ΣΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ, ολοσκέπαστη από γαζίες και μπουκαμβίλιες, ίσα ίσα η πύλη της ανοιχτή. Έτσι σαν όνειρο! Ανθισμένο μονοπάτι έβγαζε εκεί, δέντρα πελώρια και νερά κελαριστά, όαση της ψυχής και του κορμιού. Σα να σιγανοπερπατούσα μέσα σε παραμυθένια ζωγραφιά, πέρα απ' την άγρια κάψα της ημέρας εκείνης, είκοσι δύο Ιουλίου, βαφτισμένος σ' ένα φως ολύμπιας γαλήνης. «Στην πόρτα του παράδεισου μια νύχτα με τ' αγιάζι ένα πουλάκι κάθεται με πόνο και μαράζι...» τραγουδώντας.
Είχα ώρα απέξω, μ' έτρωγαν οι δισταγμοί. Στέκομαι στον πρόναο να πιάσω ένα κεράκι, τρέμει το χέρι μου, δε φτάνει ως το παγκάρι. Κάλλιο να προτιμούσα της ζητιάνας απέξω το κερί, πιο πολύ θα σου πήγαινε, ήσουν των πράξεων των καλών, κι ας μας άφηνες επίτηδες –για να μας δοκιμάσεις– να πιστεύουμε ότι ήσουν αγαθός, ας ξεχώριζες αμέσως με την οξυμμένη κρίση σου το αυθεντικό απ' το σκάρτο, τον αναγκεμένο απ' τον επιτήδειο, τον τσακισμένο φουκαρά απ' τον επαγγελματία επαίτη. Είχα προχωρήσει κι είχα σταθεί παγωμένος, ωχρός, απέναντί σου με το μυαλό άδειο από σκέψεις και την αίσθηση μιας στυφής υγρασίας να μ' έχει κυριεύσει ως το μεδούλι. Σε λίγο θα σε πάρουν. Με μυρτιά και πικροδάφνη. Και την κληρονομιά μιας ακόμη ορφάνιας βαριάς ν' αφήνει τη σφραγίδα της στο υπόλοιπο της ζωής μας.
Ήσουνα με το σακατλίκι, με όσους στραβογέρνουν και στραβοπατούν, μ' εκείνους που τραβήξανε δρόμους λοξούς, που πατήσανε σάπιο σανίδι, τους παρίες του μισοσκόταδου, τους αμνούς τους απολωλότας, τους πεινώντας και διψώντας για δικαιοσύνη.
Ακούω τα τραγούδια σου, τους πικροαναστεναγμούς σου, άνθρωπε καλέ και ακριβέ, με τα μάτια βρύσες στερεμένες. Προσκυνητή ταπεινέ σε χώρα ακαταχώρητη άστεγων ονείρων, αξεδίψαστε μοναχοπεριπατητή, απαρηγόρητο συριανό μου αγριοπερίστερο. Ψέμα ήταν πως θα σε πήγαιναν αλλού για να σε κάψουν. Σε ψάλλουν άγγελοι μ' εκρηκτικά στις τσέπες. Όλα μυρίζουνε μπαρούτι εδώ. Μπαρούτι να μοιραστεί στους μυημένους στην ομερτά μια ρεβάνς που δεν πάρθηκε ποτέ για τους αδικημένους χρόνων αμέτρητων των μύθων και της ιστορίας του κόσμου τούτου. Κάποιοι, ψυλλιασμένοι, με το άχθος της ενοχής, τρέχουν να φυλαχτούν πίσω απ' τους κίονες και κάτω απ' τ' αναλόγια. Πρόπερσι τέτοιον καιρό γίνονταν παρανάλωμα πατριώτες μας στο Μάτι. Άκοντες οι άμοιροι εκείνοι. Ενώ κι εσύ, εκών, όπως ακούστηκε, παραδινόσουν στη φωτιά.
Την Παπαδάκη φέτος την κάναν αίθουσα θεάτρου – να μην παραπονιέσαι. Κανείς δεν έβγαλε άκρη από εκείνο τον παλιό λογαριασμό. Ξαναδιαβάζουμε πάλι αρχαία τεφτέρια, ξαναμετράμε τα βερεσέδια. Για τα εμφύλια σαράκια τους και στον άλλο αιώνα θα τρώγονται οι Έλληνες. Μυρίζει τώρα μπαρούτι και λιβάνι. Ακούγονται ψιθυριστά οι ψαλμουδιές απ' την Ωραία Πύλη. Σαν πνιγμένες οιμωγές σε κατακόμβη-καταφύγιο θηραμάτων. Οι άγιοι και οι όσιοι κατεβαίνουν απ' τα εικονίσματα κι ανακατεύονται με το πλήρωμα του ναού. Σε λίγο θα σε πάρουν. Ψέματα πως πας να γίνεις στάχτη.
Πεταρίζει η καρδιά μου. Ήσουν φίλος ωραίος, αποχαιρετούσες μ' ευλογίες κι ευχές, πλάγιαζα κι είχα ένα φως παραμυθίας να με ζεσταίνει για καιρό. Ανέκδοτα, καλαμπούρια, γέλια αστείρευτα. Εκατέρωθεν. Κάποτε άφηνες να ανθιστώ κάτι απ' τις επτασφράγιστες μυστικές ομολογίες σου, «τα άδηλα και τα κρύφια». Και συμβουλές! «Ακούτε ρε παιδιά, τον θείο Μάνο, δε θα χάσετε!». Τώρα οι άγιοι σε κοιτούν και σου χαμογελούν. Τα κεράκια στα χέρια μας γίνονται φωτιές να μας ζεστάνουν.
Ήσουνα με το σακατλίκι, με όσους στραβογέρνουν και στραβοπατούν, μ' εκείνους που τραβήξανε δρόμους λοξούς, που πατήσανε σάπιο σανίδι, τους παρίες του μισοσκόταδου, τους αμνούς τους απολωλότας, τους πεινώντας και διψώντας για δικαιοσύνη. Τα σεκλέτια τα ασήκωτα, τα πένθη και τα σαρανταλείτουργα, «τη φτώχια που μας έχει γονατίσει» –που έκανε τραγούδι του καημού κι ο Άκης Πάνου–, τις λιτανείες αυτών που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα. Σαν τον Ευριπίδη κι εσύ να σε κεντρίζουν εσαεί τα πάθη τα ανθρώπινα, κι απ' τον Γολγοθά των τεταπεινωμένων να σκαρφαλώνεις, αχθοφόρος του δικού σου σταυρού, μέσα από ένα αόρατο μονοπάτι για μια συνομιλία με τις ψυχές του Άδη, με τους υπερχθόνιους δαίμονες, με τον άπιαστο κόσμο των αγγέλων. Βαθιά κι αθεράπευτα «ελληνικός»! «Όσο μεγαλώνεις πιο πολύ θα πονάς», μου 'λεγες. Γι' αυτό ειν' αρρώστια τα τραγούδια, τι θαρρείς, όταν βγαίνουν από ψυχές άδολες και σωθικά φαρμακωμένα.
Έφερνες κάπου κάπου στο φως κανένα απ' τα μυστικά σου τ' αφανέρωτα, καρδιά μου σακατεμένη κι αδικαίωτη, κι έπαιρνες το δρόμο πίσω να γυρίσεις από μέσα το κλειδί στο ασκηταριό σου. Να ησυχάσεις απ' τα κούφια τα λόγια, χορτασμένος από ματαιότητες, στερήσεις και απαγορεύσεις, απιστίες και προδοσίες. Σου είχα τάξει να σ' έχω συντροφιά μου, στις διαδηλώσεις, στα συμπόσια, στις ερωτικές μου κατανύξεις. Αγαπούσες γιατί ήξερες να γερνάς. Να γερνάς, να γυρνάς πίσω σου και να καταδέχεσαι μετανιωμένος ότι είχες βιαστικά προσπεράσει. Να γερνάς και να γέρνεις. Να σκύβεις ευλαβικά προς το χώμα που σε γέννησε. «Χους εκ χοός» γνώριζες. Και απήλθες. Ποιητής του φαρμακωμένου μας καιρού! Πνεύμα αδούλωτο! Με φωτιές! Πληγιασμένος αλλά μακάριος!
Μόνο της Φραγκογιαννούς τα πάθη θα μείνουν εδώ, μαζί μας. Για όσους ζωντανούς. Εις τους αιώνας των αιώνων!