Όταν ο Μάνος Ελευθερίου αφηγήθηκε τη ζωή του στη LiFO

Όταν ο Μάνος Ελευθερίου αφηγήθηκε τη ζωή του στη LifO Facebook Twitter
O Mάνος Ελευθερίου φωτογραφημένος από τον Αλέξανδρο Φιλιππίδη για το τεύχος 46 της LIFO
0

Πολλές φορές βλέπω στον ύπνο μου σκηνές από την παιδική μου ηλικία. Είμαι καθισμένος στην τάξη και με σηκώνει ο δάσκαλος να πω μάθημα και, βεβαίως, δεν ξέρω. Αυτός ο τρόμος τού να μην ξέρω το μάθημα, με ακολουθεί πάντα. Όπως και ο τρόμος των μαθηματικών. Ως παιδί, στο δημοτικό διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Την εφημερίδα που παίρναμε καθημερινώς τη μάθαινα απ' έξω. Το ίδιο και το αναγνωστικό, αλλά καλός μαθητής δεν υπήρξα ποτέ. Άργησα να μάθω ότι υπήρχαν βιβλία λογοτεχνίας.

Η Σύρος, όπου γεννήθηκα, δεν είχε καμία αίγλη, παρά μόνο απόλυτη φτώχεια. Ειδυλλιακές στιγμές θυμάμαι ελάχιστες, από εκδρομές που πηγαίναμε στα χωριά. Μου 'ρχεται στη μνήμη η εικόνα απ' όταν βγάζαμε αχινούς από τη θάλασσα, τους ανοίγαμε με προσοχή, ρίχναμε λεμόνι και τους τρώγαμε. Η αστική τάξη είχε αποδράσει προ πολλού στην Αθήνα και αλλού. Τα αρχοντικά τους έρεβαν. Στην Κατοχή ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού πέθανε από την πείνα. Κατηγορούσαν τους Καθολικούς που είχαν τα χωράφια και τα καλλιεργούσαν, αλλά η σοδειά τους πήγαινε στους Γερμανούς και τους Ιταλούς.

Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και όταν ξέσπασε ο πόλεμος αποκλείστηκε στο εξωτερικό. Τον γνώρισα στα επτά μου, μετά την απελευθέρωση. Ξαφνικά, ήρθε ένας ξένος κι έμεινε στο σπίτι μας. Μέχρι τότε ήμασταν εγώ, η μικρότερη αδελφή μου και η μητέρα μου. Μετά, προστέθηκαν και άλλα δυο αδέλφια.

Λυπάμαι για ό,τι κακό γίνεται στην Αθήνα και χαίρομαι έστω και για το ένα πετραδάκι που μπαίνει. Είναι ο τόπος όπου μεγάλωσα και καθώς εδώ μάλλον θα πεθάνω, θέλω να είναι ένας ωραίος τόπος. Με φοβίζει ότι κανένας δεν σκέφτεται το μέλλον αυτού του τόπου.

Πρωτοάρχισα να βλέπω θέατρο στην ηλικία των 12. Είδα μερικούς θιάσους επιθεωρησιακούς και κάποια μπουλούκια. Θυμάμαι σπουδαίους θεατρίνους που τους ξαναείδα αργότερα στην Αθήνα, όπως ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Κυριάκος Μαυρέας, που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος Έλληνας κωμικός, η Μπέμπα Δόξα, μια δόξα πραγματική. Δεν ένιωθα ακόμα καμιά καλλιτεχνική τάση. Εγώ, εκείνα τα χρόνια, έλεγα ότι θα γίνω μηχανικός στα καράβια. Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Όπως δεν ήξερα τι σήμαινε να είναι κανείς λογοτέχνης, μέχρι που άκουσα τη λέξη πρώτη φορά από έναν καθηγητή μου με αφορμή το θάνατο του Ξενόπουλου και κάτι σκίρτησε μέσα μου.

 

 Οι στίχοι του για τη «Μαρκίζα» του Γιάννη Σπανού, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα και διαρκούν ως σήμερα...

Στα 14 ήρθαμε με την οικογένειά μου στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια μείναμε στο Χαλάνδρι. Εκεί γνώρισα σπουδαίες παρέες, τις οποίες διατηρώ μέχρι σήμερα. Το 1960 μετακομίσαμε στο Νέο Ψυχικό και έκτοτε, δηλαδή τα τελευταία 55 χρόνια, ζω εδώ. Όσο ζούσαν οι γονείς μου, έμενα μαζί τους. Δεν σκέφτηκα ποτέ να μείνω μόνος.

Με ενδιέφερε να γράψω θέατρο κι έτσι γνώρισα τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος με ώθησε να παρακολουθήσω μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Παράλληλα, παρακολουθούσα δωρεάν όλες τις παραστάσεις του κι έτσι είδα σπουδαίες ερμηνείες της Παξινού και του Μινωτή. Εκεί, εν έτει 1955, συνάντησα πολλούς μετέπειτα γνωστούς ηθοποιούς, αλλά και τον Μάνο Χατζιδάκι που έκανε πρόβες σε μια τραγωδία. Μετά, γράφτηκα στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου, όπου είχα καθηγητές τον σπουδαίο Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου.

Η μαθητεία μου στα βιβλία μού έκανε καλό. Συνειδητοποίησα από νωρίς ότι ήμουν ένας προοδευτικός άνθρωπος, χωρίς όμως να με ενδιαφέρουν τα κόμματα. Ήξερα ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένα κουτάκι ξεχωριστό που κλείνει διάφορα μέσα του.

Μπήκα πρώτη φορά σε καφενείο στου Ζαχαράτου, το ωραιότερο της Αθήνας. Καθόμασταν με την παρέα μου ανάμεσα σε υπέργηρους κυρίους και συζητούσαμε με τις ώρες. Ένα διάστημα δούλεψα στο Jimmy's Bar, γωνία Βαλαωρίτου και Βουκουρεστίου. Η Αθήνα τότε μου φαινόταν σαν προέκταση της Ερμούπολης. Άρχισα να συλλέγω παλιές καρτ-ποστάλ και νόμιζα ότι όλη η Ελλάδα ήταν έτσι. Μετά το 1962 άρχισαν τα δυσάρεστα, να γκρεμίζουν όλα τα νεοκλασικά και να κτίζουν πολυκατοικίες. Καθ' όλη τη δεκαετία του '60 υπήρχε μεγάλη οικοδομική άνθιση.

Όταν ο Μάνος Ελευθερίου αφηγήθηκε τη ζωή του στη LifO Facebook Twitter
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LiFO

Τα πολιτικά γεγονότα της εποχής τα έζησα από κοντά. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά τις συγκεντρώσεις της Ενώσεως Κέντρου, του ΚΚΕ, της ΕΡΕ του Καραμανλή. Όπως και τις κηδείες του Πέτρουλα και του Λαμπράκη. Χιλιάδες κόσμου είχε κατέβει και οι μπετατζήδες κρατούσαν τα χέρια τους σταυρωτά ώστε να συγκρατήσουν το πλήθος μακριά από τα φέρετρα. Το ότι υπήρχε άγριο παρακράτος το ένιωθες. Υπήρξε μια ανάσα όταν έγινε πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά η αστυνομία ήταν παντού. Σου ζητούσαν ταυτότητα ακόμα και στο ζαχαροπλαστείο όπου καθόσουν. Ήταν άγρια χρόνια και δεν θα ήθελα να επιστρέψουν.

Κατάλαβα ότι είμαι συγγραφέας, ότι θα αφιερωθώ σε αυτό, όταν πήγα στρατιώτης. Ιδίως από τον Αύγουστο του 1960 που βρισκόμουν στα Γιάννενα. Είχα ένα καλό πόστο σε γραφείο και είχα πάρα πολλές ώρες ελεύθερες. Μου είχαν παραχωρήσει και μια γραφομηχανή σε μια μικρή αποθήκη που είχα σαν δικό μου δωμάτιο κι έγραφα ακατάπαυστα, θεατρικά έργα και ποιήματα. Τα περισσότερα τα έσκισα μετά το τέλος της θητείας μου και σώθηκαν μόνο τρία που είχα ξεχάσει μέσα στον Τοίχο του Σαρτρ, τον οποίο μού έστειλε η αδελφή μου να τον διαβάσω. Νόμιζα ότι τα είχα καταστρέψει, αλλά αυτά επέζησαν από αυτή την παραξενιά της τύχης. Δεν ήταν της προκοπής. Δεν χρειαζόταν να μου το πεις κάποιος, το καταλάβαινα. Έκανα παρέα τότε με τον Αλέξη Δαμιανό, ο οποίος τα έβρισκε πολύ «ποιητικά».

Έβγαλα τον Συνοικισμό, τη πρώτη μου ποιητική συλλογή, το 1962, με 1.500 δραχμές που μου έστειλε ο πατέρας μου. Τεράστια αποτυχία, αν και έγραψαν δυο-τρεις άνθρωποι. Θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση ότι έδωσα πέντε αντίτυπα στον Στρατή Φιλιππότη, όπως και στον κύριο Παπαδόπουλο, στο ελληνικό τμήμα του εξαίσιου βιβλιοπωλείου του Ελευθερουδάκη, γωνία Σταδίου και πλατεία Συντάγματος. Μου ζήτησε κι έκανα μια μεγάλη αφίσα 50x70, την οποία έβαλε στη βιτρίνα. Πουλήθηκαν μερικά κι έτσι πήρα κάποια λεφτουδάκια. Τα υπόλοιπα αντίτυπα τα κατέστρεψα –η πρώτη από τις τρεις καταστροφές βιβλίων μου που έκανα– και κράτησα μόνο ένα.

Όσο βρισκόμουν στα Γιάννενα, ο φίλος Βαγγέλης Καπετανάκης μου ζήτησε να γράψω στίχους για τραγούδια για τον Κώστα Καπνίση. Τα έγραψα, αλλά ποτέ δεν έμαθα την τύχη τους. Ούτε τον ρώτησα ποτέ, αν και καρδιακός φίλος. Ανάμεσά τους ήταν και το «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα έδωσα στον Μίκη Θεοδωράκη. Πάντως, εκείνος μου πέρασε το μικρόβιο, μου άρεσε η ιδέα και άρχισα να γράφω τραγούδια. Μέχρι τότε άκουγα μόνο λαϊκά από το ραδιόφωνο. Εκεί που έπαθα το πραγματικό τραμπάκουλο ήταν όταν μου έβαλε ο Σάββας Χαρατσίδης να ακούσω από ένα δισκάκι 45 στροφών τα τραγούδια του Θεοδωράκη σε στίχους Γιώργου Σεφέρη με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αυτή ήταν η μεγάλη ανατροπή της ζωής μου. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει με το ελληνικό τραγούδι, ότι κάτι άλλαζε, ότι επιτέλους φεύγαμε από την τρομοκρατία της ομοιοκαταληξίας, οδηγούμασταν στον ελεύθερο στίχο, αυτό που ήθελα να κάνω και ο ίδιος.

Έπιασα δουλειά τον Οκτώβριο του 1963 στο «Reader's Digest», όπου έμεινα για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα μου βιβλία με διηγήματα και γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές. Θα τα χαρακτήριζα καφκικά. Άρεσαν πολύ σε ανθρώπους όπως ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Η Ελένη Ουράνη, σε μια στιγμή έξαρσης, μου χάρισε τα χειρόγραφα του άντρας της.

Όταν με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης στη Νέα Σμύρνη να ακούσω τη μελοποίηση των τραγουδιών μου ένιωσα σαν να έπαιρνα το παράσημο της περικνημίδος! Δυστυχώς, ήταν λίγο πριν από τη χούντα και τελικά τα ηχογράφησε στο Παρίσι το 1971 με τον Αντώνη Καλογιάννη και τη Μαρία Δημητριάδη. Ο Μίκης ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που ενδιαφέρονταν για στίχους με κοινωνικά θέματα. Έκανε αντίσταση ακόμα και σε αυτό. Ακολουθούσαν ο Δήμος Μούτσης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο οποίος θέλησε να τραβήξει έναν νέο δρόμο στη δισκογραφία, κάτι που το κατόρθωσε και το επέβαλε. Έτσι ήταν και ο Μικρούτσικος και ο Νικολόπουλος. Στον καθένα έδινα εκείνο που του πήγαινε περισσότερο ως ψυχοσύνθεση και προσωπικότητα.

Όταν ξεκινάω να γράψω ένα νέο τραγούδι, λέω από μέσα μου έναν στίχο: «Στης ερημιάς την πόρτα». Σκέφτομαι μια πόρτα στο αέρα και ξεκινάω να γράφω. Θα μπορούσα να μην ανοίξω την πόρτα. Πρώτο μεγάλο μου σουξέ ήταν το «Ο χάρος βγήκε παγανιά» με τον Μητροπάνο το 1971. Έβγαλα πάρα πολλά λεφτά, αν και θα είχα βγάλει ακόμα περισσότερα, αν έγραφα ερωτικά. Θα είχα πάρει ένα σπιτάκι, ώστε να μην είμαι τώρα στο ενοίκιο. Πάντως, τα λεφτά έπιασαν τόπο, αγοράζοντας έργα τέχνης και σπάνια βιβλία, τα οποία μπορούν να πουληθούν σε δύσκολες εποχές.

Καθιερώθηκα με τη «Θητεία» το 1974, αν και είχε γίνει μεγάλο άνοιγμα ήδη από το 1971 με τον «Άγιο Φεβρουάριο» και μετά με τα «Τροπάρια για φονιάδες» το 1977. Ιδανικό ερμηνευτή των τραγουδιών μου θα έλεγα τον Γιώργο Νταλάρα στο «Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια». Ιδανικά, επίσης, είπε η Βίκυ Μοσχολιού τη «Μαρκίζα». Πολλά από τα τραγούδια που έδινα μού τα επέστρεφαν και με το δίκιο τους. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθέτες έχουν μυαλό και δεν είναι τα ζώα που λένε. Το να γράφεις τραγούδια είναι εντελώς διαφορετικό από την ποίηση ή τα πεζά. Πρόσφατα τόλμησα ορισμένα νέα πράγματα με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και κατάλαβα ότι ανάλογα θα μπορούσα να έχω γράψει και στο παρελθόν.

 

 Ακόμη μια σπουδαία στιχουργική στιγμή του: ο «Άγιος Φεβρουάριος» του Δήμου Μούτση

Η επιτυχία μού άνοιξε πολλές πόρτες, αλλά μου έκλεισε άλλες. Άρχισα να γράφω μυθιστορήματα και άλλα βιβλία. Έτσι, επανήλθα στην παλιά μου αγάπη, το θέατρο, με την Εποχή των Χρυσανθέμων, για μια πρωταγωνίστρια του 19ου αιώνα, και τη Γυναίκα που πέθανε δυο φορές, όπου μέσα από τη ζωή της Ελένης Παπαδάκη θίγω την ανθρωποθυσία που έγινε στην Ελλάδα. Πήγαν χιλιάδες άνθρωποι και από τις δύο πλευρές, τζάμπα και βερεσέ.

Φοράω κασκέτο από τα 25 μου γιατί είχα πάντα φαλάκρα και κρύωνα. Δεν το έκανα από στυλ. Έχω καμιά πενηνταριά κασκέτα στη συλλογή μου κι όποιος θέλει έρχεται και παίρνει.

Έκλεισα 60 χρόνια στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο, αλλά τιμώ πάντοτε την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Σύρο. Λυπάμαι για ό,τι κακό γίνεται στην Αθήνα και χαίρομαι έστω και για το ένα πετραδάκι που μπαίνει. Είναι ο τόπος όπου μεγάλωσα και καθώς εδώ μάλλον θα πεθάνω, θέλω να είναι ένας ωραίος τόπος. Με φοβίζει ότι κανένας δεν σκέφτεται το μέλλον αυτού του τόπου.

Η συνέντευξη δόθηκε στα πλαίσια της ενότητας Οι Αθηναίοι

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 22.7.2018

Οι Αθηναίοι
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT