Οι Portugal. The Man πρέπει να είναι μία από τις πιο ακομπλεξάριστες μπάντες του πλανήτη. Για πολλά χρόνια η ψυχεδελική/ηλεκτρονική ποπ τους ακροβατούσε κάπου ανάμεσα στο mainstream και στο εναλλακτικό, χωρίς όμως να είναι πραγματικά δημοφιλείς ή πετυχημένοι σε κανέναν από τους δύο χώρους.
Όταν όμως κυκλοφόρησαν το single «Feel it still» πέρσι την άνοιξη, μέσα σε λίγους μήνες η φήμη τους απογειώθηκε. Γνωρίζοντας πως αυτή η εμπορική στροφή τους θα απογοήτευε πολλούς, είχαν προνοήσει τυπώνοντας t-shirts που έγραφαν αυτοσαρκαστικά «Ήξερα τους Portugal. The Man πριν ξεπουληθούν», έτσι ώστε να προλάβουν τους παλιότερους fans που τους κατηγόρησαν για ξεπούλημα, όταν είδαν το κομμάτι να σκαρφαλώνει στο Νο 4 των αμερικανικών και βρετανικών charts, να ακούγεται παντού στο ραδιόφωνο και τελικά να κερδίζει το βραβείο καλύτερου Pop Duo/Group Performance στα φετινά Grammy.
Ωστόσο, παρατηρώντας κανείς την πορεία τους μέχρι σήμερα θα συνειδητοποιήσει πως η επιτυχία δεν ήρθε απροσδόκητα, μέσα σε μια νύχτα, αλλά ήταν το αποτέλεσμα προσεκτικών, μεθοδικών κινήσεων καθ' οδόν προς τη μαζικότερη αναγνώριση.
«Όλοι έχουν αποψάρες, δεν με νοιάζει τι θα μας προσάψει ο κόσμος. Μπήκαμε στο mainstream, είμαστε στα τριάντα μας, οι μισοί από εμάς κατάγονται από την Αλάσκα, έχω να γυμναστώ χρόνια και είμαστε στα charts» σχολίασε με μπόλικες δόσεις χιούμορ σε μια συνέντευξη στην «Independent» o ιδρυτής και τραγουδιστής της μπάντας John Gourley.
Ωστόσο, παρατηρώντας κανείς την πορεία τους μέχρι σήμερα θα συνειδητοποιήσει πως η επιτυχία δεν ήρθε απροσδόκητα, μέσα σε μια νύχτα, αλλά ήταν το αποτέλεσμα προσεκτικών, μεθοδικών κινήσεων καθ' οδόν προς τη μαζικότερη αναγνώριση.
Οι Portugal. The Man σχηματίστηκαν το 2002 στην πόλη Wasilla της Αλάσκας από τους John Gourley και Zach Carothers, όταν ο πρώτος διέλυσε το αρχικό του σχήμα Anatomy Of A Ghost για να πειραματιστεί πάνω σε κάτι διαφορετικό. Στη συνέχεια προστέθηκαν στην μπάντα κι άλλα τρία μέλη, αφήνοντας το 2004 την πατρίδα τους για το Πόρτλαντ, έτσι ώστε να έχουν περισσότερες πιθανότητες να ακουστούν και να υπογράψουν με κάποια δισκογραφική.
Το «Feel it still» απογείωσε τη φήμη τους
Εν τω μεταξύ, η ονομασία της μπάντας προήλθε τόσο από την ιδέα του Gourley για έναν «larger than life» συμβολικό τίτλο όσο και από την επιθυμία του να γράψει ένα βιβλίο για τις περιπέτειες του πατέρα του στην Πορτογαλία, με το ίδιο τίτλο πάλι.
Μέχρι και το 2010 είχαν κυκλοφορήσει πέντε δίσκους, οι οποίοι τους εξασφάλισαν συμμετοχή σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως το Lollapalooza, και μια μικρή, πιστή βάση οπαδών, τίποτα περισσότερο όμως από τα εναλλακτικό πλαίσιο στο οποίο είχαν κολλήσει.
Ωστόσο, ο δισκογραφικός κολοσσός Atlantic Records είχε διακρίνει τις αναξιοποίητες δυνατότητές τους κι έτσι υπέγραψαν μαζί τους ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο για αρκετούς δίσκους.
Μπορεί το 2011 να είχαν μια πολύ μεγάλη ατυχία, πέφτοντας θύματα κλοπής με αποτέλεσμα να χάσουν όλο τους τον εξοπλισμό, αλλά η ιστορία αυτή είχε αίσιο φινάλε και τελικά τους έκανε πιο δυνατούς, αφού την ίδια χρονιά έκαναν περιοδεία με τους Black Keys και σημείωσαν την πρώτη τους παρουσία στα αμερικανικά charts με το έκτο τους άλμπουμ «In the mountain in the cloud».
To 2014 κυκλοφόρησαν τον έβδομο δίσκο τους «Evil Friends» σε παραγωγή του Danger Mouse, του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από την παραγωγή δίσκων των Gorillaz, των Black Keys, της Norah Jones κ.ά., γυαλίζοντας και φρεσκάροντας αισθητικά τον νέο, πιο προσιτό ήχο τους και φτάνοντας τελικά ως το νούμερο 28 των αμερικανικών charts.
Η τεράστια επιτυχία ήρθε, όμως, με την τελευταία τους δουλειά «Woodstock», για την οποία άλλαξαν εντελώς τα αρχικά τους σχέδια που περιλάμβαναν ηχογραφήσεις με τον Mike D των Beastie Boys.
Οι Portugal. The Man σε συνέντευξή τους για την τελευταία τους δουλειά «Woodstock».
Τελικά, η ιδέα για το νέο άλμπουμ προήλθε από ένα εισιτήριο για το Woodstock που βρήκε ο Gourley στο πατρικό του και τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως η αποστολή της μουσικής τα τελευταία 50 χρόνια δεν έχει αλλάξει και δεν είναι άλλη από το να κάνει κριτική και να βοηθάει τους ανθρώπους σε εποχές κοινωνικής και πολιτικής αβεβαιότητας.
Από αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο και με ανανεωμένο χορευτικό ποπ/ροκ ήχο έγραψαν τον νέο τους δίσκο οι Portugal. The Man, για τον οποίο σχολιάστηκε πολύ εύστοχα πως «υπόσχεται συνεχώς διαμαρτυρία, αλλά τελικά αυτό που προσφέρει είναι ένα πάρτι». Προϊόν της ίδιας λογικής είναι και η τεράστια επιτυχία τους «Feel it still».
Δανειζόμενοι πολλά ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία (για τη χρήση των οποίων πλήρωσαν μεγάλα ποσά) από το '60s τραγούδι «Please, Mr.Postman» των Marvelettes, έγραψαν ένα γκρουβάτο, ρετρό χιτάκι το οποίο χορεύεται από αμέτρητο κόσμο στα μπαρ και στα κλαμπ ολόκληρου του πλανήτη, αλλά στο εσωτερικό του κρύβεται ένας (αυτο)κριτικός σχολιασμός σχετικά με τους επαναστάτες και τους ιδεολόγους του καναπέ, με το χαρακτηριστικό ρεφρέν «I'm a rebel just for kicks, now».
«Δεν με νοιάζει αν πουν ότι ξεπουληθήκαμε. Νιώθω χαρούμενος και περήφανος που καταφέραμε να πούμε κάτι σημαντικό στο ραδιόφωνο. Ακούω όλα τα τραγούδια που παίζονται και είναι μπούρδες, κανείς δεν λέει τίποτα αξιόλογο» σχολίασε σε μια συνέντευξη ο Kyle O'Quin (πλήκτρα), κι έχει δίκιο.
Μέσα στον χαμό από αδιάφορα ποπ/ροκ κομμάτια που κυριαρχούν στο εμπορικό ραδιόφωνο και τα charts, το «Feel it still» είναι αληθινά διασκεδαστικό κι έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Μακάρι όλα τα «ξεπουλήματα» να ήταν τόσο απολαυστικά.