Γεννήθηκε στη Λειψία (22/5/1813) και εκτός από συνθέτης ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής, μουσικός και διευθυντής ορχήστρας ενώ ανέπτυξε και πολιτική δράση.
Ως χαρακτήρας ήταν επιβλητικός, δυναμικός, πείσμων αλλά άστατος και μάλλον δεν διακρινόταν για την οργανωτικές του ικανότητες. Ελευθεριακός σοσιαλιστής αρχικά, «κύλησε» στην πορεία σε συντηρητικότερες θέσεις και απόψεις, έδειξε επίσης ενδιαφέρον για τις Ανατολικές φιλοσοφίες.
Βρέθηκε στα οδοφράγματα στο πλευρό του Ρώσου αναρχικού Μιχαήλ Μπακούνιν στη λαϊκή εξέγερση του 1849 στη Δρέσδη, εγκαταλείποντας τη διεύθυνση της βασιλικής ορχήστρας και συντασσόμενος με τους επαναστάτες που ζητούσαν μια ανεξάρτητη, κοινωνικά δίκαιη Σαξονία.
Εντυπωσιασμένος από εκείνον έγραψε: «Θέλω να καταστρέψω την εξουσία του ενός πάνω στον άλλο, τη βασιλεία των νεκρών πάνω στους ζωντανούς, της ύλης πάνω στο πνεύμα. Θέλω να συντρίψω την εξουσία των ισχυρών, του νόμου και της ιδιοκτησίας.
»Η ίδια του η βούληση να είναι κυρία του ανθρώπου, η ίδια του η χαρά ο μοναδικός νόμος, η ίδια του η δύναμη όλη του η ιδιοκτησία. Γιατί το μόνο ιερό πράγμα είναι ο ελεύθερος άνθρωπος και δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάνω απ' αυτόν».
Όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις επικρατούν κι εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του καταφεύγει στο σπίτι τού φίλου του συνθέτη Φραντς Λιστ στη Βαϊμάρη προτού εγκατασταθεί στη Ζυρίχη κι εν συνεχεία στη Βενετία, το Παρίσι και αλλού. Στη Γερμανία θα επιστρέψει μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Η περίοδος της εξορίας του υπήρξε από τις πιο γόνιμες. Τότε εμπνεύστηκε την επηρεασμένη από τη γνωριμία του με τον φιλόσοφο Σοπενχάουερ όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη», ένα από τα συγκλονιστικότερα ερωτικά μουσικά θέματα που γράφτηκαν ποτέ και μια πραγματική τομή στα μουσικά πράγματα της εποχής.
Τότε επίσης ολοκλήρωσε τον Λόεγκριν που ανέβηκε πρόσφατα ξανά στην Αθήνα καθώς και τρία από τα γνωστότερα δοκίμιά του: Τέχνη και Επανάσταση (1849), Το Εβραϊκό Στοιχείο στη Μουσική (1850), Όπερα και Δράμα (1851).
Στο πρώτο παρουσιάζει το όραμά του για μια «ολιστική» όπερα όπου θα αντιπροσωπεύονταν όλες οι γνωστές τέχνες ενώ στο δεύτερο που έμελλε να αμαυρώσει στο διηνεκές την υστεροφημία του στρέφεται εναντίον των Εβραίων συνθετών οι οποίοι κυριαρχούσαν στα «charts» της εποχής του.
Η πιο σημαδιακή του επαφή ήταν με τον «λοξό» βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β' που κυριολεκτικά τον διέσωσε αφού ο γνωστός για την κακή οικονομική του διαχείριση συνθέτης ήταν εκείνο τον καιρό καταχρεωμένος και «πανί».
Ιδιαίτερη θέση στην εμπνευσμένη από το αρχαίο δράμα ολιστική αυτή σύλληψη που επιδίωκε να συνδυάζει μουσική και δραματουργία κατέχει το λεγόμενο «καθοδηγητικό μοτίβο» (leitmotiv) που χρησιμοποιεί κατά κόρον ειδικά στη μνημειώδη τετραλογία του Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν.
Αυτό σημαίνει την αξιοποίηση ενός αντιπροσωπευτικού μοτίβου ή θέματος για κάθε ήρωα ή κατάσταση μέσα στο έργο το οποίο θα μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες. Έγραφε μάλιστα ο ίδιος τόσο τα λιμπρέτα όσο και τη μουσική του στην οποία εισήγαγε στην πορεία την έννοια της ατονικότητας.
Richard Wagner - Der Ring des Nibelungen
Έζησε έντονες, θυελλώδεις σχέσεις, δύο από τις οποίες κατέληξαν σε γάμο: Ο πρώτος ήταν με την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ που τον εγκατέλειψε για άλλον άνδρα και ο δεύτερος με την Κόζιμα, κόρη του Λιστ η οποία παράτησε για χάρη του τον πρώτο της σύζυγο, τον πιανίστα Χανς φον Μπίλοφ, πιστό υποστηρικτή του.
Έκανε μαζί της δύο κόρες, την Εύα, την Ιζόλδη κι έναν γιό, τον Ζίγκφριντ.
Παρέμεινε λάτρης του Άρτουρ Σοπενχάουερ μέχρι τέλους. Αντίθετα, η στενή σχέση του με έναν άλλο εμβληματικό φιλόσοφο, τον Φρειδερίκο Νίτσε, έμελλε να διαλυθεί εξαιτίας τόσο της χριστιανικής «στροφής» του Βάγκνερ όσο και των αντισημιτικών του απόψεων που ο Νίτσε δεν ασπαζόταν.
Ο ίδιος μάλιστα που στη Γέννηση της Τραγωδίας (1872) περιέγραφε τη μουσική του Βάγκνερ ως μια «διονυσιακή αναγέννηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας κόντρα στον απολλώνιο ρασιοναλισμό της παρακμής» έκατσε κι εξέθεσε γραπτώς τους λόγους που απέρριψε το αλλοτινό του ίνδαλμα (Νίτσε εναντίον Βάγκνερ, 1895).
Η πιο σημαδιακή του ωστόσο επαφή ήταν με τον «λοξό» βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β' που κυριολεκτικά τον διέσωσε αφού ο γνωστός για την κακή οικονομική του διαχείριση συνθέτης ήταν εκείνο τον καιρό καταχρεωμένος και «πανί».
Ένθερμος θαυμαστής του, μόλις στέφθηκε (1845) προσκάλεσε τον Βάγκνερ στην Αυλή του και τον γέμισε χρήμα, δόξα και τιμές, αναθέτοντάς του και τη διεύθυνση της φημισμένης Εθνικής Όπερας του Μονάχου.
Μέχρι και κάστρο τού έκτισε που σήμερα αποτελεί διάσημη τουριστική ατραξιόν, ενώ συχνά κυκλοφορούσε μεταμφιεσμένος σε βαγκνερικό ήρωα.
Σκόπευε μάλιστα να φτιάξει και να του παραχωρήσει έναν ιδιόκτητο συναυλιακό χώρο στο Μόναχο, όμως το σχέδιο ναυάγησε και αντ' αυτού χρηματοδότησε αδρά την ανέγερση του Θεάτρου του Μπαϊρόιτ όπου στο εξής το έργο του Βάγκνερ θα αποκτούσε μόνιμη στέγη.
Σε αντάλλαγμα ο Ρίχαρντ έδινε συναυλίες αποκλειστικά για εκείνον, ενώ ξεχνώντας το αντιμοναρχικό του παρελθόν δεν έχανε ευκαιρία να εξυμνεί τον ευεργέτη του όπως προκύπτει από την τακτική τους αλληλογραφία.
Η αλήθεια είναι πως χωρίς τη γαλαζοαίματη γενναιοδωρία θα είχε δυσκολευτεί τρομερά να συνθέσει μερικές από τις σπουδαιότερες όπερές του.
Το Θέατρο του Μπαϊρόιτ εγκαινιάζεται στις 13/8/1876 με το πλέον «απόλυτο» βαγκνερικό έργο, το βασισμένο στον γερμανικό ρομαντισμό και την τευτονική μυθολογία Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν.
Την εναρκτήρια παράσταση της επικής τετραλογίας που κράτησε τέσσερις συνεχόμενες μέρες (ένα μέρος ανά ημέρα) παρακολούθησαν μεταξύ άλλων ο Κάιζερ, ο αυτοκράτορας της Βραζιλίας Πέδρο, ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, ο Νίτσε, οι συνθέτες Μπρούκνερ και Τσαϊκόφσκι. Ήταν η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του συνθέτη.
Μετά τον θάνατό του που δεν άργησε πολύ (τον πρόδωσε η καρδιά του στις 13 Φεβρουαρίου του 1883), το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ έγινε ετήσιος θεσμός που εξακολουθεί να αποτελεί κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός για τη Γερμανία, με κάποιες μοντέρνες εκδοχές έργων του να ξεσηκώνουν ανάλογο θόρυβο με αντίστοιχες αρχαίων τραγωδιών στη «δική μας» Επίδαυρο.
Σήμερα το διευθύνουν οι δισέγγονές του Εύα και Κατερίνα Βάγκνερ.
Ο αμέριστος θαυμασμός του Χίτλερ μαζί με τις κοινές αντισημιτικές τους πεποιθήσεις «στοίχειωσαν» μεταπολεμικά το έργο του Βάγκνερ.
Ο Αδόλφος πίστευε ότι αντιπροσώπευε όσο κανένα το γερμανικό μεγαλείο και το Άριο ιδεώδες οπότε το προώθησε ενθουσιωδώς υπό το πρίσμα της δικής του, εννοείται, ερμηνείας.
Παρείχε μέχρι και δωρεάν εισιτήρια στο κοινό για το θέατρο του Μπαϊρόιτ, ενώ αργότερα έστελνε τραυματίες του μετώπου προς αναψυχή και ανύψωση ηθικού. Παρότι μάλιστα δεν έχανε κι ο ίδιος παράσταση εκεί, έκανε για χρόνια τα «στραβά μάτια» για τους εβραϊκής καταγωγής καλλιτέχνες.
Παρά όμως το «προμοτάρισμα» του Φίρερ αυτοπροσώπως, ο Βάγκνερ φαίνεται ότι δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στη χιτλερική Γερμανία ούτε καν στην αφρόκρεμα των ναζί – ο Βέρντι και ο Πουτσίνι ήταν, διαβάζω, δημοφιλέστεροι.
Εξάλλου κάποια στιγμή μέχρι και ο Πάρσιφαλ, η τελευταία βαγκνερική όπερα βρέθηκε στη «μαύρη λίστα»! Ανεπιβεβαίωτες παρέμειναν οι φήμες ότι η μουσική του παιζόταν σε κάποια στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Έχει πάντως υποστηριχθεί ότι τις τελευταίες μέρες του Ράιχ στο υπόγειο καταφύγιό του στο Βερολίνο ο Χίτλερ δεν άκουγε Βάγκνερ, όπως θρυλούνταν, αλλά Φραντς Λέχαρ.
Η Θυσία της Μπρουνχίλντε από το απόλυτα ταιριαστό στην περίσταση Λυκόφως των Θεών ήταν πάλι, κατά τον Άλμπερτ Σπέερ, το τελευταίο κομμάτι που έπαιξε η Φιλαρμονική του Βερολίνου πριν από την πτώση του στους Συμμάχους.
Αξιομνημόνευτο είναι επίσης το ότι τη μήκους 300 χλμ κατάφρακτη αμυντική γραμμή που οι Γερμανοί αποκαλούσαν Δυτικό Τείχος (στα γαλλικά σύνορα) είχαν μετονομάσει σε Γραμμή Ζίγκφριντ οι Αμερικανοί, παραπέμποντας προφανώς στον ήρωα της ομώνυμης όπερας του Βάγκνερ. Κάπου 140.000 φαντάρους έχασαν προσπαθώντας να τη διασχίσουν μεταξύ Σεπτεμβρίου του '44 και Μαρτίου του '45.
Richard Wagner - Twilight of the gods
Οι αντισημιτικές πεποιθήσεις του Βάγκνερ είναι αναμφισβήτητες, αποτυπώνονται άλλωστε στο πόνημά του Το Εβραϊκό Στοιχείο στη Μουσική (1849). Τέτοιες αντιλήψεις ήταν βέβαια κοινός τόπος στον καιρό του και ελάχιστους ξένιζαν.
Το ερώτημα είναι πόσο «ακραίος» αντισημίτης ήταν, αν δηλαδή συμμεριζόταν την εκτόπιση και τη φυσική εξόντωση των Εβραίων και κατά πόσο ο Χίτλερ πήρε από εκείνον ιδέες για την «Τελική Λύση».
Γεγονός είναι ότι πέρα από το παραπάνω γραπτό, που κάποιοι ερευνητές αποδίδουν μάλλον στο φθόνο για τη δημοφιλία που απολάμβαναν στην Ευρώπη εβραϊκής καταγωγής συνθέτες όπως π.χ. ο Μέντελσον παρά σε ωμά ρατσιστικά αισθήματα, δεν υπάρχουν άλλες σοβαρές ενδείξεις «στρατευμένου» αντισημιτισμού ούτε καν στη μουσική του παραγωγή - διατηρούσε εξάλλου αρκετούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες.
Υπήρχε μάλιστα παλιότερα η θεωρία ότι είχε κι ο ίδιος εβραϊκό αίμα, πράγμα που όμως διαψεύστηκε.
Στους Εβραίους συνθέτες καταλόγιζε βασικά «ρηχότητα» και «επιτήδευση» επειδή, έγραφε, «ήταν εμφανώς αποκομμένοι από τη γνήσια γερμανική ψυχή».
Είχε βέβαια λατρέψει τον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο ενώ προς το τέλος της ζωής του καλόβλεπε τις ρατσιστικές απόψεις του Γάλλου φιλοσόφου Αρτούρ ντε Γκοντινό, μολονότι δεν φαινόταν να πιστεύει στην υποτιθέμενη ανωτερότητα της γερμανικής φυλής.
Σε κάθε περίπτωση, οι αντιεβραϊκές κορόνες του Βάγκνερ ήταν «βούτυρο στο ψωμί» στην αντισημιτική εκστρατεία των ναζί.
Εξαιτίας δε τόσο αυτών όσο και της εν πολλοίς άδικης ταύτισης Βάγκνερ-Χίτλερ η μουσική του πρώτου απαγορεύεται ακόμα και σήμερα στο Ισραήλ, παρά τις απόπειρες μαέστρων όπως ο Ζούμπιν Μέτα να σπάσουν το «εμπάργκο».
Tο πολυακουσμένο Γαμήλιο Εμβατήριο από τον Λόενγκριν που «έντυσε» έκτοτε μουσικά αναρίθμητους γάμους κοινών και μη θνητών καθώς και ο Καλπασμός των Βαλκυριών από το Δακτυλίδι των Νιμπελούγκεν που συνοδεύει την επίθεση αμερικανικών ελικοπτέρων με βόμβες ναπάλμ κατά βιετναμέζικου χωριού στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Κόπολα Αποκάλυψη Τώρα (1979) είναι από τα δημοφιλέστερα μουσικά θέματά του.
Αποσπάσματα από το Δακτυλίδι έχουν επίσης ακουστεί σε ταινίες όπως Excalibur του Τζον Μπούρμαν (1981), Μια Επικίνδυνη Μέθοδος του Κρόνεμπεργκ και Μελαγχολία του Τρίερ (2011), ενώ είναι πολύ πιθανό η όπερα αυτή να επηρέασε τον συγγραφέα του Άρχοντα των Δακτυλιδιών Τζ.Ρ. Τόλκιν - μπορεί πάλι βέβαια απλώς να άντλησαν από κοινές μυθολογικές πηγές.
Το Λυκόφως των Θεών «δάνεισε» εξάλλου τον τίτλο του στην ομώνυμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι (1969) που εστίαζε στην εμπλοκή των Γερμανών μεγαλοβιομήχανων με τους ναζί.
Richard Wagner - Ride of the Valkyries
Επηρέασε δεκάδες συνθέτες, ποιητές και συγγραφείς, ανάμεσά τους οι Γκούσταβ Μάλερ, Άντον Μπρούκνερ, Ρίχαρντ Στράους, Κλοντ Ντεμπισί, Άρνολντ Σόνμπεργκ, Σαρλ Μποντλέρ, Στεφάν Μαλαρμέ, Πολ Βερλέν, Γ.Χ. Οντέν, Τόμας Μαν, Μαρσέλ Προυστ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Τ.Σ. Έλιοτ και βέβαια ο Φρειδερίκος Νίτσε προτού τον απαρνηθεί.
Υπάρχει όμως και βαγκνερικό ροκ! Τον όρο πρωτοδιατύπωσε ο Αμερικανός παραγωγός Τζιμ Στάινμαν περιγράφοντας την τριλογία Bat out of Hell του Meat Loaf (1977).
«Βαγκνερικές» έχουν επίσης χαρακτηριστεί δουλειές των Pink Floyd, King Crimson, Bonnie Tyler, Phil Sector, Pandora's Box, Rammstein, Laibach κ.ά. «Πατέρα του χέβι μέταλ» έχει αποκαλέσει εξάλλου τον Βάγκνερ ο Joe De Mayo, μπασίστας των Manowar.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.2.2018