που εδώ δείχνει, για μια δεύτερη φορά, μετά τον «Μεγάλο Ερωτικό» (1972) του Μάνου Χατζιδάκι, στοιχεία πολύ μεγάλου ερμηνευτή.
Όπως είχαμε γράψει και παλιότερα, εδώ στο LiFO.gr… ο σπαραχτικός, ερωτικός λόγος του Γιώργου Ιωάννου δεν θα μπορούσε να βρει ιδανικότερο τραγουδιστή από τον Δημήτρη Ψαριανό, ο οποίος στην ερμηνευτική ωριμότητά του θα υπερέβαινε ό,τι είχε πει έως τότε, αποθεώνοντας ένα σώμα τραγουδιών που δεν μπορείς να το φανταστείς με κανέναν άλλον. Μοναδικός και ανυπέρβλητος!
Νίκος Μαμαγκάκης - Δεν ξέρω πια
Για το «Κέντρο Διερχομένων» είχε μιλήσει, συνολικά, ο Νίκος Μαμαγκάκης στην αυτοβιογραφία του. Διαβάζουμε λοιπόν από το βιβλίο τού Πάνου Χρυσοστόμου «Νίκος Μαμαγκάκης / Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω» [Άγκυρα, 2006]:
«Ο δίσκος “Κέντρο Διερχομένων” κατά τη γνώμη μου διαθέτει την καλύτερη στιχουργία, που έχει γίνει για λαϊκά τραγούδια. Και ας τα έκανε ένας φιλόλογος! Ένας λογοτέχνης δηλαδή, όχι ένας ποιητής (σ.σ. φυσικά ήταν και ποιητής ο Ιωάννου). Πιστεύω δε ότι όταν ο Ρίτσος ήρθε σε επαφή με αυτό το έργο, μπορεί και να... ψιλοζήλεψε. Είχε, ας πούμε, κάποιες αντιρρήσεις για την ομοιοκαταληξία... και εγώ του είπα πως δεν είχε δίκιο και ότι ο λογοτέχνης Ιωάννου έγραψε αυτούς τους στίχους κατόπιν δικής μου προτροπής και παραγγελίας (σ.σ. αυτό ισχύει σίγουρα για τα οκτώ τραγούδια του δίσκου). Και βγήκε έπειτα ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και είπε ότι από τα πενήντα τραγούδια που έχουν γραφτεί στην Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της τα έντεκα είναι από τα τραγούδια του “Κέντρου Διερχομένων”. Πράγμα που απ’ όσο ξέρω δεν γράφτηκε ποτέ για το κυρίως λογοτεχνικό έργο του Γιώργου Ιωάννου...».
Να συμπληρώσουμε πως στον δίσκο συμμετέχουν τρεις βιολιστές (Γιώργος Μαγκλάρας, Δημήτρης Βράσκος, Παντελής Δεσποτίδης), δίχως να διευκρινίζεται ποιος ακριβώς παίζει πού, τρεις κιθαρίστες, οι Βαγγέλης Μπουντούνης, Βάσω Τουμπακάρη κλασική κιθάρα και Κώστας Χρήστου δωδεκάχορδη κιθάρα, δύο κοντραμπασίστες, οι Ανδρέας Ροδουσάκης και Άγγελος Μπότσης, η τσελίστα Ντίνα Χατζηγεωργίου, ο πιανίστας Χάρης Ανδρεάδης και ο κρουστός Λευτέρης Τζήμας, ενώ δεν αναγράφεται ποιος παίζει μπουζούκι.
Το 2006, στο πλαίσιο του ξανακοιτάγματος όλης της δισκογραφίας του ο Νίκος Μαμαγκάκης θα ηχογραφούσε και πάλι το «Κέντρο Διερχομένων» στη δική του πια εταιρεία Ιδαία, με νέους ερμηνευτές. Έτσι, τα τρία τραγούδια που πρώτος θα έλεγε ο Δημήτρης Ψαριανός τώρα θα τα ερμήνευε ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Κατά την δική μου γνώμη όσο τέλειος και να ακούγεται αυτός ο πρώτης τάξεως κλασικός τραγουδιστής είναι αδύνατον να προσεγγιστεί το αίσθημα της πρώτης εκτέλεσης (όχι μόνον ερμηνευτικά, μα και ενορχηστρωτικά ή σε θέματα επεξεργασίας των μελωδιών).
Το 2008 σ’ ένα άλλο CD της Ιδαίας, που είχε τίτλο «Ερωτικός Λόγος», ο Νίκος Μαμαγκάκης μελοποιεί ξανά Γιώργο Ιωάννου (ποιήματα που μάλλον είχαν περισσεύσει από την παλαιά συνεργασία του με τον στιχουργό). Ανάμεσα το «Ουτιδανός», που έχει στίχους από το ποίημα ΙΙ της σειράς «Δούλος Ιερός του Έρωτα» (και από το τραγούδι «Το νοιώθω τώρα»), με άλλη μουσική και με ερμηνευτή τον Ανδρέα Καρακότα, και το «Με καρτεράς που έρχομαι», που έχει στίχους από το ποίημα ΙΙΙ (και το τραγούδι «Κλειστά παράθυρα»), με ερμηνευτή τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου. Δύσκολα και αυτές οι απόπειρες, παρότι έχουν το ενδιαφέρον τους, μπορεί να συγκριθούν με τα τραγούδια, που θα έλεγε ανεπανάληπτα ο Δημήτρης Ψαριανός, στο «Κέντρο Διερχομένων, το 1982.
Από πλευράς εκδόσεων να πούμε πως ο αυθεντικός δίσκος, που δεν έχει επανεκδοθεί ποτέ, από τότε, σε βινύλιο, εντοπίζεται σε απολύτως λογικές τιμές στα second hand δισκάδικα και στο discogs, όπως εντοπίζονται και οι CD-εκδόσεις, ενώ τα ποιήματα του Γιώργου Ιωάννου, από τη σειρά «Δούλος Ιερός του Έρωτα», μπορεί να διαβαστούν πέρα από την «Ποίηση ’80», στα βιβλία «Τα Χίλια Δέντρα και άλλα Ποιήματα» [Κέδρος, 1999] και «Ποιήματα 1954-1985» [Σφεντάμι, 2014]. Δυστυχώς και οι τρεις αυτές εκδόσεις δεν κυκλοφορούν κανονικά και θα πρέπει κάποιος να ψάξει στις second hand αγορές, για να τις εντοπίσει.