Θλιμμένα, εσωστρεφή, αργόσυρτα τραγούδια για την τρέλα, τη θνητότητα και την απληστία, διανθισμένα με έντονες ορχηστρικές βινιέτες. Μπορούσε να είναι αυτή η συνταγή της επιτυχίας ενός από τα πιο δημοφιλή άλμπουμ όλων των εποχών;
Ουδείς πάντως μπορεί να αμφισβητήσει την τεράστια δημοτικότητα και αντοχή του ανεξίτηλου στον χρόνο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Pink Floyd πριν από 50 χρόνια, την 1η Μαρτίου του 1973. Το “Dark Side…” θα δέσποζε στην δισκογραφία σαν ένας ανεξιχνίαστος μονόλιθος που εγκαταστάθηκε για τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια στο Top 200 του Billboard, διαπερνώντας την περίοδο του πανκ, την έκρηξη του πρώιμου hip-hop, την κυριαρχία του MTV. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε μια εποχή που η αγορά ενός δίσκου εμπεριείχε αφοσίωση και όσο οικείο κι αν έγινε αργότερα μέσω των ραδιοφωνικών μεταδόσεων, καθένας ήθελε να έχει την δική του κόπια ή μια καινούρια κόπια που θα αντικαθιστούσε την φθαρμένη παλιά. Στην ψηφιακή εποχή, το "The Dark Side of the Moon" επέστρεψε στα charts με τη μορφή CD, προσθέτοντας κι άλλα εκατομμύρια αντίτυπα στις ήδη αστρονομικές πωλήσεις του.
Φυσικά, θα υπάρξει άλλη μια πολυτελής επανέκδοση του άλμπουμ με αφορμή την επέτειο. Το νέο boxed set, που θα κυκλοφορήσει στις 24 Μαρτίου, διαθέτει remixes υψηλής ανάλυσης και surround ήχου και άλλα extras, αν και σε μεγάλο βαθμό θα έλεγε κανείς ότι είναι περιττό μετά το εξαντλητικό "Immersion Edition" του “Dark Side of the Moon” που κυκλοφόρησε το 2011. Επίσης, ο Roger Waters ανακοίνωσε ότι θα κυκλοφορήσει το δικό του ριμέικ του "Dark Side", που θα περιέχει δικά του φωνητικά και όχι τη βραχνή, θλιμμένη φωνή του κιθαρίστα των Pink Floyd, David Gilmour, ενώ θα προσθέσει και προφορικό λόγο, όπως δήλωσε, πάνω από τα ορχηστρικά κομμάτια του άλμπουμ, μαζί με κάποια «όχι rock 'n' roll κιθαριστικά σόλο».
Το 1973, το "Dark Side" ήταν ένα άλμπουμ που λειτουργούσε εξίσου ιδανικά ως μέσο επίδειξης ενός νέου στερεοφωνικού – ή, για μερικούς πρώτους χρήστες, ενός τετραφωνικού συστήματος – και ως προσωπική μυσταγωγία με ακουστικά κι ένα τζόιντ. Τα ρολόγια, οι συναγερμοί και τα κουδούνια που ανοίγουν το "Time" προκαλούν την ίδια εντύπωση μετά από τόσα χρόνια, ενώ τα αεικίνητα συνθεσάιζερ του "On the Run" εξακολουθούν να φέρνουν ζάλη. Το επιβλητικό τέμπο και η απόκοσμη αντήχηση αναγγέλλουν εξαρχής το μεγαλεπήβολο εύρος του “Dark Side of the Moon”, το οποίο αρχίζει και τελειώνει με τον ήχο ενός σφυγμού. Το άλμπουμ αντιπαραβάλλει το ηχητικό μεγαλείο και τις μεγάλες διακηρύξεις με την εμπειρία της ανθρώπινης κλίμακας.
Όπως και άλλα εμβληματικά best sellers των δεκαετιών του 1970 και του 1980 – το "Thriller" του Michael Jackson, το "Hotel California" των Eagles, το "Rumours" των Fleetwood Mac – το "Dark Side of the Moon" πραγματεύεται την απογοήτευση, το φόβο και την αγανάκτηση, παρά την αστραφτερή παραγωγή του. Είναι ανήσυχο και εμμονικό κατά βάθος, όχι τακτοποιημένο. Αμέτρητες μπάντες και παραγωγοί θα διδάσκονταν από τους Pink Floyd πώς να συνδυάζουν το μεγαλείο και τη δυσφορία, πώς κάποιοι σωστά τοποθετημένοι ήχοι μπορούν να πουν πολύ περισσότερα από μια στείρα επίδειξη δεξιοτεχνίας.
Το "Dark Side" ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν της εποχής του. Οι αρχές της δεκαετίας του 1970 σημαδεύτηκαν από την ακμή του prog-rock, ιδιαίτερα στη Βρετανία, όπου συγκροτήματα όπως οι Genesis, οι King Crimson και οι Yes κατασκεύαζαν άσματα σε μέγεθος σουίτας ξετυλίγοντας αφηγήσεις μεγαλοπρεπούς έπαρσης. Όμως οι αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν επίσης μια εποχή όπου οι ουτοπικές υποσχέσεις της εποχής των χίπις είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν και να μεταλλάσσονται σε εμπορικό προϊόν. Το "Dark Side of the Moon" αποτυπώνει τις αφελείς ελπίδες που χάνονται.
Σε πρόσφατες συνεντεύξεις του πάντως, ο Waters περιέγραψε το μήνυμα του άλμπουμ με πιο θετικό τρόπο. «Αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό είναι η σύνδεση μεταξύ μας ως ανθρώπινα όντα, η όλη ιδέα της ανθρώπινης κοινότητας», δήλωσε στην Berliner Zeitung τον Φεβρουάριο. Πέρα από τέτοιους αναθεωρητισμούς όμως, ακούγοντάς το ξανά σήμερα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πόσο το “Dark Side of the Moon” μοιάζει να ασπάζεται την αποξένωση, τη ματαιότητα και την απελπισία. Και τα εκατομμύρια των ακροατών του νιώθουν το ίδιο.
Με τοιχεία από τους The New York Times