Στο «Who ['s]is Who[on]» του Μιχάλη Σιγανίδη που θα παρουσιάστει στις 12 Οκτωβρίου στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης ο Σάμιουελ Μπέκετ συναντά την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη και τη σάτιρα του Φράνκ Ζάππα με φόντo την Κόκκινη Συνοικία του Άμστερνταμ.
Ως τίτλος θυμίζει αμερικανική χιπ-χοπ ρίμα κι ας προέρχεται από το «χους ει και εις χουν απελεύσει», αλλά αυτές οι μικρές εκπλήξεις που πιάνεις κάθε φορά δείχνουν πως ο Σιγανίδης έχει στήσει ένα πρότζεκτ ανοιχτό σε ερμηνείες, αρκετά εμπνευσμένο και ζωντανό.
Ο εκθεσιακός υπόγειος χώρος της Στέγης έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε οι μουσικοί και οι καλλιτέχνες να παίζουν μέσα από βιτρίνες και το κοινό να μπορεί να κυκλοφορεί ανάμεσά τους ελεύθερα και να τους χαζεύει καθ'όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Οι μουσικοί ως installation δεν είναι κάτι καινούργιο στον χώρο της τέχνης. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της PJ Ηarvey που έφτιαξε το Hope Six Demolition Project, το ένατο άλμπουμ της, κυριολεκτικά μπροστά στο κοινό.
Αντί όμως για την ψυχρότητα που μπορεί να κρύβει κάτι τέτοιο, η ατμόσφαιρα καθώς μπαίνεις στο υπόγειο λίγα 24ωρα πριν από την παράσταση είναι εντελώς διαφορετική.
Είναι δύσκολο να πω από πού εκκινεί όλο αυτό, ίσως από αυτήν τη σχέση του προσώπου με κάτι περίκλειστο, έγκλειστο, όπως λέει ο Μπέκετ στο ποίημά του, «χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές που είναι έγκλειστες μαζί». Υπάρχει η έννοια του εγκλεισμού, ότι ο καθένας αντιμετωπίζει ό,τι συμβαίνει εντός του μόνος του. Αυτό το βρίσκω συναρπαστικό».
Δεν γίνεται να μη νιώσεις τη θετική ενέργεια και να μην εισπράξεις την ευχάριστη διάθεση όσων συμμετέχουν, ακόμα κι όταν τους βλέπεις σε τέτοια κατάσταση.
Μέσα στα booths οι ερμηνευτές μεταμορφώνται, αποκτούν μια θεατρική επιβλητικότητα που δεν απομακρύνει, αντίθετα ελκύει τον θεατή. Στις βιτρίνες βρίσκονται η Σαβίνα Γιαννάτου, η Μάρθα Μαυροειδή, ο Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης, ο Δημήτρης Χαΐνης Αποστολάκης, η Ναταλία Μαντά, υπεύθυνη για την σκηνογραφία, και, φυσικά, ο Evan Parker.
Αν και έξω από τα νερά του, ο Parker, αυτός ο σπουδαίος σαξοφωνίστας της σύγχρονης τζαζ, φαίνεται να το καταδιασκεδάζει. «Είμαι ενθουσιασμένος που συμμετέχω» μου λέει κάπως ντροπαλά στο μικρό διάλειμμα από την πρόβα.
Θα απαγγείλει το ποίημα του Μπέκετ «Τι θα 'κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο», που αποτέλεσε τη βασική έμπνευση του Μιχάλη Σιγανίδη για την παράσταση. Οι δύο μουσικοί γνωρίζονται αρκετά χρόνια.
«Η γνωριμία κρατάει από τα χρόνια που ο Φλώρος Φλωρίδης έφτιαχνε το Φεστιβάλ Τζαζ της Θεσσαλονίκης», λέει στη συνέχεια ο Σιγανίδης, «το πιο πετυχημένο πράγμα που έγινε ποτέ εκεί, από τα πιο δυνατά πολιτιστικά γεγονότα, απ' ό,τι διαπιστώνω τώρα, μετά από 60 χρόνια ζωής στην Ελλάδα. Συνδέονταν με φιλία και ίσως ήταν και ο μέντορας του Φλώρου στο σαξόφωνο και στη μουσική και τον φιλοξενούσε με τη γυναίκα του Λίλιαν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι γνωριστήκαμε και παίξαμε λίγο μαζί, αλλά περισσότερο αισθάνομαι θαυμαστής του και τον βλέπω πιο πολύ ως συνθέτη. Έτσι τους βλέπω τους μουσικούς γενικότερα. Με ενδιαφέρει το ότι έχουμε μουσικούς που συνθέτουν τη μουσική της παράστασης εν τω γεννάσθαι. Φέρνουν το φαγητό τους και το γεύμα είναι κοινό».
Ο Σιγανίδης επιβεβαιώνει από κοντά τον χαρακτηρισμό που του έχει αποδοθεί ως ενός από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς Έλληνες μουσικούς. Συνεχίζει να μου μιλά για τις αναφορές του –αν δεν είχαμε χρονικό περιορισμό, θα μπορούσε να μου μιλάει για ώρες‒, όταν του ζητάω να μου εξηγήσει τι είναι το εικονικό σάουντρακ και πώς του ήρθε η ιδέα γι' αυτό.
«Πιθανότατα από μια ερωτική ιστορία, που δίνει πάντα το έναυσμα για να εκδηλωθούν οι πραγματικές προθέσεις, ίσως και οι φιλοδοξίες. Σαν να μην έχει σημασία ο στόχος αλλά το ότι μπαίνεις στον κόπο να εκφραστείς. Αυτό είναι το πιο συγκινητικό, όπως και η σύμπραξη με τόσους ανθρώπους που θαυμάζω, η αγάπη που δέχομαι. Η ιδέα του installation υπήρχε από παλιά, δηλαδή να δούμε τις περσόνες των καλλιτεχνών, τη δική μας και όλων των άλλων ανθρώπων όχι ως καρικατούρες αλλά ως χαρακτήρες από την "Ανθρώπινη Κωμωδία" του Μπαλζάκ: μια υπερέκθεση προσώπων που υπονομεύει το βάθος των προσωπικοτήτων» λέει.
«Έτσι αντιμετωπίζω την πραγματικότητα και βλέπω ότι είναι ένας κοινός τόπος. Με αυτό τον τρόπο ζούμε όλοι, λίγο-πολύ. Ενέχει μια τραγικότητα το ότι φυλακίζονται τα πρόσωπα στις δυνατότητες και στα patterns τους. Το σενάριό μου λέει ότι στο τέλος θα βγουν όλοι από τα booths. Ο μόνος, όμως, που θα έχει μείνει ανενόχλητος σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας είναι ο Χαΐνης που παίζει τον Χαμ, το πρώτο πιθηκάκι που έστειλαν οι Αμερικανοί στο φεγγάρι και γύρισε ζωντανό ‒ θυμίζω ότι η Λάικα δεν γύρισε ζωντανή.
Είναι δύσκολο να πω από πού εκκινεί όλο αυτό, ίσως από αυτήν τη σχέση του προσώπου με κάτι περίκλειστο, έγκλειστο, όπως λέει ο Μπέκετ στο ποίημά του, «χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές που είναι έγκλειστες μαζί». Υπάρχει η έννοια του εγκλεισμού, ότι ο καθένας αντιμετωπίζει ό,τι συμβαίνει εντός του μόνος του. Αυτό το βρίσκω συναρπαστικό».
Το πρότζεκτ δίνει την αίσθηση ότι αγγίζει και τη σημερινή εποχή, γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι πώς φαίνονται τα πράγματα από τη πλευρά ενός δημιουργού.
«Έχει κάτι το τηλεοπτικό. Δεν ξέρω αν είναι πολύ διαφορετικά για έναν μη δημιουργό. Σκέφτομαι αυτό το κομμάτι του Χαμ, του οποίου ο ρόλος είναι να χαζεύει. Θυμίζει ευχή. Αυτή η σκλαβιά που επιβάλλει ο συγκεκριμένος ρυθμός ζωής ορισμένες φορές μοιάζει να μην έχει νόημα, όπως και η επιβίωση, που είναι σαν τολμηρό άλλοθι. Τον άλλον τον πιάνουν, τον κλέβουν, σκοτώνει για να επιβιώσει και μοιάζει με τα "Αδέσποτα Σκυλιά" του Πέκινπα. Πέρα από αυτό, όμως, είναι θλιβερή η εποχή, ο τρόπος που κοινωνικοποιούμαστε. Είναι σαν να συνεχίζει να γράφει ο Σαχτούρης ποιήματα για τον πόλεμο. Υπάρχει μια εικονική φάτνη όπου κάτι γεννιέται, μια προσομοίωση παραδείσιας, κοινοτικής κατάστασης. Είναι αδύνατο να ζήσουμε μια τέτοια εμπειρία. Δόξα τω Θεώ, όμως, μπορούμε να τη βιώσουμε με λίγους ανθρώπους».
Στην παράσταση θα ακουστούν και τα 10 ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη που έχει μελοποιήσει ‒ για πρώτη φορά όλα μαζί. Ο μουσικός είχε φιλική σχέση με τον ποιητή, που τον επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι του στην Κυψέλη.
«Κάποτε μου τέθηκε η ερώτηση "τι είναι η μουσική για εσάς" και απάντησα ότι είναι μια λαχτάρα, πόθος και του τρόμος ταυτόχρονα. Το ίδιο αισθάνομαι και για την ποίηση. Είναι σανίδα σωτηρίας η ίδια η γλώσσα, όπως και η μουσική. Δεν μπορώ να τα χωρίσω αυτά τα δύο. Νιώθω ότι ο λόγος κυματίζει, όπως στο χιπ-χοπ».
«Ακούτε χιπ-χοπ;». «Ναι. Μου αρέσει πολύ ο Kendrick Lamar. Τον ακούω, όπως ακούω και τον Στοκχάουζεν. H προσληπτική μας ικανότητα πρέπει να είναι "ανοιχτή", να καταλαβαίνεις αν ο άλλος λέει κάτι, να πείθεσαι να το ξανακούσεις, να σε παρηγορεί».
Info:
To «Who['s]is Who[on]» του Μιχάλη Σιγανίδη θα παρουσιαστεί στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης από τις 12 έως τις 14 Οκτωβρίου.
σχόλια