Η διεθνής επιτυχία του Jay Glass Dubs δεν είναι κάτι απρόσμενο. Η πορεία του Δημήτρη Παπαδάτου τα τελευταία χρόνια ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα του έφερνε παγκόσμια απήχηση, από τότε που ως KU άφησε πίσω του τους πειραματικούς ήχους και στράφηκε σε πιο ποπ δομές, σε τραγούδια ολοκληρωμένα που είναι μερικές από τις καλύτερες στιγμές ελληνικής psych μουσικής.
Με το νέο άλμπουμ του «Epitaph», το πρώτο κάτω από το όνομα Jay Glass Dubs, έχει καταφέρει όσα λίγοι Έλληνες μουσικοί τα τελευταία χρόνια (και γενικώς): να του κάνει κριτική το Pitchfork, να του αφιερώσει το εστέτ WIRE μια σελίδα κριτικής (με τα καλύτερα σχόλια), να γίνει δίσκος του μήνα στο MOJO, να είναι σχεδόν σε όλα τα ξένα site χορευτικής μουσικής, να τον έχει το Boomkat στις επιλογές του και μάλιστα σταθερά από τότε που κυκλοφόρησε.
Ο δίσκος εξαντλήθηκε από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του και ξανατυπώθηκε, κάτι πολύ που συμβαίνει πολύ δύσκολα πια για κάποιον που δεν έχει ήχο mainstream (το «Epitaph» είναι ένα νέο-dub άλμπουμ, στο πιο μεγάλο μέρος του ορχηστρικό).
Το όνειρό μου ήταν να γίνω ένα είδος σούπερ ήρωας, ή αρχαιολόγος, ή μυστικός πράκτορας. Μέχρι που ανακάλυψα το punk. Όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως η δημιουργική διαδικασία, κάπως μαγικά, συμπεριλαμβάνει και τις τρεις παραπάνω κατηγορίες που με ενδιέφεραν ως παιδί. Οπότε, μπορείς να πεις πως με κάποιον τρόπο ακολούθησα τα όνειρά μου.
Ο Δημήτρης Παπαδάτος είναι πολύ ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου και μουσικού, δεν του αρέσουν οι συνεντεύξεις, δεν μιλάει συχνά για τον εαυτό του και αυτή είναι μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μία μαραθώνια αφήγηση που αποκαλύπτει πολλά, όχι μόνο για τη μουσική του πλευρά...
«Γεννήθηκα τον Σεπτέμβρη του '81, ένα Σάββατο, στις 6 το πρωί, στο New Jersey» λέει. «Ο πατέρας μου ήταν 21 χρονών και ζούσε εκεί και η μητέρα μου ήταν 19. Μετά από μια σειρά καλοκαιρινών ειδυλλίων, εκείνη αποφάσισε να πάει στη Νέα Υόρκη για σπουδές, για να ζήσει μαζί του.
Όταν γεννήθηκα έμεναν όλοι μαζί, με τον παππού, τη γιαγιά, τη θεία και τις κόρες της σε ένα μικρό σπίτι στο Μπρονξ, μέχρι που κάποια στιγμή η μάνα μου αποφάσισε πως δεν μπορούσε να ζήσει και να μεγαλώσει παιδί σ' αυτές τις συνθήκες κι έτσι γυρίσαμε, μ' εμένα ακόμα μωρό.
Ο πατέρας μου δούλευε ως προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών ‒ τώρα είναι αγρότης. Η μητέρα μου δούλευε πάντα στον τουρισμό, πολλά χρόνια, ακόμα και τώρα. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 9 ετών.
Η προεφηβική μου ηλικία πέρασε χωρίς πολλά δράματα, πέρα από το διαζύγιο των γονιών μου. Ήμουν ήσυχο παιδί, όχι ιδιαίτερα δραστήριο ή, τουλάχιστον, όχι με πράγματα που απασχολούσαν τους συνομηλίκους μου. Με ενδιέφεραν τα κόμικς, η μουσική και οι παραφυσικές ιστορίες.
Οι καλύτεροί μου φίλοι ήταν η Σταυρούλα και ο Αλέξανδρος. Οι φίλοι μου έχουν παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Είναι αυτοί που με σώζουν όταν είμαι σε δίνη. Είναι το υλικό για τη ζωή μου οι φίλοι μου. Προσπαθώ κι εγώ με τη σειρά μου, λοιπόν, να είμαι φίλος.
Το όνειρό μου ήταν να γίνω ένα είδος σούπερ ήρωας, ή αρχαιολόγος, ή μυστικός πράκτορας. Μέχρι που ανακάλυψα το punk. Όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως η δημιουργική διαδικασία, κάπως μαγικά, συμπεριλαμβάνει και τις τρεις παραπάνω κατηγορίες που με ενδιέφεραν ως παιδί. Οπότε, μπορείς να πεις πως με κάποιον τρόπο ακολούθησα τα όνειρά μου.
Σίγουρα, για πολλά χρόνια οι γονείς μου ανησυχούσαν για την οικονομική επισφάλεια στην οποία ζούσα, η οποία, φυσικά, δεν έχει σταματήσει. Αλλά, νομίζω, μου έχουν εμπιστοσύνη γιατί με μεγάλωσαν με αυξημένο το ένστικτο της επιβίωσης και του αυτοσεβασμού και πλέον θα μπορούσα μέχρι και να πω πως είναι περήφανοι.
Με την τέχνη ήρθα σε επαφή εξ απαλών ονύχων, γιατί από πολύ μικρός ενδιαφερόμουν για το σχέδιο και τη ζωγραφική, το σπίτι μας είχε δίσκους, βιβλία...
Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι η τέχνη έχει κάποια επίδραση πάνω μου ψυχικά και σωματικά ήταν όταν, ως έφηβος, παρακολούθησα την Αντιγόνη του Ρέτσου στη Σφενδόνη. Ήταν, στην ουσία, η πρώτη μου επαφή με τη συγκινησιακή αίγλη της τέχνης.
Δεν έχω μεγαλώσει έχοντας πρότυπα, πιστεύω ακράδαντα στην απομυθοποίηση. Πιθανόν, όμως, αν μπορούσα να χαρακτηρίσω τις επιρροές μου πρότυπα, θα έλεγα πως συνολικά το έργο των Fugazi ή η υπενθύμιση της αβάσταχτης ομορφιάς του έργου του Felix Gonzalez Torres, οι ιδέες του King Tubby, η ποιητική απελπισία του Σιοράν, τα μανιφέστα των KLF, η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού και το μεγαλείο του Γιάννη Χρήστου είναι κάποιο βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους η δουλειά μου βρίσκει εφαρμογή και επιρροές. Ο πυρήνας είναι πάντα η μουσική.
Με τη μουσική, αρχικά πιο επιδερμικά και στη συνέχεια με μεγαλύτερη προσήλωση, ασχολούμαι πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Είχα κι εγώ το μερίδιό μου στη μυθολογία των σχολικών συγκροτημάτων, με τους JUDE, ένα συγκρότημα πέντε παιδιών από το Παλαιό Φάληρο και τα πέριξ, με δύο live ηχογραφήσεις σε κασέτα 90άρα TDK.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την ηλεκτρονική μουσική και τις εκφάνσεις της το 2002, σκαλίζοντας ένα πρώιμο Fruity Loops στον υπολογιστή του Α' Γραφείου της μονάδας όπου υπηρετούσα, με αμφιβόλου ποιότητας αποτελέσματα. Δεν έχω καν αρχείο από τότε. Χάθηκε μετά από αλλεπάλληλες μετακομίσεις.
Οι SUKU δημιουργήθηκαν αρχικά ως ένα όχημα εξωτερίκευσης μιας ανθρώπινης σχέσης μεταξύ της Γεωργίας (Σαγρή) και εμού, αλλά μας ενδιέφερε εξίσου και το ηχητικό αποτέλεσμα.
Οι λίγες ζωντανές εμφανίσεις μας ήταν πάντα στα όρια της performance art, πιθανώς και η ήδη παγιωμένη προσέγγισή της Γεωργίας ως καλλιτέχνη να συνέδραμε σ' αυτήν την κατεύθυνση. Μετά την παύση των SUKU εγώ ξεκίνησα έναν κυκεώνα μικρών digital DIY κυκλοφοριών, χρησιμοποιώντας διάφορα ονόματα ή συνεργαζόμενος με άλλους μουσικούς σε σχήματα όπως οι Curators, οι La Situation Conga και αργότερα οι Virilio.
Μέχρι το 2016 «έτρεχα» παράλληλα τρία ηχητικά-μουσικά πρότζεκτ, με αρκετά διαφορετικές ηχητικές προσεγγίσεις: KU, The Hydra, Jay Glass Dubs. Από τότε μέχρι σήμερα έχω δώσει όλο το βάρος της προσοχής μου στο πρότζεκτ «Jay Glass Dubs», που πλέον αποτελεί και τη βασική μου απασχόληση.
Τα υπόλοιπα μοιραία έχουν σταματήσει, αν και, φυσικά, στοιχεία ενυπάρχουν τους στο σύνολο της δουλειάς που έχω κάνει με το JGD.
Πιο πολύπλοκο είναι να δοκιμάσεις να ασχοληθείς με την ποπ, σίγουρα, αλλά θεωρώ σημαντικό τον τρόπο που κάθε ακροατής σηματοδοτεί την ποπ.
Για μένα «ποπ» δεν σημαίνει ουσιαστικά κάτι παραπάνω από «πιασάρικο», κάτι που μπορεί να σου μείνει στο κεφάλι, κάτι που μπορείς να το θυμάσαι. «Ποπ» δεν σημαίνει εύπεπτο απαραίτητα, σημαίνει καλοφτιαγμένο, προσεγμένο και ευφυές, με δυνατότητα να συγκινήσει ή να ξεσηκώσει, μελωδικό σίγουρα. Η φωνή είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για την ποπ μουσική, είναι απαραίτητη αυτή η άμεση εξοικείωση.
Τα δύο άλμπουμ μου ως KU επ' ουδενί δεν τα θεωρώ ποπ. Η ποπ-ροκ αίγλη τους οφείλεται κατά πολύ στην παραγωγή, στη μείξη και στις ενορχηστρώσεις, στη δουλειά που έκανα με τους συνεργάτες μου, τον Prins Obi, τον King Elephant και την Βaby Guru μηχανή.
Ήταν μια υπέροχη διαδικασία και όλοι οι άνθρωποι που δούλεψαν γι' αυτούς τους δίσκους έχουν πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Με βοήθησαν να αποκτήσω αυτοπεποίθηση για να κάνω το επόμενο βήμα.
Πάντα με ενδιέφερε να γράφω τραγούδια. Γενικά, και με τον Jay Glass Dubs το ίδιο modus operandi έχω: αισθάνομαι ότι γράφω τραγούδια, όχι ότι κάνω χορευτική μουσική. Δεν κατατάσσω τον εαυτό μου στους ηλεκτρονικούς παραγωγούς με αυτή την έννοια, οπότε δεν έχει αλλάξει κάτι στην ουσία, είναι η ίδια μέθοδος που είχα πάντα, απλώς έχω πιθανώς μεγαλύτερο κοινό.
Ήταν πάρα πολύ παράξενο και μια ευχάριστη έκπληξη αυτό που συνέβη με το «Epitaph», δεδομένου ότι ναι μεν υπάρχει ένα σύστημα ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τον ήχο μου, οι οποίοι κάθε φορά που κυκλοφορώ κάπως θα κινητοποιηθούν, αλλά μπορώ να πω με σιγουριά πως η εταιρεία δεν πλήρωσε για έξτρα promo, απλώς είδαμε πραγματικό ενδιαφέρον για το υλικό.
Το ότι έγραψαν για τον δίσκο το «Pitchfork» και το «Wire» σίγουρα έχει σημασία, ή ότι δισκοπωλεία σαν το Boomkat βοήθησαν πολύ, αλλά, από την άλλη, αυτό δεν είναι πολύ σύνηθες τελευταία, στο πλαίσιο που κινείται το δικό μου πρότζεκτ τουλάχιστον, όπου κυρίαρχο format είναι τα 12ιντσα με 2-3 tracks.
Από κει και πέρα, αν αποφασίσεις να κάνεις κάτι πιο πιο τολμηρό, πρέπει να είσαι τυχερός και πρέπει να κάνεις πάρα πολλή δουλειά. Πιστεύω πως η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.
Είναι πιο εύκολο και για τα labels και για τους καλλιτέχνες να βγάζουν μόνο κομμάτια, και για τον κόσμο που έχει το μικρότερο attention span από ποτέ για να αφομοιώσει ένα LP. Το concept του LP είναι μια παρακινδυνευμένη κίνηση πλέον, γιατί είναι πολύ λίγοι αυτήν τη στιγμή οι μουσικοί που μπορούν να κάνουν ένα LP με υλικό που να μπορεί να σταθεί εκεί μέσα.
Ένας μεγάλος αριθμός των ηλεκτρονικών άλμπουμ είναι κομμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, «some bangers and a few rollers» που θα 'λεγε κι ένας φίλος μου. Δεν ξέρω αν φταίει η έλλειψη ευαισθησίας ή είναι σημείο των καιρών, πιθανώς η παρατήρησή μου να οφείλεται και στις καταβολές μου.
Το καταλαβαίνεις και από το ποιοι και πώς γράφουν για τη δουλειά σου. Τα κείμενα έχουν κάποια σημασία. Οι βαθμοί, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου.
Για παράδειγμα, στο «Wire» άκουσαν τον δίσκο, έγινε μια πολύ εμπεριστατωμένη κριτική με αναφορές και παραδείγματα που αντικατοπτρίζουν την ουσία του και ήταν ξεκάθαρο πως ο Sam Davies που την έγραψε άκουσε πραγματικά τον δίσκο. Το «Resident Αdvisor» έκανε ένα review που συνοπτικά εστίαζε σε προσδοκίες εντελώς άσχετες με το περιεχόμενο.
Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα μουσικά sites σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτήν τη στιγμή, αν δεν έχει πληρώσει κάποιος το promo, δεν θα κάνουν κάτι παραπάνω από το να διαβάσουν το δελτίου τύπου και να κάνουν ένα μικρό elaboration πάνω σε αυτό.
Δηλαδή, νομίζω ότι όταν το «Pitchfork» γράφει για τον δίσκο μου, δεν τον προωθεί ακριβώς, απλώς κάνει μια κριτική που θα γραφτεί πιθανώς από κάποιον/-α με πολύ φόρτο εργασίας, ο οποίος ζήτημα είναι αν άκουσε τον δίσκο δύο φορές.
Αυτό είναι άδικο αρχικά για τον δημιουργό και μετά για τον ακροατή, αλλά, από την άλλη, ο καθένας πλέον μπορεί να έχει τη δική του γνώμη, άμεσα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι ποιος διαβάζει τις κριτικές πλέον, παράλληλα, όμως, σίγουρα απολαμβάνω περισσότερο ένα περιεκτικό, κατατοπιστικό, καλογραμμένο κείμενο, έστω και με αρνητικό πρόσημο.
Η δική μου μουσική, απ' ό,τι έχω καταλάβει, απευθύνεται σε ανθρώπους που είναι από 23 μέχρι 35-40 χρονών, οι πιο πιτσιρικάδες δεν θα διαβάσουν ούτε το «fact», ούτε το «Wire», ούτε το «Resident Advisor». Θα διαβάσουν το reddit, θα τσεκάρουν αν υπάρχει κανένα post εκεί, πιο σπάνια θα ψάξουν στο SoundCloud κ.λπ. Oι πιο μεγάλοι ίσως να μπουν σε ένα site για να αγοράσουν μουσική.
Για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό όταν γράφει ένα μπλογκ για τον δίσκο και αυτός/-η που ασχολείται έχει καθίσει και τον έχει ακούσει από αγάπη ή και μίσος, από ειλικρινές ενδιαφέρον τελικά. Μου φαίνεται πιο χρήσιμη η κριτική από ένα μπλογκ, παρά από ένα site που βάζει τον δίσκο στην ημερήσια διάταξη. Γιατί έχουμε κι αυτό, «βάλ' του κι έναν βαθμό να πάει στο διάολο και πάμε στο επόμενο...».
Για μένα είναι σημαντικό να είμαι «a musician's musician» που λένε, με ενδιαφέρει να ακούνε τη μουσική μου άλλοι δημιουργοί και το feedback που πήρα με αυτόν τον δίσκο ήταν κυρίως αυτό, ότι άκουσα ενδιαφέροντα πράγματα για τη δουλειά μου από καλλιτέχνες που τους σέβομαι και ο ίδιος.
Μου μίλησαν για τον δίσκο με αγάπη και ενδιαφέρον άνθρωποι που θαύμαζα, τονίζοντας θετικά και αρνητικά. Για μένα εκεί είναι τα σημαντικά, νομίζω ότι από κει ξεκινάει η επιρροή που έχουμε ο ένας στον άλλο.
Ο δίσκος γράφτηκε σε δύο χρόνια. Ο τίτλος είναι βασισμένος στον «Επιτάφιο» του Σείκιλου, έναν επικήδειο αφιερωμένο στην Ευτέρπη, πιθανότατα τη σύζυγό του, ίσως το πρώτο καταγεγραμμένο τραγούδι στην ανθρωπότητα.
Ο δίσκος ξεκινά με τους στίχους από το τραγούδι με παραλλαγμένη την αυθεντική μελωδική γραμμή, η οποία έχει σωθεί επίσης, αλλά δεν με ενδιέφερε να την αναπαραγάγω, ήθελα να δώσω ένα ελάχιστο στίγμα της.
Είναι όλο βασισμένο σε αυτό το functuality που έχει η δουλειά μου, σε μια οιονεί πραγματικότητα κατά κάποιον τρόπο, σε μια εναλλακτική συνθήκη, στην οποία η μεθοδολογία της dub και όχι το dub ως είδος χρησιμοποιείται από την αρχή και απογυμνωμένη από την ιστορική της σημασία. Αυτή είναι η προσέγγιση και η χρήση όλων αυτών των αναφορών εκεί αποσκοπεί.
Σίγουρα, για μένα είναι ένας δίσκος που σηματοδοτεί το τέλος μιας συγκεκριμένης προσέγγισης. Από ένα σημείο και μετά αισθάνθηκα ξανανεβαίνοντας, έστω και ανανεωτικά, σε ένα τρένο που λέγεται bass music το 2019 δεν πάει τίποτα μπροστά, είναι εύκολο να γίνει φορμαλισμός και πασαλείμματα. Το θέμα είναι να γίνουν ουσιαστικά crossovers.
Με ενδιαφέρει η dub γιατί είναι ανυψωτική, γιατί αντιπροσωπεύει πάρα πολύ το νόημα που έχει η μουσική από τα αρχαία χρόνια, το γεγονός ότι είναι θεραπευτική, και νομίζω ότι στην dub μπορείς να το νιώσεις πολύ αυτό.
Με ενδιαφέρει το γεγονός ότι δημιουργήθηκε από ένα ατύχημα, ότι το ίδιο της το όνομα βασίζεται σε μια πολύ βασική διαδικασία της ηχογράφησης ‒ είναι κατά κάποιον τρόπο η απαρχή της ηλεκτρονικής μουσικής για μένα.
Και θεωρώ ότι το Dubs στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει να κάνει πιο πολύ με τη μεθοδολογία παρά με τον ήχο. Αυτό είναι κάτι που το κάνω πολύ stretch out, με ενδιαφέρει πολύ να το υπογραμμίσω γιατί λύνει πολλές απορίες όσον αφορά την κατεύθυνση του ήχου.
Δεν αισθάνομαι καλά όταν ακολουθώ μια φόρμα, εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και, για να είμαι ειλικρινής δεν με ενδιαφέρει η μανιέρα. Κάθε κυκλοφορία του JGD έχει και έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Είναι το απόσταγμα της προσωπικότητάς μου με έναν τρόπο.
Το τελευταίο track στο «Epitaph», το «Reckless», είναι και το πιο ρυθμικό κομμάτι του δίσκου, το πιο χορευτικό, και το έχω αφήσει επίτηδες στο τέλος, γιατί σηματοδοτεί μια καινούργια πορεία και οδεύει προς αυτήν καλπάζοντας. Το 7ιντσο που ακολούθησε, το επιβεβαιώνει αυτό.
Το επόμενο 12ιντσο είναι ακόμα πιο πολύ βασισμένο στην τραγουδοποιία. Θα βγει στην Berceuse Heroique τέλη Απρίλη. Λέγεται «ΝΥΧ» και με βρήκε με μια διάθεση να ασχοληθώ με την «ελληνικότητα» στον ήχο μου, πάντα αντίθετο σε πατριωτικές κορόνες και φασιστικές μαλακίες, φυσικά.
Jay Glass Dubs - Epitaph
Υπάρχει μια πολύ βαθιά μουσική παράδοση στην Ελλάδα, την οποία έχουμε αποκλείσει. Τουλάχιστον η γενιά μου, κατά κάποιον τρόπο, την έχει αποκηρύξει χωρίς να την έχει βιώσει και νομίζω ότι αποτελεί μια τρομακτικά αστείρευτη πηγή από την οποία μπορείς να αντλήσεις αναφορές και ιδέες.
Από τη λαϊκή μέχρι την παραδοσιακή μουσική, από τα σανσόν του Αττίκ μέχρι το ελληνικό punk και από τη Λένα Πλάτωνος και τον Άκη Πάνου μέχρι τον Δημήτρη Παπαδημητρίου ή τον Δήμο Μούτση, για παράδειγμα, οι αποστάσεις που έχουν καλυφθεί είναι τεράστιες και δεν υπάρχει ανάλογο παράδειγμα στη λαϊκή μουσική πολλών άλλων χωρών.
Η Ελλάδα είναι ένας τόπος του οποίου η λαϊκή μουσική έχει τρομερή αντοχή μέσα στην Ιστορία. Και έχει παραμείνει έτσι στη συλλογική συνείδηση. Θα ήθελα πάρα πολύ κάποια στιγμή να κάνω έναν ελληνικό λαϊκό δίσκο. Δεν ξέρω αν μπορώ, αλλά είναι αρκετό καιρό στον νου μου η σκέψη.
Στο JGD η «ελληνικότητα» αυτή κυρίως εκφράζεται μέσα από τη δωρικότητα των συνθέσεων και από το γεγονός ότι υπάρχει μια νομοτέλεια, είναι πάντα παρούσα μια συγκεκριμένη μεθοδολογία που εφαρμόζεται σε διαφορετικές εξωτερικεύσεις.
Υπάρχει ένας πολύ δυνατός πυρήνας καλλιτεχνών, promoters και επιμελητών που βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια με τις παγκόσμιες τάσεις, αν όχι αρκετά βήματα μπροστά. Από την άλλη, υπάρχει ένα απαρχαιωμένο θεσμικό σύστημα που, δυστυχώς, είναι ακόμα κραταιό.
Μια καλλιτεχνική «σκηνή» που βασίζεται μόνο σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες ή στην ελαφριά ιδρυματοποίηση για να παράγει καλλιτεχνικό προϊόν, δυστυχώς, είναι καταδικασμένη να κινείται κατά μεγάλο βαθμό σε ένα DIY πλαίσιο που λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς τη διαμόρφωση μιας καλλιτεχνικής ταυτότητας με βάρος και αναντίρρητη ποιότητα.
Χρειάζεται στομάχι για να δεχτείς την απόρριψη. Και νομίζω ότι πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες έχουμε αυτό το πρόβλημα, δεν δεχόμαστε την απόρριψη, τη φοβόμαστε.
Η τέχνη από μόνη της είναι μια πολιτική θέση. Από κει και πέρα, αν η τέχνη έχει αρχίσει να αποκόπτεται από την πολιτική είναι πιθανώς γιατί η πολιτική έχει αρχίσει να αποκόπτεται από τη ζωή. Τα ζητήματα ταυτότητας και ίσων ευκαιριών, διαφάνειας και αλληλεγγύης που αυτή την στιγμή απασχολούν την τέχνη και τη μουσική και το θέαμα είναι φορτισμένα πολιτικά.
Τουλάχιστον, όσον αφορά το κοινωνικό πρόσωπο της μουσικής, ειδικά όταν αποτελεί όχημα για νέο διάλογο, με καλλιτέχνες όπως η Sophie π.χ. Η ιδεολογία, όταν μιλάμε για μια σκηνή όπως αυτήν της punk, η οποία βασίζεται σε όρους αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού, είναι απαραίτητη προϋπόθεση.
Το πιο μεγάλο μου όφελος από την ασχολία μου με τη μουσική; Η επαφή με ανθρώπους που είναι στο ίδιο mindset με μένα, τα ταξίδια, το να μπορώ να δουλεύω σε ένα πρότζεκτ με καλλιτεχνική ελευθερία, να μπορούν οι άνθρωποι να ακούνε αυτό που κάνω και να μου δίνουν feedback και η ψυχοθεραπεία που κάνω γράφοντας μουσική.
Θεραπεύει τον θυμό και το άγχος μου. Είναι απόλυτα θεραπευτική η μουσική για μένα, είναι το καταφύγιό μου, εκτός απ' όλα τα άλλα. Καταφύγιο, ψυχοθεραπεία, αποσυμπίεση, άγχος, εργασία, η ζωή μου όλη. Καμιά φορά αισθάνομαι πως η μουσική είναι το μοναδικό μου περιουσιακό στοιχείο».
Ιnfo:
Το ντεμπούτο του Jay Glass Dubs, «Epitaph», κυκλοφορεί από τη βρετανική Bokeh Versions, ενώ κυκλοφορεί κι ένα 7ιντσο με δύο νέα tracks στην σουηδική Dub On Arrival.
σχόλια