Υπήρχε ένα μικρό σχετικά άρθρο στην «Guardian» τις προάλλες που έλεγε ότι οι συλλογές «best of» οδεύουν προς αργό θάνατο εξαιτίας του streaming. Οι μόνες συλλογές με τα καλύτερα που κυριάρχησαν στις πωλήσεις πέρσι ήταν το «100» της Vera Lynn και το «50 Greatest Hits» του Elvis Presley.
To 2012 οι τελικές λίστες της χρονιάς με τις πωλήσεις περιλάμβαναν μόνο έξι συλλογές και το 2008, δεκατρείς. Η πτώση είναι εμφανέστατη και απολύτως αναμενόμενη. Για παράδειγμα, γιατί να αγοράσεις μια συλλογή όταν μπορείς να φτιάξεις τη δική σου στο Spotify, ειδικά όταν μπορείς να αφήσεις απέξω τα κομμάτια που βαριέσαι;
Η πιο αξιοπερίεργη είδηση όμως που μπορεί να πετύχει κάποιος τελευταία σχετικά με τη μουσική είναι ότι υπάρχει μια τάση των καλλιτεχνών να ηχογραφούν από την αρχή παλιότερα άλμπουμ τους, να τους κάνουν κάτι σαν remake, όπως οι ταινίες. Για τα τραγούδια, μια τέτοια πρακτική δεν θεωρείται κάτι ασυνήθιστο. Στο παρελθόν, αρκετοί μουσικοί γυρνούσαν συχνά στο παλιότερο υλικό τους.
Στην ουσία δεν κάνουν κάτι καινούργιο, αλλά είναι πιο ιδιαίτεροι και φιλόδοξοι μουσικά από αρκετά ανάλογα βρετανικά συγκροτήματα που βγήκαν στις αρχές των '00s και υποτίθεται ότι θα αναβίωναν ένα παλιό ήχο, στην πραγματικότητα όμως έπαιζαν καμουφλαρισμένη britpop.
Σε περιπτώσεις όπως αυτή του Φρανκ Σινάτρα, που είναι ο ορισμός του κρούνερ, του αισθαντικού ερμηνευτή δηλαδή, επιβάλλοταν η δισκογραφία του να περιέχει επανεκτελέσεις λόγω της φύσης των τραγουδιών που ερμήνευε και της ηλικίας του κάθε φορά – θα ακουγόταν γελοίο να τραγουδάει ερωτοτράγουδα ο Φράνκι με την ίδια καψούρα στα 80 του.
Ένας λόγος που εξηγεί το πρόσφατο φαινόμενο είναι ότι οι καλλιτέχνες θεωρούν πως κάποια άλμπουμ τους δεν είναι ολοκληρωμένα επειδή οι συνθήκες της αρχικής τους ηχογράφησης δεν ήταν οι καλύτερες. Ας μη γελιόμαστε, όμως, οι κυριότεροι λόγοι που κάποιος επιχειρεί κάτι ανάλογο σήμερα φαίνεται να είναι καθαρά οικονομικοί.
Οι μουσικοί ηχογραφούν από το μηδέν παλιότερο υλικό τους όσο πιο πιστά γίνεται επειδή δεν είναι πια δέσμιοι ενός συμβολαίου με μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία και προσπαθούν να μαζέψουν όσα μπορούν, βασιζόμενοι στην επιτυχία της δουλειά τους κατά το παρελθόν και στα χαμένα δικαιώματα που θέλουν να επανακτήσουν.
Υπάρχουν, βέβαια, πάντα και αυτοί που θέλουν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο πιο παραγνωρισμένο έργο της δισκογραφίας τους.
Τέλος πάντων, σε αυτό το «δυστοπικό» για τη μουσική βιομηχανία τοπίο δεν προκαλεί έκπληξη η δήλωση των Shame, του πιο φρέσκου ροκ συγκρότηματος που έχει ξεπηδήσει από τη Βρετανία την τελευταία πενταετία, ότι το να είσαι ροκ-σταρ σήμερα είναι κάτι προσβλητικό. Τι να πουν, δηλαδή, κι αυτοί στη Βρετανία του Brexit; Αν είχαν βγει άλλες εποχές, θα τους υποδέχονταν με δάφνες από το πρώτο τραγούδι που θα έπεφτε στο Διαδίκτυο. Τώρα μετράς τα views που έχουν κάνει στο YouTube (δεν είναι πολλά) και δεν ξέρεις αν γίνεται τόσος χαμός για την πάρτη τους όπως το παρουσιάζουν τα βρετανικά μέσα.
Η αλήθεια είναι ότι είχε καιρό να εμφανιστεί μια ροκ μπάντα με τόση δυναμική στο νησί. Βασικά, αν το καλοσκεφτείς, δεν υπήρχε τίποτα. Μπορεί ο μουσικός Τύπος να τους αντιμετωπίζει σαν τους νέους Oasis, αυτή η αλλεργία τους για το σταριλίκι όμως τους διαφοροποιεί από κάτι καμένους τύπους όπως οι Fat White Family που νομίζεις ότι έχουν δαιμονιστεί από το πνεύμα του Liam Gallagher κάθε φορά που γράφουν κάτι στο Τwitter. Οι Shame μπορεί να καλύπτουν ένα τεράστιο κενό χωρίς να το καταλαβαίνουν, δεν δείχνουν όμως να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να γίνουν άξιοι συνεχιστές της britpop παράδοσης όπως την έχουμε γνωρίσει.
Επιτέλους, βρέθηκε ένα συγκρότημα που ξεφεύγει από την απόλυτη βαρεμάρα που μάστιζε την κιθαριστική σκηνή της Γηραιάς Αλβιώνας εδώ και καιρό. Τελικά, δεν είναι οι μόνοι, όπως φαίνεται. Είναι μέρος μιας μικρής, αλλά ανερχόμενης σκηνής που μπορεί να συναντήσει κάποιος στο νότιο Λονδίνο αυτήν τη στιγμή και αποτελείται από σχήματα όπως οι Sorry, οι Goat Girl, οι Dead Pretties και οι πιστοί στο glam HMLTD(ομολογώ ότι αυτοί οι τελευταίοι με σόκαραν λίγο). Πρόκειται για μια σκηνή που γεννήθηκε από την ανάγκη επικοινωνίας, σύμφωνα με τους Shame.
«Ήταν περίεργο να συναντάς συνομηλίκους σου που τους άρεσε η ίδια μουσική» λέει o Charlie Steen, ο χαρισματικός τραγουδιστής του πενταμελούς γκρουπ. «Αρκετά άτομα που γνωρίζαμε στο σχολείο έπαιρναν χάπια και πήγαιναν μόνο σε βραδιές techno. Τότε αρχίσαμε να συναντάμε κόσμο που ασχολιόταν με κάτι που δεν πιστεύαμε ότι υπήρχε πια». Και εννοεί, φυσικά, την ανεξάρτητη κιθαριστική μουσική.
Για 20άρηδες, πάντως, είναι πολύ μετρημένοι και αρκετά κωλόφαρδοι, επειδή δεν χρειάστηκε να πληρώσουν ούτε μία πένα για να συντηρήσουν το χόμπι τους − κάτι που απλώς δεν γίνεται στο πανάκριβο Λονδίνο όπου ζουν και το αναγνωρίζουν. Ο πατέρας του κιθαρίστα τους Charlie Forbes ήταν ο καλύτερος φίλος του ιδιοκτήτη μιας παλιάς παμπ κι έτσι, για 15 μήνες, περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου τους εκεί ως μαθητές, κάνοντας πρόβες τσάμπα και συνομιλώντας με τους εκκεντρικούς θαμώνες της παμπ, που ναι μεν τους συμβούλευαν να μείνουν μακριά από την ηρωίνη, αλλά όταν τελείωναν το κήρυγμα πήγαιναν στις τουαλέτες και κάπνιζαν ό,τι παράνομο έβρισκαν. Ήταν τόσο άβγαλτοι, που δεν κατάλαβαν, παρά μόνο αργότερα, ότι έκαναν παρέα με άτομα εξαρτημένα από τα ναρκωτικά.
Η τύχη τους πάντως δεν στέρεψε όταν έκλεισε η παμπ για να γίνει gastropub. Είχαν γνωρίσει ήδη τους κατάλληλους ανθρώπους ώστε να μπορέσουν να κλείσουν ένα στούντιο αλλά και μουσικούς που τους καθοδήγησαν στα πρώτα τους βήματα. Το βίντεο για το «Gold Hole» το έχει σκηνοθετήσει, μεταξύ άλλων, η Mica Levi, που τους τραβάει συχνά βίντεο live.
Κατάφεραν να υπογράψουν στην αμερικανική ανεξάρτητη Dead Oceans και τo πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Songs of Praise» κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες. Έχει κι ένα χαριτωμένο εξώφυλλο, την μπάντα να κρατάει τρία γουρουνάκια. Τραγουδάει ο Steen στο post-punk χιτάκι τους «One Rizla»: «My nails ain't manicured, My voice ain't the best you 've heard/ And you can choose to hate my words, but do I give a fuck?».
Shame - One Rizla
Στην ουσία δεν κάνουν κάτι καινούργιο, αλλά είναι πιο ιδιαίτεροι και φιλόδοξοι μουσικά από αρκετά ανάλογα βρετανικά συγκροτήματα που βγήκαν στις αρχές των '00s και υποτίθεται ότι θα αναβίωναν ένα παλιό ήχο, στην πραγματικότητα όμως έπαιζαν καμουφλαρισμένη britpop. Ακόμη κι αν θεωρείς αυτήν τη μουσική μπαγιάτικη, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν κάποιες καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω τους είναι φρέσκος για τέσσερα λευκά αγόρια που αποφάσισαν να πιάσουν τις κιθάρες. Έχουν ένα υποδειγματικό ήθος, όπως διαβάζεις παντού.
Γενικά, πάντως, το post-punk ίσως είναι ιδανικός ήχος για τις μηδενιστικές μέρες τους Brexit. Ένα άλλο πράγμα που προσωπικά μού έχει κάνει εντύπωση είναι ότι οι συνεντεύξεις που δίνουν μου δημιουργούν ένα αίσθημα déjà vu από συνεντεύξεις που διάβαζα και παίρναμε από τους μουσικούς τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Σχεδόν πέφτω πάνω σε παρόμοιες ερωτήσεις που έκανα πριν από μερικά χρόνια σε συγκροτήματα για το αν ασχολούνται με την πολιτική, πώς βλέπουν το Brexit, ακόμα κι αν είναι βιώσιμο αυτό που κάνουν.
Για να επανέλθω στο συγκρότημα, αρχικά απέφευγαν να απαντούν σε πολιτικές ερωτήσεις, τελικά όμως «υπέκυψαν». Προδόθηκαν από το εξώφυλλο που χρησιμοποίησαν για το κομμάτι «Visa Vulture» που δείχνει την Τερίσα Μέι ως βαμπίρ. «Δεν μπορείς να αποφύγεις την πολιτική» λέει ο Steen. «Ως άνθρωπος έχεις τις δικές σου πολιτικές απόψεις. Το θέμα είναι αν θέλεις να τις μοιραστείς ή όχι». Τέλος, όσον αφορά τα views στο YouTube, υποθέτω ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη.
Shame - Visa Vulture
σχόλια