Η αλήθεια είναι πως την είχα λησμονήσει την Αφροδίτη Μάνου και πως τη θυμήθηκα ξανά από κάτι χοντράδες, που έγραψε πρόσφατα στο φέισμπουκ για τον Σόιμπλε. Κι έτσι, επειδή πάντα υπάρχει αφορμή για να κοιτάξεις προς τα πίσω, είπα να ξανακούσω ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τής ελληνικής δισκογραφίας, που τυπώθηκαν εκεί στις αρχές των είτις – ανακαλώντας, συγχρόνως, και μιαν ιστορία.
Το 1981 πήγαινα στο Λύκειο και δεν είχα ακόμη στερεοφωνικό – παρότι μάζευα δίσκους (τους οποίους άκουγα σε φίλους). Έτσι, την έβγαζα κυρίως με κασέτες. Αγόραζα ό,τι μπορούσα ν' αγοράσω και ό,τι εύρισκα, ενώ αντέγραφα κιόλας (γέμιζα άδειες κασέτες δηλαδή) από τα δισκάδικα. Επειδή μ' ενδιέφερε να έχω και τα εξώφυλλα με τα στοιχεία των τραγουδιών, οι κασέτες που αγόραζα ήταν συνήθως των εταιρειών, σφραγισμένες και με dolby. Έπαιζαν καλά. Και ακόμη παίζουν, μετά από 36 χρόνια...
Το 1981 είχα ήδη αρχίσει παράλληλα με το απ' έξω ροκ ν' ακούω και το ελληνικό, δίνοντάς του από τότε μία δική μου διάσταση. Έτσι, μαζί με τα συγκροτήματα της εποχής (Φατμέ, Sharp Ties, Scraptown κ.ά.) αγόραζα και άλμπουμ όπως τα «Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού (που τον ήξερα λόγω Σαββόπουλου) ή την «Απόπειρα» του Νίκου Καλλίτση με την Αφροδίτη Μάνου (που και αυτήν την ήξερα από τον Σαββόπουλο, αφού συμμετείχε στη «Ρεζέρβα»).
Θεωρώ σημαντικό δηλαδή σε κάθε εποχή να μελοποιούνται οι ποιητές της. Θα μου πείτε «χρειάζεται;». Αν η μελοποίηση είναι ωραία θα πω πως «ναι, χρειάζεται».
Δηλαδή, το ελληνικό ροκ για μένα ήταν κάτι ευρύτερο – δεν ήταν απλώς τα γκρουπ ή ορισμένοι τραγουδοποιοί, αλλά ακόμη και το «έντεχνο» σχήμα όταν ροκάριζε, το οποίο ερχόταν από τις προηγούμενες δεκαετίες: συνθέτης, στιχουργός-ποιητής, ερμηνευτής, session μουσικοί. (Φυσικά, στην πορεία το πράγμα ξεφτιλίστηκε, καθώς άκουγες «ροκ» από τους πάντες, αλλά δεν είναι, τώρα, αυτό το θέμα μας).
Κριτήριο, βασικά, ήταν ο ελληνικός στίχος (όταν δεν μιλούσαμε για το "Get that beat", που είχε αγγλικά λόγια ή για το "Execution", που ήταν instrumental). Άμα ο στίχος με άγγιζε, ή με ενδιέφερε, δεν ασχολιόμουν με το παραμέσα. Ποιος έχει γράψει τι, ποιος παίζει τι και όλα τα υπόλοιπα. Αυτά έρχονταν μετά. Έτσι, ακούγοντας στο ραδιόφωνο (γιατί αυτό θα πρέπει να συνέβη) το έξοχο «Πίσω από τα καθημερινά» με τη φωνή της Αφροδίτης Μάνου, τράβηξα αμέσως για το δισκάδικο προκειμένου να το ψάξω.
Αφροδίτη Μάνου - Πίσω απο τα καθημερινά - 1981
Και όντως. Κάπως έτσι αγόρασα, άκουσα, και απόλαυσα την «Απόπειρα» [Lyra, 1981] με τα τραγούδια του Νίκου Καλλίτση, που βασίζονταν σε ποιήματα των Γιάννη Κοντού και Αντώνη Κολυβά, και τα οποία απογείωνε με τις ερμηνείες της η Μάνου. Και φυσικά, όταν κάποια στιγμή αγόρασα και το LP μπόρεσα να πληροφορηθώ και όλα τα ενδότερα στοιχεία του άλμπουμ, τα οποία, ως περαιτέρω πληροφορίες, απουσίαζαν από την κασέτα.
Έμαθα δηλαδή πως την ορχήστρα αποτελούσαν ένας-κι-ένας άξιοι έλληνες μουσικοί του ροκ (μουσικοί δηλαδή που είχαν θητεύσει σε συγκροτήματα) όπως οι Θεολόγος Στρατηγός και Κώστας Στρατηγόπουλος κιθάρες, Νίκος Αντύπας ντραμς, κρουστά, Γιώργος Ζηκογιάννης μπάσο, Κώστας Γανωσέλης πλήκτρα, ενώ συμμετείχε και ο συνθέτης Νίκος Καλλίτσης παίζοντας πιάνο. Μουσικοί, με άλλα λόγια, που είχαν παίξει στα ροκ συγκροτήματα του Σαββόπουλου, στους Socrates κ.λπ.
Επίσης από το βινύλιο είχα πληροφορηθεί πως οι στίχοι του Γιάννη Κοντού προέρχονταν από τα βιβλία του Στη Διάλεκτο της Ερήμου [Κέδρος, 1980] και Φωτοτυπίες [Κέδρος, 1977] και του Αντώνη Κολυβά από τη συλλογή του Γράμμα στον Κάρολο [Διάσταση, 1980].
Ένα από τα ζητήματα που θέλω να θίξω και που σχετίζεται με την «Απόπειρα» έχει να κάνει με το γεγονός πως στο συγκεκριμένο άλμπουμ μελοποιήθηκαν στίχοι συγχρόνων (τότε) ποιητών. Την εποχή της κασέτας μπορεί αυτό να μην το είχα αξιολογήσει, τώρα όμως το θεωρώ πολύ σημαντικό. Θεωρώ σημαντικό δηλαδή σε κάθε εποχή να μελοποιούνται οι ποιητές της. Θα μου πείτε «χρειάζεται;». Αν η μελοποίηση είναι ωραία θα πω πως «ναι, χρειάζεται».
Είμαι της άποψης πως ο ποιητικός λόγος πρέπει να γίνεται καλό τραγούδι, όταν μπορεί να γίνει, ακόμη και όταν εκείνος (ο λόγος) χρειάζεται να «προσαρμοστεί» (με τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή) προκειμένου να βοηθηθεί π.χ. η αποτύπωση μιας μελωδίας.
Οι σύγχρονοι συνθέτες μας λοιπόν πρέπει / οφείλουν να σκύψουν στους νεότερους και στους πιο «αγνώστους» (ας τους πω έτσι) ποιητές, αφήνοντας κατά μέρος τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, ή τον Καββαδία, οι οποίοι έχουν μελοποιηθεί επαρκώς και δεινοπαθούν πολλάκις. Τώρα θα μου πείτε πως αν πρόκειται να δεινοπαθήσουν και οι νεότεροι με τίποτα ραπαρίσματα της κακιάς ώρας τότε, καλύτερα, ας τους αφήσουν κι εκείνους...
Ο συνθέτης Νίκος Καλλίτσης είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 –δεν ήταν πρωτοφανέρωτος δηλαδή το 1981– κυκλοφορώντας, τότε, μερικά «έντεχνα» 45άρια. Τα εξής: 1). «Βαρκούλα ήταν με πανί (Νίκος Καλλίτσης - Μιχάλης Παπανικολάου)/ Σαν άμμος (Νίκος Καλλίτσης - Μιχάλης Παπανικολάου)» [Lyra, 1967] με τη Ρενάτα Καπερνάρου, 2). «Έτσι σ' αγάπησα (Ν. Καλλίτσης)/ Κάνε μου κυρά τη χάρη (Ν. Καλλίτσης)» [Lyra, 1967] ξανά με τη Ρενάτα Καπερνάρου και 3). «Δε σε μπορώ (Ν. Καλλίτσης)/ Με μια βροχή (Ν. Καλλίτσης)» [Lyra, 1968] με το Γιάννη Πουλόπουλο.
Αφροδίτη Μάνου - Ιδού εγώ εν απογνώσει - 1981
Αργότερα (και πριν την «Απόπειρα») έκανε κι άλλα πράγματα, όπως ακόμη περισσότερα έκανε και μετά την «Απόπειρα». Να και κάτι ενδιαφέρον επ' αυτού –που δεν μπορώ να το αξιολογήσω στη βάση του, γιατί δεν έχω ακούσει ολόκληρο το πρωτότυπο–, για το οποίο μιλάει σε συνέντευξή της στο περιοδικό Μουσική (τεύχος 49, Δεκέμβριος 1981) η ίδια η Αφροδίτη Μάνου:
«Ο Καλλίτσης είχε έρθει σ' επαφή με τη ποίηση της Κατερίνας Γώγου από τα "Τρία κλικ αριστερά" και έτσι μετά από μια σειρά διαδικασιών, που περιλαμβάνουν πρόβες, τσακωμούς και άλλα, βγήκε η "Μεσογειακή Αναιμία", που στηριζότανε σ' ένα σκελετό από την ποίηση της Γώγου. Η δουλειά αυτή ατύχησε. Δε μπόρεσε να βγει σε δίσκο, γιατί δεν άρεσε στην Κατερίνα, όπως μας είπε εκ των υστέρων, δίνοντάς μας την άδεια να κάνουμε μόνο δημόσια παρουσίαση, όπως κι έγινε στο Σούσουρο, όπου μας καλοδέχτηκαν».
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2012, ένα από 'κείνα τα τραγούδια («Α, ρε σύντροφε»), με άλλη ενορχήστρωση (Δημήτρης Οικονομάκης / Παναγιώτης Μάργαρης) και με άλλη ερμηνεία (Μάρθα Φριντζήλα), μπήκε σ' ένα CD, που τύπωσε η Οδός Πανός («Πάνω κάτω η Πατησίων») προς τιμήν τής Γώγου.
Το σημαντικό με την «Απόπειρα» είναι πως ο Καλλίτσης δεν έγραψε απλώς τις μουσικές στα ποιήματα των Κοντού και Κολυβά, αλλά επιπλέον έκανε και τις ενορχηστρώσεις. Διαβάζοντας δηλαδή τους στίχους τού δημιουργήθηκε η ανάγκη να επενδύσει με άξονα το ροκ. Έτσι, και παρ' όλες τις αναγκαίες μετατροπές που συνέβησαν προκειμένου τα λόγια να «ταιριάξουν» με τις μουσικές, ώστε να γίνουν τραγούδια, η «Απόπειρα» δεν παύει να είναι μία σημαντική πρόταση επικοινωνίας του ελληνικού ροκ με την πιο μοντέρνα ποίηση – της «γενιάς του '70» εν προκειμένω.
Ο Γιάννης Κοντός (1943-2015) υπήρξε, φυσικά, ένας από τους εξέχοντες ποιητές της «γενιάς του '70» και, προσωπικά, παίρνοντας αφορμή από την «Απόπειρα» τον «έψαξα» από πολύ νωρίς (από τα μαθητικά μου χρόνια ήδη). Αντιθέτως, ο Αντώνης Κολυβάς ήταν μία άγνωστη περίπτωση. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και τώρα, αν «χτυπήσεις» το όνομά του στο δίκτυο δεν θα βρεις τίποτα πέραν της «Απόπειρας», καθώς το σύνολο των αναφορών σχετίζονται με τον συγκεκριμένο δίσκο και με τα δύο ποιήματά του που μελοποιούνται εκεί, το «Ιδού εγώ εν απογνώσει» και το «Χαμήλωσε».
Αφροδίτη Μάνου - Χαμήλωσε
Πριν κάποιο καιρό είχα την τύχη να βρω το βιβλίο του Αντώνη Κολυβά Γράμμα στον Κάρολο στο Μοναστηράκι, από το οποίο είχαν αποσπαστεί τα δύο κομμάτια της «Απόπειρας» (από 'κει μαθαίνω πως είχε προηγηθεί η συλλογή του Πέτρινα Φύλλα το 1979), πράγμα που με χαροποίησε ιδιαιτέρως. Κυρίως γιατί διάβασα ολοκληρωμένα τα συγκεκριμένα ποιήματα, ενταγμένα σ' ένα γενικότερο σύνολο.
Το «Ιδού εγώ εν απογνώσει» (το ποίημα ΙΙ από το μέρος Γράμμα στον Κάρολο) μελοποιείται σχεδόν αυτολεξεί από τον Καλλίτση, ενώ το «Χαμήλωσε» (από το μέρος Εγώ, ο στόχος) βασικά δεν έχει τίτλο, αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου ποιήματος στο οποίο πρωταγωνιστούν τρία πρόσωπα: το ένα, πιθανώς, να είναι ο ίδιος ο ποιητής, το δεύτερο η Ειρήνη, και το τρίτο η μάνα (του ποιητή;).
Σε κάποιο σημείο ο ποιητής απευθύνεται στην Ειρήνη, όπου ανάμεσα σε διάφορα της λέει:
Δεν συγχωρώ,
τη δικαιοσύνη που μόνο υπόσχεται.
Την ακτινοβολία των εκφύλων.
Την ικανοποίηση των στροφών.
Τη λογική τής –κάθε– δημοκρατίας.
Την άνοιξη που μπορεί να περιμένει.
(...)
Τώρα οι φίλοι μου,
Καταναλώνουν τη ζωή τους στον υπόγειο.
Αλλάζουν μεταξύ τους διευθύνσεις
κι απ' ό,τι ξέρω
κανείς δεν έγραψε ποτέ.
Συνωστίζονται στους διαδρόμους
τεντώνουν τα κεφάλια απορημένοι
και φοβούνται
φοβούνται πολύ οι φίλοι μου.
Αλήθεια Ειρήνη
πώς το φοράς αυτό το τρύπιο νυχτικό;
Τον λόγο έχει η Ειρήνη...
Χαμήλωσε.
Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
δε διακρίνεται η αλήθεια.
Μη σφίγγεις τα χρώματα στη φούχτα σου.
Δε βλέπεις που το κόκκινο
θέλει να δραπετεύσει;
Άφησέ το.
Τις φλόγες απ' τις υψικάμινους
και τη σκουριά των καραβιών
ξεκρέμασε από το λαιμό σου
και πήγαινε ανάμεσά τους
κατάλευκος.
Άνοιξε το πουκάμισό του
κι όλα πλημμύρισαν φύκια καστανά
και θαλασσινό θόρυβο.
Μια λέξη κρέμεται από τη θήκη τής μέσης
κι ένα όνειρο.
Μόνο αυτός θα ελευθερώσει
τις τελευταίες αναστολές.
Τον συνδράμουν άγρια ρουθουνίσματα
εκατομμυρίων αλόγων.
Ήλιος που περνά από ταραγμένες κοιλάδες
θα κατεβαίνει ήσυχα σαν ύπνος
στις καρδιές των κυκλάμινων.
Το πρόσωπό του είναι βράχια
σμιλεμένοι
άγγελοι πρωτοστάτες.
Σαν έτοιμος που άπειρα υποφέρει
κίνησε. Πάει πια.
Βαδίζει ανατολικά
με τη καλπάζουσα άνοιξη
και τους ανέμους
που τώρα σαλπίζουν εξέγερση.