Ο ALEX TURNER δεν λέει πολλά. Την περασμένη Παρασκευή στη σκηνή του χωρητικότητας 60.000 θέσεων Emirates Stadium του βόρειου Λονδίνου, ο ηγέτης των Arctic Monkeys ξεστομίζει μόνο ένα ευχαριστώ και μερικούς φιλικούς επαίνους για τα support acts. Την επόμενη εβδομάδα το γκρουπ θα είναι επικεφαλής στο φεστιβάλ του Glastonbury, για τρίτη φορά. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή, αφού στις 18 Ιουνίου ανακοινώθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο Turner έχει οξεία λαρυγγίτιδα που έχει ως συνέπεια την ακύρωση της συναυλίας της Τρίτης στο Δουβλίνο, θέτοντας σε αμφιβολία την εμφάνιση στο Glastonbury.
Το 2023, καθώς το συγκρότημα έχει ήδη ξεκινήσει ένα καλοκαίρι γεμάτο φεστιβαλικές εμφανίσεις (που περιλαμβάνουν και δύο βραδιές στο Release Athens, στην Πλατεία Νερού, στις 18 & 19/7), οι Arctic Monkeys μοιάζουν να είναι το τελευταίο μεγάλο βρετανικό κιθαριστικό συγκρότημα – για την ώρα, ίσως και για πάντα.
Το 2023 τους βρίσκει μαζί περισσότερο καιρό από τους προηγούμενους κατόχους αυτής της θέσης, τους Oasis. Σε αντίθεση με εκείνους, οι Arctic Monkeys έχουν κατακτήσει σταθερή επιτυχία στις ΗΠΑ αλλά και την κριτική αναγνώριση των άλμπουμ της ύστερης περιόδου της καριέρας τους. Εκεί όμως που η απήχηση των Oasis έμοιαζε απλή, το 2023 οι Arctic Monkeys είναι σαν μια δέσμη αντιφάσεων σε μέγεθος σταδίου.
Οι ίδιοι οι Arctic Monkeys δεν προσπαθούν στην καλοκαιρινή τους περιοδεία να αναδείξουν το υλικό που αποτέλεσε τα δύο τελευταία άλμπουμ τους – 16 από τα 21 τραγούδια της τρέχουσας setlist τους είναι αυτά που έπαιζαν πριν από δέκα χρόνια και που πιθανότατα θα παίζουν και σε δέκα χρόνια.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα άλμπουμ των Arctic Monkeys στο top 20 του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά δεν είναι το τελευταίο τους, το The Car του 2022. Είναι το AM, το οποίο μαγνήτισε τη φαντασία του κοινού με το μονολιθικό riffing και τις ροκ φαντασιώσεις του, και έχει απομακρυνθεί από το top 100 μόνο για μία εβδομάδα στα δέκα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά.
Μετά από αυτό το άλμπουμ που καθόρισε την καριέρα τους, το συγκρότημα άλλαξε δραματικά κατεύθυνση. Το 2018, κυκλοφόρησαν το Tranquility Base Hotel + Casino, μια ζαλισμένα ευφορική σάτιρα των πολιτικών και τεχνολογικών ελίτ, τοποθετημένη εξ ολοκλήρου στο διάστημα.
Arctic Monkeys - I Wanna Be Yours (Live)
Το The Car είχε διαφημιστεί ως επιστροφή στην παλιά τους φόρμουλα, για το κοινό τους όμως αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά αυτό. Οι κριτικοί το υπερασπίστηκαν, εμπορικά όμως υπήρξε απογοητευτικό, τερματίζοντας την αδιάκοπη σειρά των άλμπουμ τους που έφτασαν μέχρι την κορυφή των charts και ενισχύοντας τις αντιφάσεις για το μεγαλύτερο κιθαριστικό συγκρότημα της Βρετανίας.
Η σημειολογία της εργατικής και μικρομεσαίας τάξης που κυριαρχούσε στο πρώιμο έργο τους μοιάζει να έχει εξαφανιστεί και το σύμπαν των δύο τελευταίων δίσκων τους είναι πιο κοντά στον χλιδάτο ελιτισμό των Roxy Music ή του Scott Walker.
Οι ίδιοι οι Arctic Monkeys δεν προσπαθούν στην καλοκαιρινή τους περιοδεία να αναδείξουν το υλικό που αποτέλεσε τα δύο τελευταία άλμπουμ τους – 16 από τα 21 τραγούδια της τρέχουσας setlist τους είναι αυτά που έπαιζαν πριν από δέκα χρόνια και που πιθανότατα θα παίζουν και σε δέκα χρόνια.
Με βάση το πρόσφατο έργο τους, το πρότυπό τους φαίνεται να είναι πλέον ένα σχήμα όπως ο Nick Cave με τους Bad Seeds, ένα σχήμα όπου οι όλο και πιο πολύπλοκες συνθέσεις του Turner μπορούν να βρουν τον χρόνο και τον χώρο να σιγοβράσουν σωστά (η μπάντα έχει διασκευάσει το τραγούδι του Cave "Red Right Hand"). Στην περιοδεία τους όμως, μένουν κυρίως στα παλιά, γεγονός που μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί με οικονομικούς όρους.
Σε μια χρονική στιγμή όπου η ραγδαία άνοδος των τιμών των εισιτηρίων έχει γίνει πολιτικό ζήτημα, το συμβόλαιο μεταξύ καλλιτεχνών και κοινού –αλλά και η ίδια η σχέση τους– μοιάζει να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί.
Οι Arctic Monkeys αποτελούν αυτή τη στιγμή μια αινιγματική προοπτική. Υπάρχουν χειρότερα προβλήματα για έναν καλλιτέχνη από το να ζυγίζει την ισορροπία μεταξύ δημιουργικότητας και εμπορικότητας στη σκηνή, μπροστά σε ένα γεμάτο στάδιο. Η τετράδα από το Σέφιλντ μοιάζει να υπονομεύει την δημιουργική καμπή της ύστερης καριέρας τους, κλείνοντας το στόμα και παίζοντας τις παλιές επιτυχίες. Αλλά με ποιο κόστος;
Με στοιχεία από The New Statesman