Αυτό που πράττουν οι Κατσιμιχαίοι με τα «Ζεστά Ποτά / 30 Χρόνια Μετά» [Μετρονόμος], να ηχογραφήσουν ξανά δηλαδή εκείνο το ιστορικό πρώτο άλμπουμ τους που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1985, δεν είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει – και δεν εννοώ από τους ίδιους, γενικά το λέω.
Πολλοί καλλιτέχνες στρέφονται πίσω, στο παρελθόν τους, και ξανακοιτάνε παλιές δουλειές δίνοντάς τους μιαν ίδια ή άλλη όψη (ενίοτε και μια δεύτερη ευκαιρία). Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, τόσο ο Μάνος Χατζιδάκις όσο και ο Μίκης Θεοδωράκης ηχογράφησαν κάμποσες φορές ήδη καταγραμμένα έργα τους, ενώ και στο εξωτερικό το ίδιο έχει συμβεί με τον Mike Oldfield (που ξανακοίταξε το “Tubular Bells”), τους Camel (“The Snow Goose”), τους Jethro Tull (“Too Old to Rock 'n' Roll: Too Young to Die!”), τους Manowar (“Battle Hymns”) και διάφορους άλλους.
Άρα στην υποτιθέμενη ερώτηση… «γιατί οι Κατσιμιχαίοι ξανά-μανά… τι θέλουν ν’ αποδείξουν;», η απάντηση, σε πρώτη φάση, είναι… τίποτα παραπάνω από ’κείνο που θέλησαν ν’ αποδείξουν όλοι οι προηγούμενοι. Αν και δεν είναι μόνο αυτό…
Τους Κατσιμιχαίους τους παραδέχομαι σαν τραγουδοποιούς (δεν είμαι ο μόνος, είμαστε πολλοί και ευτυχώς δηλαδή!). Έδωσαν μερικά καταπληκτικά τραγούδια, αυτά τα τελευταία 30 χρόνια, που θα τ' ακούω πάντα λες και είναι η πρώτη φορά. Γιατί αυτά είναι τα αληθινά τραγούδια. Εκείνα που δεν θα βαρεθείς ποτέ να τ' ακούς, κι ας αλλάζεις ιδέες κι ας μεγαλώνεις.
Με τα «Ζεστά Ποτά» με συνδέουν πολλά ως ακροατή. Αγόρασα το δίσκο την πρώτη βδομάδα της κυκλοφορίας του, τότε το ’85, επειδή ήμουν… στημένος. Γνώριζα τους Κατσιμιχαίους, πότε τον έναν, πότε τον άλλον, πότε και τους δυο μαζί, από τη θητεία τους στο ροκ βασικά (Αγάπανθος, Ηρακλής & Λερναία Ύδρα, Σπυριδούλα, Vavoura Band…) και φυσικά από την παρουσία τους στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού (Κέρκυρα ’82) με το «Μια βραδιά στο Λούκι».
Πριν γίνει επιτυχία το «Ρίτα-Ριτάκι» (και μπει σαν στάμπα στο εξώφυλλο) είχα κάνει μόνος μου τις δικές μου «επιτυχίες» από το άλμπουμ τους… το «Για ένα κομμάτι ψωμί» (που το ήξερα ήδη από τα live του Νίκου Ζιώγαλα και των Ερμαφρό – αυτό θυμάμαι), τα «Κορίτσια της συγγνώμης», το «Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα», το «Υπόγειο», το «Γέλα πουλί μου γέλα»…
Θέλω να πω πως ο δίσκος ήταν δισκάρα. Δεν υπήρχε τραγούδι που να το παραμέριζες έτσι κάπως ελαφρά τη καρδία – ακόμη και τον «Φάνη» που τον άκουγα κάπως με… συμπόνια (σκόνες λευκές και όλα τα συμπαρομαρτούντα). Ο «Φάνης» λοιπόν μπορεί να μη με κάλυπτε στα λόγια, όμως όταν διάβασα στη Μουσική, τον Ιούνη του ’85, πως το τραγούδι ήταν «παλιό», γραμμένο το ’78, και πως έμενε για καιρό στα αζήτητα… ανακουφίστηκα. Παλιές ιστορίες, είπα… και πήγα παρακάτω… Πού παρακάτω; Σ’ εκείνο που έλεγε ο Χάρης: «Ένα βράδυ στο Βερολίνο που παίξαμε (σ.σ. οι Κατσιμιχαίοι ήταν στο Βερολίνο από το ’75 έως το ’79), κατεβήκανε στο καμαρίνι… κι έρχεται μια κοντή κοπελίτσα κι ένας κύριος με γκρίζα μαλλιά. Ήταν η Judy Collins και ο Alexis Korner. Το επόμενο βράδυ ξαναήρθαν στο μαγαζί και τζαμάραμε».
Αμάν, είπα. Τι είναι τούτο; Και από τότε περιμένω να βγάλουν ένα δίσκο με acoustic folk και blues, σαν της Judy ή του Alexis, οι Κατσιμιχαίοι…
Αδιαφορώντας για το γεγονός πως τον Χάρη και τον Πάνο τούς μάθαινε σιγά-σιγά και η… κουτσή Μαρία (έχει κι αυτή τα δικαιώματά της), αγόρασα το ’87 και το δεύτερο LP τους, το «Όταν Σου Λέω Πορτοκάλι να Βγαίνεις», αν και δεν με είχε φτιάξει όπως τα «Ζεστά Ποτά». Ήταν κατώτερο. Το «Απρίλη, Ψεύτη!» δεν το πήρα όταν βγήκε, το ’89, μα χρόνια αργότερα, παρότι το «Μη γυρίσεις» (ένα από τα καλύτερα τραγούδια που είπαν ποτέ) το άκουγα στα επαρχιακά μπουζούκια από τρίτους τραγουδιστές, ψάχνοντας να βρω ποιοι το λέγανε σε δίσκο. Έπαθα ζημιά, όταν κάποια στιγμή έφθασε στ’ αυτιά μου με τις φωνές του Χάρη και του Πάνου…
Μετά δεν ασχολήθηκα και πολύ βαθειά σαν ακροατής, ασχέτως αν άκουγα τα τραγούδια τους από ’δω κι από ’κει, γράφοντας και τα σχετικά κείμενα (δισκοκριτικές εννοώ) για διάφορα άλμπουμ τους.
Ανακεφαλαιώνοντας. Τους Κατσιμιχαίους τους παραδέχομαι σαν τραγουδοποιούς (δεν είμαι ο μόνος, είμαστε πολλοί και ευτυχώς δηλαδή!). Έδωσαν μερικά καταπληκτικά τραγούδια, αυτά τα τελευταία 30 χρόνια, που θα τ’ ακούω πάντα λες και είναι η πρώτη φορά. Γιατί αυτά είναι τα αληθινά τραγούδια. Εκείνα που δεν θα βαρεθείς ποτέ να τ’ ακούς, κι ας αλλάζεις ιδέες κι ας μεγαλώνεις.
Κι εδώ… ερχόμαστε στο τώρα.
Στο τέλος του ’15 κυκλοφόρησε ένα CD από τον Μετρονόμο, που φρονώ πως θα περάσει απαρατήρητο από το λαό. Από ’κείνους που ακούγανε Κατσιμιχαίους και λιώνανε στο δεύτερο μισό του ’80 και στη δεκαετία του ’90 κατά πρώτον, αλλά και απ’ όσους νεότερους. Είναι τα… ξαναφτιαγμένα «Ζεστά Ποτά». Ξαναφτιαγμένα όμως ε, και όχι… ξαναζεσταμένα (με μερεμέτια και ρετουσαρίσματα στο στούντιο – original master tapes και τα τοιαύτα). Όπως γράφουν ο Χάρης και ο Πάνος στο ένθετο:
«Το παλεύαμε δύο ολόκληρα χρόνια (2014-2015), γιατί δε θέλαμε να κάνουμε μια διασκευή. Αυτό θα ήταν εύκολο. Αντίθετα, θέλαμε να ξαναφτιάξουμε τα ΖΕΣΤΑ ΠΟΤΑ, νότα-νότα, έτσι ακριβώς όπως γράφτηκαν το 1985. Αυτή ήταν και η δυσκολία τής όλης προσπάθειας. Κάποιες ενορχηστρωτικές πινελιές, 30 χρόνια μετά, έγιναν αυθόρμητα, χωρίς φυσικά να είναι απαραίτητες. Με ή χωρίς αυτές, τα ΖΕΣΤΑ ΠΟΤΑ είναι αυτό που είναι. Ήρθε στο στούντιο ο Γιάννης Σπάθας, είχαμε τις λούπες του Νίκου του Αντύπα, βρήκαμε μια φωτογραφία που συμβολίζει αυτή την επιστροφή και τα ΖΕΣΤΑ ΠΟΤΑ αχνίζουν ακόμα. Παράξενος δίσκος…».
Σίγουρα είναι ένας παράξενος δίσκος τα «Ζεστά Ποτά / 30 Χρόνια Μετά». Παράξενος, πρώτα-πρώτα, για μας που τον ακούσαμε την πρώτη εποχή… καθώς η μνήμη αρχίζει να παίρνει τις πιο βαθιές στροφές, ξαναγεμίζοντας μία-μία τις προθήκες της.
Λοιπόν, αυτή η νέα εκδοχή είναι ακόμη πιο πειστική, από την προηγούμενη! Όλα είναι μεγεθυμένα στις πιο ακραίες εκδοχές τους, αλλά μ’ έναν λεπτό τρόπο. Εντελώς διακριτικό. Ο Σπάθας έχει κάνει ξανά σπουδαία δουλειά στις κιθάρες κι ας μη φαίνεται εκ πρώτης, όμως και οι λούπες του Αντύπα δεν έχουν ξεθωριάσει καθώς είναι ωραία ενταγμένες στο τώρα.
Όμως εκεί όπου το πράγμα ξεφεύγει προς τα πάνω είναι στις φωνές. Οι Κατσιμιχαίοι δεν παίζονται, αφού με μιας σβήνει ό,τι άλλο δικό τους έχει ηχογραφηθεί και ειπωθεί ανάμεσα στα δυο «Ζεστά Ποτά». Είναι οι λυγισμένες φωνές, εννοώ, εκείνες που έχουν επιφορτιστεί με το πιο βαρύ καθήκον. Να ενσωματώσουν στην καινούρια αφήγηση, με τρόπο ουσιαστικά συγκινητικό, τα τριαντάχρονα όλων των διαψεύσεων που μεσολάβησαν (της ατελέσφορης νεότητας πρώτα-πρώτα) και κυρίως εκείνη την πικρή βεβαιότητα πως το τελευταίο μέρος του ταξιδιού θα το κάνουμε μόνοι μας, με δανεικά από τον εαυτό μας, και από την πίσω θέση…
Μπορεί να είναι νύχτα, αλλά η νύχτα κρατάει ακόμη…