«H Φυτίνη είναι ένα ελληνόφωνο DIY label για την παραγωγή queer, performative, πειραματικής μουσικής και υβριδικών ηχητικών μέσων». Τούτo διαβάζουμε στο fytini.com… και μπορώ να πω πως είναι αρκετά ξεκάθαρο σαν προσδιορισμός. Παρά ταύτα αξίζει να πούμε λίγα λόγια παραπάνω…
Η ετικέτα επιχειρεί να δώσει σχήμα και μορφή στο ηχητικώς απροσδόκητο και το κοινωνικο-αισθητικώς αποκλεισμένο, έχοντας σαν βασικό της στόχο (έτσι το αντιλαμβάνομαι) την αποδραματοποίηση της pop. Υπάρχει η διάθεση, δηλαδή, να προσφερθεί χώρος στο αρχέτυπο και το πρωτόλειο, σε ό,τι αποτελεί, κάθε φορά, την βαθιά ουσία της μουσικής έκφρασης, και που καλύπτεται συχνά κάτω από τα αλλεπάλληλα στρώματα μιας, άψογης κατά τα λοιπά, επαγγελματικής παραγωγής.
Στην περίπτωση της ομάδας Φυτίνη, οι μουσικές παραγωγές της μοιάζουν παιδικές, και άρα απαλλαγμένες, από θέση, από οποιαδήποτε αίσθηση... άγχους. Το «άγχος» μεταφράστε το σε επίδειξη, σε υψηλή καλλιτεχνία, σε ευρεία αποδοχή, σε κέρδος...
Στην περίπτωση της Φυτίνης οι μουσικές προτάσεις μοιάζουν παιδικές, και άρα απαλλαγμένες, από θέση, από οποιαδήποτε αίσθηση… άγχους. Το «άγχος» μπορείτε να το μεταφράσετε σε… επίδειξη, υψηλή καλλιτεχνία, ευρεία αποδοχή, κέρδος και τα λοιπά.
Όπως παίζεις (σαν παιδί) χωρίς υστεροβουλία, δίχως την ανάγκη ν’ αποδείξεις τίποτα που να σχετίζεται με τον κόσμο των μεγάλων, έτσι κάπως κινείσαι και στο στούντιο καταγράφοντας ένα ηχητικό παιγνίδι. Φυσικά υπάρχουν επιρροές, όπως και αναφορές στις μουσικές των… μεγάλων, μόνο που κι εκείνες διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν.
Αυτή η πυρηνική αντίληψη αφορά στις παραγωγές των ΦΥΤΑ και της Φυτίνης που έχω ακούσει… και με την ευκαιρία ας δούμε μερικές… Αν και τα ΦΥΤΑ δεν υπάρχουν από τον Νοέμβριο του ’13, δικαιωματικά πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ αυτά…
Όπως διαβάζουμε στο site τους… «τα ΦΥΤΑ αποτελούνται από τους Φ89 και Φ78, δύο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες με διαφορετικά μπακγράουντ.(…) Μαζί ξεκίνησαν να δουλεύουν στο βοτανολογικό ντεμπούτο τους “Άνθη”. Σύντομα νέοι δρόμοι ανοίχτηκαν μπροστά τους και αποφάσισαν ότι η μουσική όπως την ξέρουμε δεν τους χωρούσε και έτσι με τον δεύτερο δίσκο τους εισήγαγαν ένα νέο μουσικό είδος, την λεγόμενη bratmusik (τηγανητή μουσική) όπου το τηγάνισμα είναι τόσο κυριολεκτικό (ηχογραφήσεις στην κουζίνα και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μαγειρική θεματολογία) όσο και μεταφορικό (τσιγαρισμένοι ήχοι, σοταρισμένα αισθήματα και λιπαρές εκτελέσεις)».
Ακούγοντας την κασέτα «14 ημέρες στη ζωή της Πικάντικης Πίτσας», ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ των ΦΥΤΑ, προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Είναι δύο ή περισσότεροι; Τι όργανα χειρίζονται; Ό,τι ακούμε προέρχεται από πραγματικά όργανα ή μήπως από samples; (Αν και το ακορντεόν είναι αληθινό).
Από μια περιήγηση, πάντως, στο bandcamp διαπίστωσα πως το σχήμα επιχειρεί να αιτιολογήσει 100% το όνομά του. Εκδόσεις όπως τα «Ανθοϊάματα», τα «Φυτά τηγανητά», τα «Άνθη» κ.λπ., μα και περαιτέρω οι τίτλοι των tracks του εκάστοτε άλμπουμ, δεν μοιάζουν απλώς αλλά είναι δηλωτικοί ενός ευρύτερου πλάνου που υπάρχει στο μυαλό του γκρουπ, και που άνευ αυτού (του πλάνου) δεν θα είχε νόημα η όποια δραστηριότητά του.
Τα ΦΥΤΑ γράφουν «στοιχειώδη» τραγούδια, τα οποία από στιχουργικής πλευράς ενώ περιστρέφονται, κάθε φορά, γύρω από ένα… φυτικό concept, στην πραγματικότητα «λένε τα δικά τους». Επί του προκειμένου παρακολουθούμε τις… 14 ημέρες από τη ζωή της Πικάντικης Πίτσας – ήτοι μια σειρά σκοπών με τίτλους «Πιπέρι», «Κανέλα», «Κύμινο», «Μοσκοκάρυδο», «Ρίγανη», «Τσίλι», «Μουστάρδα» κ.λπ.
Να οι στίχοι από τη «Μουστάρδα»:
Οι πικρές μου μέρες
Μέρες βαμμένες από πάνω ως κάτω
Με ερείπια και εμετούς
Με βασανιστήρια και απομόνωση
Με σκουπίδια στο μυαλό
Μπλοκαρισμένες επιθυμίες
Αδιέξοδες αλέες
Και σπασμένες χορδές
Σπασμένες χορδές
Τα ΦΥΤΑ δηλαδή περιγράφουν φάσεις της κοινωνικής, ερωτικής ή αντι-ερωτικής καθημερινότητας μ’ έναν ελλειπτικό τρόπο, φέρνοντας στο νου την τραγουδοποιία της Λένα Πλάτωνος για παράδειγμα.
Ηχητικώς πιο «συγκεντρωμένοι», για να μην χρησιμοποιήσω τον όρο «ολοκληρωμένοι» (ένας όρος, που αντίκειται, υποθέτω, στις αισθητικές επιδιώξεις τους) τα ΦΥΤΑ, εμφανίζουν και άλλες «νύξεις» στα κομμάτια τους (όπως π.χ. η δημοτική παράδοση, τα βαλσάκια, τα παιδικά τραγούδια, τα jingles, το… τρανζίστορ), πράγμα που «βοηθά» και στην ευρύτερη στιχουργική κατανόηση.
Ένα «μαζεμένο» σχήμα έκδηλου πειραματισμού είναι οι φίλοι μας, και παρότι η εν λόγω κασέτα δεν βοηθά, από πρακτικής πλευράς, στην διάδοση του μηνύματός τους, λέω πως ένα βινύλιο –το οποίο αξίζουν και με το παραπάνω– θα ήταν ό,τι έπρεπε. Έστω και με χρονοκαθυστέρηση…
Κάποια στιγμή τα ΦΥΤΑ δημιουργούν το πόρταλ Φυτίνη, ανοίγοντας τις δραστηριότητές τους. Ένα από τα πρώτα άλμπουμ τους ήταν τα «Ποιήματα για Πόκεμον»...
Πρόκειται για μία παράξενη πορτοκαλί και πολύ περιποιημένη κασέτα μικρής διάρκειας (δεκατρία λεπτά η πρώτη πλευρά και έντεκα η δεύτερη) της ομάδας Φυτίνη που περιέχει τραγούδια για φωνή (Ιωάννα Μετζοφόρτη) και πιάνο (Αλεξανδρόσος). Τι τραγούδια;
Τραγούδια, που άλλοτε έχουν τη μορφή ενός σύγχρονου lied, ενώ άλλοτε ακούγονται κάπως πιο συμβατικά (έως και pop) και τα οποία σχετίζονται με την κουλτούρα των Πόκεμον – τη γνωστή ιαπωνική σειρά βιντεοπαιχνιδιών και κινουμένων σχεδίων, με τα οποία μεγάλωσε (και) μία γενιά ελληνοπαίδων, εκεί προς τα τέλη των nineties.
Τα τραγούδια φανερώνουν κάτι σοβαρό (από την μεριά των εμπνευστών του project), που δεν ξέρω αν είναι αμέσως φανερό (για όποιον ακούσει την κασέτα και διαβάσει τα στιχάκια στις χρωματιστές κάρτες). Επιχειρείται μια «κλασικοποίηση» των «Ποιημάτων για Πόκεμον». Nα εμφανισθούν δηλαδή μ’ έναν τρόπο συνθετικό, στιχουργικό και ενοργανικό, που να παραπέμπει σε έργο κάποιας παλιότερης δεκαετίας.
Πιθανώς, δια αυτού του τρόπου η ομάδα Φυτίνη να θέλει να δηλώσει πως και τα Πόκεμον ΔΕΝ πρέπει να ιδωθούν ως κάτι ξεχωριστό, ως κάτι «απ’ έξω», που να διαφοροποιείται σώνει και καλά από την… Λιλιπούπολη ή από την Θεία Λένα. Και αυτό είναι αλήθεια.
Εγώ, ας πούμε, που δεν έχω την παραμικρή ιδέα της χρήσης και της σημασίας των Πόκεμον, αντιλαμβάνομαι και αποκωδικοποιώ τα συγκεκριμένα τραγούδια με όρους παρελθόντος. Πέφτω στην «παγίδα» δηλαδή της Φυτίνης… να αντιμετωπίσω τα σχιστομάτικα τερατάκια κάπως σαν τα στρουμφάκια (με τα οποία επίσης δεν μεγάλωσα – είμαι παλιότερος) ή τις φιγούρες του Disney (πέφτουμε στην κλάση μας…). Το αποτέλεσμα ομολογώ πως είναι πάντα ευχάριστο, όταν δεν είναι εκπληκτικό («Η μπάγια ρούμπα της Σανφλώρας», «Φαντασία γύρω από τον Scyther»).
Μέλος της ομάδας Φυτίνη έγινε εσχάτως και Αγγελίνα Καρτσάκη, μουσικός με σπουδές σε Θεσσαλονίκη και Λονδίνο και μέλος, ήδη, ποικίλων συνασπισμών (The Black Hook, Oiseaux Bizzares, Spring, ensemble ARKYS, Τhe Phoneyisland Cabaret Orchestra κ.ά.), που φανερώνουν διάθεση για πειραματισμό και εξερεύνηση. Η Καρτσάκη, ή ΝΤόΝΤΟ κατά το project, έχει έτοιμο CD, το οποίον επιγράφει «ΗΛΕΚΤΡΙΚέΣ ΣΥΣΚΕΥέΣ & άΛΛΑ ΖώΑ» και που διακρίνεται (και αυτό) για την ιδιοσυγκρασιακή παιδικότητά του.
Δεν ξέρω, για να λέμε την αλήθεια, αν είναι παιδικό ή μη το CD (αν αφορά και σε παιδιά δηλαδή – γιατί όχι;) εκείνο που νοιώθω είναι την προσπάθεια τής Καρτσάκη να μιλήσει και να τραγουδήσει σε μια γλώσσα στρωτή, νηφάλια και αποκαλυπτική, που να εμπεριέχει στοιχεία πρωτόλεια και αυθόρμητα. Σκέψεις, που μετατρέπονται σε λόγο και περαιτέρω σε τραγούδια, με γνώμονα την αμεσότητα και την απλότητα.
Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει πως και τα νοήματα είναι εκ προοιμίου απλά, αφού, ορισμένες φορές, κάτω από το αρχέτυπο, κρύβεται μια πιο σύνθετη εικόνα. Θέλω να πω πως το «ΗΛΕΚΤΡΙΚέΣ ΣΥΣΚΕΥέΣ & άΛΛΑ ΖώΑ» μπορεί να «διαβαστεί» με ποικίλους τρόπους και να αποκρυπτογραφηθεί (αν υπάρχει λόγος) αναλόγως.
Πιθανόν ορισμένοι, ακούγοντας το CD, ν’ ανακαλέσουν στη μνήμη τους την Λένα Πλάτωνος της «Λιλιπούπολης», ή ακόμη καλύτερα εκείνη των «Μασκών Ηλίου» και του «Γκάλοπ».
Η αλήθεια είναι πως η Καρτσάκη είναι επηρεασμένη από εκείνο το αισθητικό σκηνικό (Πλάτωνος, Γιαννάτου… αντιλαμβάνεστε), συγχρόνως, όμως, έχει φροντίσει να καταστήσει σαφή και τη δική της φόρμα. Σε τι συνίσταται αυτή; Σε μιαν ακόμη μεγαλύτερη απλοποίηση του ηχητικού καμβά, αντλώντας από το στοιχειώδες την ψυχολογία του παιγνιδιού.
Αν ό,τι σκέφτεσαι το τραγουδάς, τότε όπως παίζεις συνθέτεις…
Επαφή: http://fytini.com/fyta/
σχόλια