Μερικά πράγματα συμβαίνουν χωρίς να το περιμένεις, ειδικά με τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυo. Μπορεί να πέσει το ρεύμα, μπορεί να πέσει το δίκτυο και αυτό να σου τα κάνει μαντάρα ,ειδικά όταν κάνεις συνέντευξη μέσω Ζoom. Κάτι τέτοιο υποθέτω συνέβη στην περίπτωση του Nils Frahm, η σύνδεση ξαφνικά διακόπηκε, και αυτό ήταν. Έμεινα κολλημένη για κάμποσα λεπτά στην οθόνη, περιμένοντας να μου απαντήσει –ή να ξανασυνδεθεί‒ τι ακριβώς θα παρουσιάσει στην συναυλία του στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου. Μάταια όμως.
Ένας από τους κορυφαίους μουσικοσυνθέτες της γενιάς του, ο Nils Frahm, έχει γίνει κυρίως γνωστός από το έργο του, το οποίο είναι ένα ιδιαίτερο μείγμα κλασικής και ηλεκτρονικής μουσικής, και τον ανορθόδοξο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί το πιάνο ή οτιδήποτε έχει πλήκτρα. Από κοντά φαίνεται άνετος και αρκετά απλός τύπος, αλλά η στάση του κρύβει μια αμηχανία. Η αλήθεια είναι ότι δεν δίνει πολλές συνεντεύξεις και δεν του αρέσει καθόλου να μιλά για όσα κάνει, και να τα προωθεί. Με το ζόρι συμφώνησε να δώσει τη συγκεκριμένη συνέντευξη και ίσως θα προτιμούσε να είναι σε κάποιο στούντιο αντί να μιλάει για τη συναυλία του στο Ηρώδειο. «Ελπίζω ότι δεν θα υπάρχουν προβλήματα», αναφέρει. «Είμαι σίγουρος ότι θα έχει καλή ακουστική και καλό καιρό. Με λίγη τύχη, όλα θα λειτουργήσουν τέλεια. Συνήθως παίζω σε εσωτερικούς χώρους για να πω την αλήθεια». Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Αθήνα. Η τελευταία του συναυλία εδώ ήταν το 2019. Τη θεωρεί όμορφη πόλη, με πολύ κόσμο και πολλή ζέστη.
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον τρόπο που μεγάλωσα με κανέναν άλλο. Δεν ξέρω ποια είναι η επιρροή του στο έργο μου, αλλά το ένστικτό μου λέει ότι υπάρχει. Ό,τι συμβαίνει στη ζωή σου διαμορφώνει εσένα και τις ιδέες σου. Ποιος ξέρει, ίσως να μην έκανα τις ίδιες συνθέσεις κάπου αλλού.
«Όλες οι πόλεις μού φαίνονται ίδιες. Έχουν πολλά αυτοκίνητα, είναι γεμάτες Starbucks και παρόμοια καταστήματα. Αυτό που τις διαφοροποιεί είναι ο καιρός και η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων. Δεν είμαι, όμως, ειδικός για να μιλήσω για την Αθήνα, επειδή δεν έχω μείνει στην πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορώ να πω όμως ότι είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στο Βερολίνο. Στην Αθήνα ο κόσμος είναι πιο χαλαρός, κάτι που θεωρώ σημαντικό. Στο Βερολίνο όλοι γίνονται πιο φιλικοί και χαλαρώνουν όταν ξεκινάει το καλοκαίρι, ωστόσο δεν παραπονιέμαι για τη ζωή μου εδώ».
Μένει στο Βερολίνο τα τελευταία 8 χρόνια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη βόρεια Γερμανία, στο Αμβούργο. Πόσο επηρέασε αυτό το στοιχείο τη μουσική του; «Δεν μπορώ να συγκρίνω τον τρόπο που μεγάλωσα με κανέναν άλλο. Δεν ξέρω ποια είναι η επιρροή του στο έργο μου, αλλά το ένστικτό μου λέει ότι υπάρχει. Ό,τι συμβαίνει στη ζωή σου διαμορφώνει εσένα και τις ιδέες σου. Ποιος ξέρει, ίσως να μην έκανα τις ίδιες συνθέσεις κάπου αλλού. Η βόρεια Γερμανία ίσως είναι πιο βιώσιμη τον Ιούνιο και μία μέρα τον Ιούλιο, που σταματά να βρέχει. Δεν έχει βουνά ούτε δέντρα, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το τοπίο ως αρκετά βαρετό, σίγουρα δεν θα επηρέαζε τον τρόπο σκέψης του».
Όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει πιλότος «ή πυροσβέστης, όπως όλα τα παιδιά», αναφέρει. Του άρεσε επίσης να ζωγραφίζει. Απ’ όλα όσα ήθελε να κάνει, τελικά διάλεξε τη μουσική, αλλά δεν ήθελε να γίνει συνθέτης από την αρχή. «Αυτό έγινε σταδιακά. Πάντοτε ένιωθα ότι με ενδιέφερε λιγότερο το να παίζω από παρτιτούρες. Αισθανόμουν ότι ήταν περισσότερο κουλ να μην παίζω νότες άλλων ανθρώπων. Βέβαια, ήμουν μεγάλος φαν του Keith Jarrett και μουσικών που, όπως αυτός, αυτοσχεδίαζαν. Ακούγεται κάπως αποθαρρυντικό, αλλά, όταν συνθέτεις κάτι και ολοκληρώνεται, δεν μπορείς να το αλλάξεις. Ο καλύτερος τρόπος να το ξαναπιάσεις είναι με τον αυτοσχεδιασμό».
Nils Frahm - All Melody
Παρά την εμμονή του με το πιάνο, στο τελευταίο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε πέρσι και έχει τίτλο «Music for animals», το όργανο αυτό λάμπει διά της απουσίας του ‒ λέμε ότι έχει εμμονή επειδή, σε συνεργασία με τον σχεδιαστή David Klavins, έχει κατασκευάσει ένα δικό του μοντέλο, το Una Corda, ένα μικρό πιάνιο που ζυγίζει λιγότερο από 100 κιλά και έχει ονομαστεί έτσι επειδή έχει μία χορδή ανά νότα. Μου εξηγεί λεπτομερώς τις διαφορές του Una Corda από ένα κανονικό πιάνο, αλλά κάπου χάνομαι στη μετάφραση. «Πάντως, όταν φτιάχνεις το δικό σου πιάνο», όπως μου τονίζει, «ψάχνεις για κάτι που υπάρχει μέσα σου και δεν βρίσκεις στα πιάνα της αγοράς, δεν μπορείς να το βρεις πουθενά». Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρεί ότι έκανε κάτι σημαντικό, μια και υποθέτει ότι το ίδιο έχουν επιχειρήσει κι άλλοι πριν από αυτόν, αλλά έχει κάνει sample τον ήχο του και έχει διαπιστώσει ότι τον χρησιμοποιούν αρκετοί μουσικοί.
Για να επιστρέψουμε, όμως, στο τελευταίο του άλμπουμ, το έγραψε μαζί με τη γυναίκα του κατά τη διάρκεια της καραντίνας. «Έχω τόσο πολλά όργανα στο στούντιό μου και εκείνη την περίοδο δεν ήθελα να παίζω πιάνο. Το έκανα και για πρακτικούς λόγους, επειδή ήταν ακούρδιστο ‒ ο πατέρας του κουρδιστή ήταν άρρωστος και δεν ήθελε να διακινδυνέψει να έρθει σε επαφή με κόσμο. Έτσι, το πιάνο δεν έπαιζε ως επιλογή». Ο τίτλος προέκυψε από το κοινό στο οποίο έπαιζαν εκείνος και η γυναίκα του την περίοδο της ηχογράφησης, τις δυο γάτες και τον σκύλο τους. «Όταν παίζαμε αυτά που φτιάχναμε, τα ζώα ερχόντουσαν κοντά μας και μας άκουγαν και, απ’ ό,τι φαίνεται, τους άρεσε ο δίσκος, επειδή τα αποκοίμιζε. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό, για να πω την αλήθεια», λέει γελώντας. «Τα ζώα είναι πολύ σημαντικά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι κι εμείς ήμαστε ζώα με ένα τρόπο, αν και δεν το πιστεύουν οι περισσότεροι. Ζώα που δεν θέλουν να είναι ζώα. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι γιατί σε ορισμένους δεν αρέσουν τα ζώα. Η συμπάθεια για τα ζώα μού βγαίνει φυσικά. Πιστεύω πως είναι ό,τι σε αυτόν τον πλανήτη».
«Ναι, αλλά θα τι προτιμάς περισσότερο, τις γάτες ή τους σκύλους;»
«Μου αρέσουν και οι γάτες και οι σκύλοι. Τα λατρεύω το ίδιο!»
Nils Frahm - Sunson
23/6, 21:00, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, είσοδος: 29 ευρώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.